Tag Archives: Διαλεκτικός Υλισμός

Για το σύνθημα: «Αφήστε όλα τα λουλούδια ν’ ανθίσουν» (+ ένα σχόλιο για την επικαιρότητά του)

ΖΗΤΩ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

«Αφήστε όλα τα λουλούδια ν’ ανθίσουν, αφήστε τα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα ν’αντιμάχονται»

Του Κουο Μο-Γιο

Ένα γεγονός τεράστιας σημασίας για τα ιδεολογικά και θεωρητικά ζητήματα, αποτελεί η νέα πολιτική στον πνευματικό τομέα που διακηρύχτηκε στην Κίνα και που εκφράζεται με το σύνθημα «αφήστε τα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα να αντιμάχονται». Η πολιτική αυτή είναι φανερό πως επενεργεί ζωογόνα στην πολιτιστική περιοχή-και όχι μόνο σ’ αυτή- βοηθώντας, απ’ τη μια μεριά, στο ξεπέρασμα όλων εκείνων των καταστάσεων που επέδρασαν ανασταλτικά κι, απ’ την άλλη, στην αποδέσμευση όλων των ζωντανών πνευματικών δυνάμεων. Βέβαια, η πολιτική αυτή δεν είναι ριζικά καινούργια, ούτε για την Κίνα, ούτε για τα προοδευτικά ρεύματα του άλλου κόσμου, μια και παντού τα τελευταία χρόνια γίνονται βαθιές ιδεολογικές ζυμώσεις που αλλού ταχύτερα και αλλού βραδύτερα οδηγούν σε ανάλογα συμπεράσματα. Όμως εδώ για πρώτη φορά διακηρύσσεται τόσο επίσημα μια τέτοια άποψη και αυτό είναι που της δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα. Έτσι, η σημασία της πολιτικής αυτής ξεπερνάει τα όρια της μεγάλης κινέζικης δημοκρατίας. Η απήχησή της είναι τεράστια στους πνευματικούς κύκλους όλων των χωρών. Διανοούμενοι περιοπής όπως ο Σαρτρ, που επισκέφθηκε την Κίνα το τελευταίο καλοκαίρι, ασχολήθηκαν πολύ σοβαρά με τα προβλήματα που δημιουργεί και τις προοπτικές που ανοίγει. Και είναι χαρακτηριστικό πως όλα τα μέλη της ελληνικής αποστολής, που μόλις γύρισε από κει, υπογράμμισαν έντονα τη σημασία της πολιτικής αυτής. Η συζήτηση που άνοιξε στην ίδια την Κίνα, έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Διανοητές, καλλιτέχνες, επιστήμονες γράφουν συνεχώς στον τύπο άρθρα όπου εκθέτουν τις απόψεις τους πάνω στο νόημα της ελευθερίας της ιδεολογικής διαπάλης. Από μια σειρά άρθρων που είχαμε υπ’ όψη μας, όπως του διανοητή Λου Τινγκ Γι, του καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου Φενγκ Γιου Λυν, του καθηγητή της Φυσικής Τσιεν Βέι Τσανγκ και του καθηγητή των Μαθηματικών Χουα Λου Κενγκ, δημοσιεύουμε δύο απ’ τα πιο σημαντικά: Ένα άρθρο του προέδρου της Ακαδημίας Επιστημών Κουο Μο Γιο που είναι μια απ’ τις μεγαλύτερες πνευματικές φυσιογνωμίες της Κίνας, κι ένα άρθρο της επίσημης εφημερίδας «Λαϊκή Ημερησία» της 21 Ιουλίου. Νομίζουμε πως τα δύο αυτά κείμενα φωτίζουν με τον καλύτερο τρόπο το θέμα τους. Η «Ε.Τ» που στα δύο χρόνια της ζωής της διαπνεόταν πάντα από ανάλογο πνεύμα και προσπάθησε να το εφαρμόσει στην πράξη, παρουσιάζει τα πιο κάτω κείμενα με ιδιαίτερη χαρά.

***

Η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας αποσαφήνισε τελευταία πως η πολιτική του κόμματος στον ιδεολογικό τομέα συνίσταται στην αναγνώριση του δικαιώματος των διαφόρων ιδεολογικών ρευμάτων που αντιμάχονται. Αυτό προκάλεσε πλατιές συζητήσεις στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Εδώ, θα’θελα κι εγώ απ’ τη μεριά μου να μιλήσω για το πώς αντιλαμβάνομαι αυτή την πολιτική.

Μπορούμε, νομίζω, να πούμε πως σε κάθε δεδομένη περίοδο της ιστορίας υπάρχουν διάφορα ιδεολογικά ρεύματα που αγωνίζονται να επικρατήσουν. Όποτε αρχίζει σε μια κοινωνία περίοδος μεγάλων ιστορικών αλλαγών, εκεί εμφανίζεται αργά ή γρήγορα, σα μέρος της πολιτιστικής ζωής της εποχής, μια διάσταση ανάμεσα στα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα, που αντανακλά την πίστη που εξασκούν οι κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές- μια πίεση που μπορεί να φτάσει πολύ μακριά- στα πνεύματα των ανθρώπων. Δεν είναι μονάχα ένας ιδεολογικός αγώνας ανάμεσα σ’ εκείνο που γεννιέται και σ’ εκείνο που πεθαίνει, αλλά και η έκφραση των διαφορών που υπάρχουν στις απόψεις και τους πόθους εκείνων που προσδοκούν και αγωνίζονται για την καινούργια κοινωνία.

Ιστορικά παράλληλα

Στην εποχή των Ανοιξιάτικων και Φθινοπωρινών Χρονικών, και την εποχή του Πολέμου των Πολιτειών, πριν δυο χιλιάδες χρόνια και περισσότερο, η ελεύθερη συζήτηση στην κινέζικη πολιτιστική ζωή ήταν στο κατακόρυφό της. Κατά τη γνώμη μου τότε είχαμε μια περίοδο μεγάλων ιστορικών αλλαγών, μια περίοδο μεταβατική όπου η δουλοκτητική κοινωνία μετασχηματιζόταν σε φεουδαρχική. Πολλά ιδεολογικά ρεύματα εμφανίστηκαν που τα μορφοποίησαν φυσιογνωμίες σαν τον Κομφούκιο, το Λαο Τσε, το Μίκιο, τον Τσουανγκ Τσου, το Χουι Σιχ, τον Κουνγκσουν Λουνγκ και το Χαν Φέι. Σχεδόν όλοι τους ήσαν μεγάλοι στοχαστές, μεγάλοι συζητητές και συγγραφείς με πολύ ταλέντο. Οξύτατες πολεμικές γίνονταν ανάμεσα στις διάφορες σχολές ή ακόμα και μέσα στις ίδιες τις σχολές. Υπήρχαν τότε κυριολεκτικά εκατοντάδες θεωρητικές σχολές, που η κάθε μια αγωνιζόταν ενάντια στις άλλες, προσπαθώντας να επικρατήσει. Από τότε, αλήθεια, κρατάει η παροιμιώδης δράση μας «διάφορα ιδεολογικά ρεύματα αντιμάχονται».

Στις πρώτες φάσεις της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας, όταν η φεουδαρχική κοινωνία άρχισε να μεταβάλλεται σε καπιταλιστική, έχουμε την Αναγέννηση: μιαν εποχή όπου αντιμάχονταν διάφορα ιδεολογικά ρεύματα. Η Αναγέννηση ξεκίνησε απ’ την Ιταλία και γρήγορα απλώθηκε σε μια μεγάλη πυρκαγιά σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.

Εδώ και τριάντα χρόνια άρχισε στην Κίνα το Κίνημα της Τετάρτης του Μάη. Απ’ την πολιτιστική του πλευρά ήταν κάτι σαν την ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Η ολότελα σαπισμένη κινέζικη φεουδαρχική κοινωνία ήταν έτοιμη για μεγάλες αλλαγές. Πολλοί διανοούμενοι έφεραν και διέδωσαν τις δημοκρατικές ιδέες και την επιστήμη απ’ τη Δύση, καθώς και όλα τα είδη των σοσιαλιστικών θεωριών. Στον πολιτιστικό τομέα, υπήρξε και τότε ακόμα η υπόσχεση για τη δημιουργία μιας τέτοιας κατάστασης, όπου όλα τα ιδεολογικά ρεύματα θα μπορούσαν να αντιμάχονται. Αλλά την εποχή εκείνη η Κίνα εξακολουθούσε να είναι καθηλωμένη απ’ τις παλιές δυνάμεις της ιστορίας. Οι παγκόσμιες καπιταλιστικές δυνάμεις είχαν γίνει ιμπεριαλιστικές. Με τις συνθήκες που επικρατούσαν ήταν αδύνατο για την Κίνα να κερδίσει την εθνική της ανεξαρτησία και να απελευθερωθεί από τη φεουδαρχική και ιμπεριαλιστική σκλαβιά, υιοθετώντας τη δημοκρατία του δυτικού καπιταλιστικού κόσμου. Ο κινέζικος λαός έπρεπε να πάρει το δρόμο που έδειχνε η ρώσικη οχτωβριανή επανάσταση: ένοπλη επανάσταση ενάντια στην ένοπλη αντεπανάσταση. Όσο το Κουομιντανγκ είχε την εξουσία, δεν υπήρχε τρόπος τα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα να εκφράσουν τις απόψεις τους. Κι ως την ώρα που η λαϊκή επανάσταση νίκησε, οι συνθήκες ήταν τέτοιες που δεν επέτρεπαν στα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα να αντιμάχονται. Από τότε κι ύστερα μπορούσαμε να ξέρουμε πραγματικά πού πατάμε.

Ειδικά χαρακτηριστικά

Κάθε στάδιο της ιστορικής ανάπτυξης έχει τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά, και γι’ αυτό το λόγο, η ιδεολογική διαπάλη σε κάθε στάδιο διαφέρει ουσιαστικά. Αυτό που προτείνουμε σήμερα, δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ούτε το ίδιο μ’εκείνο που έγινε εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, όταν εμφανίστηκαν τόσοι πολλοί διανοητές και διακήρυξαν τις απόψεις τους, ούτε το ίδιο που έγινε στην ευρωπαϊκή Αναγέννηση.

Το στάδιο που βρισκόμαστε τώρα έχει τα δικά του χαρακτηριστικά. Έχουμε κάνει πια ένα βήμα πιο πέρα απ’ το κίνημα της Τετάρτης του Μάη. Για να είμαι πιο σαφής, νομίζω πως εκείνο που θέλουμε, είναι να βάλουμε τους διάφορους κλάδους ακαδημαϊκής έρευνας ή τους ανθρώπους που εργάζονται σ’ αυτούς, να καταπιαστούν με τη σοσιαλιστική άμιλλα. Γιατί ο σκοπός κάθε ακαδημαϊκής μας εργασίας είναι η οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Ποια είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη δική μας αντίληψη για την παραχώρηση ελευθερίας στα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα να αντιμάχονται; Προσωπικά νομίζω πως είναι τρία.

Αφού σκοπός όλης μας της ακαδημαϊκής εργασίας είναι να βρούμε καλύτερους τρόπους για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, έχουμε ανάγκη να μελετήσουμε το μαρξισμό-λενινισμό και να μάθουμε καλύτερους τρόπους για την εφαρμογή του στις συνθήκες της Κίνας. Φυσικά απ’ το μαρξισμό-λενινισμό μπορεί να διδαχτεί κανείς μόνο αν ο ίδιος το επιθυμεί. Αν όμως θέλει ν’ αρχίσει μια πολεμική για να καταρρίψει την άποψη κάποιου άλλου και να κατανικήσει την εσφαλμένη θεωρία με τη σωστή, πρέπει να κατέχει γερά το μαρξισμό-λενινισμό, που είναι ένα όπλο για την αναζήτηση της αλήθειας.

Μερικοί μπορεί να αντικρύσουν με σκεπτικισμό την άποψή μου. «Σ’αυτή την περίπτωση», ίσως ρωτήσουν, «πώς γίνεται να αντιμάχονται διάφορα ιδεολογικά ρεύματα;». Λοιπόν, για μας τους μαρξιστές, ο μαρξισμός-λενινισμός είναι μια αλήθεια που εφαρμόζεται καθολικά, είναι μια ασφαλής μέθοδος που θα μας βοηθάει να καταλάβουμε τον κόσμο όπως είναι. Δεν είναι όμως ένα υποκατάστατο για να κατασκευάζει λύσεις σε κάθε δεδομένο ακαδημαϊκό πρόβλημα. Μια τέτοια λύση μπορεί να πραγματοποιηθεί μονάχα πάνω στη βάση της επίμονης έρευνας των διανοητών που εφαρμόζουν γόνιμα το μαρξισμό-λενινισμό – πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο με την ελευθερία της διαπάλης των διαφορετικών ιδεολογικών ρευμάτων. Μ’ άλλα λόγια, η βαθιά γνώση του μαρξισμού-λενινισμού δεν πρόκειται να σταματήσει τη διαπάλη των διαφόρων ιδεολογικών ρευμάτων. Φυσικά, οι ιδεαλιστές, που αντιτίθενται στο διαλεκτικό υλισμό, μπορούν κι αυτοί να εκφράζουν τις ιδέες τους – έχουν κάθε δικαίωμα να λένε ό,τι τους αρέσει. Δε φοβόμαστε να δεχτούμε την πρόκληση σε αγώνα από οποιαδήποτε ιδεαλιστική σχολή, το ίδιο όπως κι ένας ικανός γιατρός δε δειλιάζει μπροστά σ’ έναν άρρωστο, όσο βαριά κι αν είναι. Ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε, είναι ο δρόμος της ελεύθερης συζήτησης- η διαπάλη των ιδεών, η διαπάλη των θεωριών. Εμείς καταπολεμούμε τον αστικό ιδεαλισμό με την ελεύθερη συζήτηση. Αυτό νομίζω είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της αντίληψής μας για την ευχέρεια της αντιδικίας που δόθηκε στα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα.

Εάν θέλουμε να δούμε ένα γνήσιο αγώνα ανάμεσα στα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα, πρέπει να φαρδύνουμε τη δράση μας και ν’ ανοίξουμε διάπλατες όλες μας τις πόρτες. Χωρίς να παραγνωρίζουμε ό,τι γίνεται στην Κίνα, πρέπει να βρούμε καλύτερους τρόπους για να διδαχτούμε από τη Σοβιετική Ένωση και τις Λαϊκές Δημοκρατίες. Πρέπει να διδαχτούμε από την πείρα που έχουν στο χτίσιμο της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Πρέπει με προθυμία να αποκαταστήσουμε ευρύτερες επαφές με τους ακαδημαϊκούς κύκλους κάθε χώρας στον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια, η επιστήμη στις καπιταλιστικές χώρες έχει κάνει νέες προόδους. Με μεγάλη χαρά θα διδασκόμαστε κι απ’ αυτές. Θα πρέπει να μελετήσουμε τους κλασικούς όπως και τους σύγχρονους συγγραφείς του καπιταλιστικού κόσμου, τις ιδεαλιστικές τους θεωρίες και όλα τα σχετικά. Θέλουμε να διδαχτούμε από τον πολιτισμό όλων των άλλων χωρών, και πάνω σ’ αυτή τη γνώση να βασίσουμε την ελεύθερη συζήτησή μας.

Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι τούτο: Στο παρελθόν, όταν τα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα αλληλοσυγκρούονταν, προσπαθώντας να επικρατήσουν μέσα σε μια ιστορική περίοδο, η διαπάλη τους γινόταν συνήθως με την πυρετώδη ανταλλαγή θεωρητικών απόψεων, με τη διεξαγωγή «χαρτοπολέμων». Εμείς όμως, δίνουμε πρακτική μορφή στην αντίληψή μας για τον ανταγωνισμό των ιδεολογικών ρευμάτων σε μιαν εποχή που η χώρα μας είναι δοσμένη στην καλοσχεδιασμένη οικονομική της ανασυγκρότηση. Είναι σαν κρύσταλλο καθαρό, πως το βασικότερο χαρακτηριστικό των ακαδημαϊκών μας ερευνών είναι η όλο και μεγαλύτερη ανάπτυξη των δεσμών ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Τα τελευταία λίγα χρόνια, με την εντατική ενασχόλησή μας στην επίλυση των καθημερινών προβλημάτων της βιομηχανικής οικοδόμησης μόλις ανέκυπταν, ρίξαμε πολύ το βάρος μας στην εφαρμοσμένη τεχνική και παραμελήσαμε τη θεωρητική μελέτη. Η τάση αυτή πρέπει να εγκαταληφθεί. Συνεχώς θα ξεπετιούνται όλο και περισσότερα προβλήματα τα οποία απλώς θα πρέπει να τα λύνουμε. Αλλά για να τα λύνουμε αποτελεσματικά, πρέπει να έχουμε έναν όλο και πιο καλύτερο θεωρητικό κορμό, που θα μας καθοδηγεί.

Τι πρέπει να κάνουμε

Στην εποχή που ζούμε, βρισκόμαστε σε ευνοϊκότερη θέση, από τους ανθρώπους οποιασδήποτε άλλης, για την πραγματοποίηση του ιδανικού της ελεύθερης διαπάλης των διαφόρων ιδεολογικών ρευμάτων. Γιατί το κράτος μας θα κάνει ό,τι απαιτείται για να ανθίσει η μάθηση και θα παράσχει στις διάφορες θεωρητικές σχολές κάθε διευκόλυνση που τους χρειάζεται για να εκφράζονται χωρίς κανένα εμπόδιο ή φραγμό. Τι πρέπει να κάνουμε για να πάρουν όλα αυτά σάρκα και οστά; Κατά τη γνώμη μου, τα ακόλουθα:

Πρώτα-πρώτα, πρέπει να καταστρώσουμε σχέδια που να καλύπτουν κάθε περιοχή. Στο πρώτο εξάμηνο του 1956, εκατοντάδες διακεκριμένων Κινέζων επιστημόνων και επιστημονικά καταρτισμένων ανώτερων τεχνικών επεξεργάστηκαν με τη βοήθεια σοβιετικών επιστημόνων δύο δωδεκάχρονα σχέδια: το ένα για την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών και το άλλο για τη φιλοσοφία και τις κοινωνικές επιστήμες. Το πρώτο από τα σχέδια αυτά καλύπτει πενήντα ή και περισσότερα θέματα και επισημαίνει τα πιο ενδιαφέροντα σημεία που θα τα πραγματευθούν σειρές ολόκληρα από βιβλία. Τα βιβλία αυτά θα κυκλοφορήσουν μέσα στα δώδεκα προσεχή χρόνια.

Όταν επεξεργαζόμαστε τα σχέδια, λάβαμε υπ’ όψη τις αναπόφευκτες τάσεις που έχει η ανάπτυξη της σημερινής κινέζικης κοινωνίας καθώς και η ανάπτυξη της σημερινής επιστήμης. Γιατί αποβλέπαμε να κάνουμε από τη μια μεριά την ανάπτυξη της επιστήμης να αντιστοιχεί στην ανάπτυξη της κινέζικης κοινωνίας, κι απ’ την άλλη να καταφέρουμε η ανάπτυξη της επιστήμης να επενεργεί παρορμητικά στην προς τα μπρος πορεία της κοινωνίας μας. Ο πολύπλευρος σχεδιασμός είναι κι αυτός ένα μέσο που παροτρύνει τη διαπάλη των διαφόρων ιδεολογικών ρευμάτων και που διευκολύνει την άνθηση της θεωρητικής δουλειάς. Αλλά οι ακαδημαϊκές μας έρευνες δεν μπορούν βέβαια να περιοριστούν μονάχα στα θέματα και τα νευραλγικά σημεία που θίγονται σ’ αυτά τα σχέδια. Οι άνθρωποι που δουλεύουν στους διάφορους κλάδους της γνώσης, μπορούν να διαφωνήσουν και να προκαλέσουν συζήτηση για οποιοδήποτε ζήτημα πάνω στο οποίο έχουν να κάνουν κάποια συμβολή. Κανένα σχέδιο για την ανάπτυξη της επιστήμης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς αντιγνωμίες ανάμεσα στις διαφορετικές θεωρητικές σχολές.

Υλικές διευκολύνσεις

Το δεύτερο είναι να δημιουργήσουμε τις υλικές συνθήκες μέσα στις οποίες τα διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα θα μπορούν να ανταγωνίζονται. Η ανάπτυξη της μάθησης, εξαρτάται απ’ το αν θα βρεθεί το κατάλληλο έδαφος. Σήμερα η Κινέζικη Ακαδημία Επιστημών έχει μόνο σαράντα έξη ινστιτούτα, μ’ όλο που είναι κιόλας τέσσερις φορές περισσότερα από ό,τι ήσαν πριν την απελευθέρωση. Στην πραγματικότητα, πολύ περισσότερη ερευνητική εργασία έγινε στις ανώτερες σχολές και τις επιχειρήσεις. Μπορούμε να πούμε- με πλήρη επίγνωση για την ορθότητα αυτού που λέμε- πως τα ινστιτούτα ερευνών που έχουμε είναι πολύ λίγα και πως ο εξοπλισμός τους είναι πενιχρός. Αυτό είναι μια από τις αδυναμίες που κληρονομήσαμε από την παλιά κοινωνία και πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ισχυροποιηθούμε κι απ’ αυτή την άποψη. Ο σχεδιασμός μας πρέπει να περιλάβει με λεπτομέρειες τα κατάλληλα μέτρα για την αύξηση του αριθμού των ινστιτούτων ερευνών, πρέπει να προβλέψει για την παροχή περισσότερου υλικού για έρευνα, περισσότερων βιβλίων και περισσότερων εφοδίων, έτσι που να δημιουργηθούν οι καλύτερες υλικές συνθήκες για τη διεξαγωγή των ερευνών. Όλα αυτά είναι πράγματα που πρέπει να τακτοποιηθούν, βήμα το βήμα, μέσα στο συντόμότερο δυνατό διάστημα.

Βιβλία και περιοδικά

Τρίτο, πρέπει να κάνουμε κάτι για τις εκδόσεις μας. Όταν διάφορα ιδεολογικά ρεύματα αρχίζουν να αντιδικούν, είναι φυσικό να εκφράζονται κύρια με το γράψιμο: η πένα είναι το όπλο τους. Αν θέλουμε λοιπόν να ενθαρρύνουμε αυτή τη διαπάλη, πρέπει να προσέξουμε την εκδοτική δουλειά που εδώ, έχει μεγάλη σημασία. Οι εκδοτικοί οίκοι πρέπει να δημοσιεύουν, και μάλιστα χωρίς καμιάν αργοπορία, τις διάφορες γνώμες και απόψεις πάνω σε οποιαδήποτε συζήτηση, στα περιοδικά και τις εφημερίδες ή σε βιβλία. Ένα άλλο καθήκον που πρέπει να πραγματοποιήσουν οι εκδοτικοί οίκοι, είναι να δώσουν στο αναγνωστικό κοινό όσο γίνεται περισσότερα θεωρητικά έργα απ’ τις ξένες χώρες. Ο επιστημονικός εκδοτικός οίκος που εξαρτάται από την Κινέζικη Ακαδημία Επιστημών, τελευταία μόλις άρχισε να λειτουργεί, κι ακόμα είναι ένας από τους πιο αδύνατους κρίκους στη δουλειά μας. Η κατάσταση αυτή πρέπει ν’ αλλάξει. Και κάτι άλλο ακόμα: όταν μεταφράζουμε και εκδίδουμε βιβλία από τις ξένες χώρες, πρέπει να αποφεύγουμε μια στραβή τάση που είχαμε παλιότερα. Τα τελευταία λίγα χρόνια μεταφράσαμε και εκδόσαμε 279 βιβλία, κι απ’ αυτά τα 271 ήσαν σοβιετικά! Αυτό είναι γεγονός και μάλιστα από τα πιο χαρακτηριστικά. Είναι καλό για μας ν’ αφομοιώσουμε την πιο συγχρονισμένη πείρα που έχουν κερδίσει στη Σοβιετική Ένωση, αλλά είναι ώρα πια να παρατήσουμε αυτή τη γελοία τακτική της παραγνώρισης των ακαδημαϊκών επιτευγμάτων των άλλων χωρών.

Ελευθερη συζήτηση

Τέταρτο, πρέπει να ενθαρρύνουμε την ελεύθερη συζήτηση στον ακαδημαϊκό τομέα και να δώσουμε τη δυνατότητα στις διάφορες απόψεις να εκφραστούν με πλήρη ελευθερία. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να αποφύγουμε την εύκολη αποδοχή βιαστικών συμπερασμάτων. Γιατί η πλειοψηφία δεν έχει πάντοτε δίκιο. Εδώ κι εκατό χρόνια, οι οπαδοί του μαρξισμού ήσαν απόλυτη μειοψηφία. Εγώ λόγου χάρη, δε συμμερίζομαι τις απόψεις του κ. Φον Βαν Λον για τη διαίρεση των περιόδων της αρχαίας κινέζικης ιστορίας. Αυτοί που συμφωνούν μαζί μου, δεν είναι ίσως πλειοψηφία. Αλλά και οι δύο μεριές έχουν το δικαίωμα να παρουσιάσουν τις απόψεις τους και να προσπαθήσουν η μια να πείσει την άλλη. Στις φυσικές επιστήμες, κάθε μελετητής μπορεί να διακηρύξει τις δικές του απόψεις, που τις στηρίζει στην έρευνα και τον ανεξάρτητο στοχασμό του.

Δεν υπάρχουν αντίρρηση πως παλιότερα ορισμένα τμήμα έδειχναν φοβερή στενοκεφαλιά στα ζητήματα της ακαδημαϊκής έρευνας. Τον περασμένο χρόνο, όμως, όταν οργανώθηκαν στην Κινεζική Ακαδημία Επιστημών εξειδικευμένα τμήματα, εγκαινιάσαμε τη συνήθεια της ανάγνωσης πραγματειών. Όσο προχωρεί ο καιρός θα έχουμε όλο και περισσότερες συγκεντρώσεις-συζητήσεις πάνω σε ακαδημαϊκά θέματα. Στις αρχές αυτού του χρόνου, στη συγκέντρωση που έγινε για τα αρχαιολογικά έργα, είχαμε μια μεγάλη συζήτηση. Επίσης με την πρωτοβουλία του Ινστιτούτου Γλωσσολογίας και Φιλολογίας έγιναν συζητήσεις για την τροποποίηση της κινέζικης γλώσσας. Αυτό είναι ένα καλό ξεκίνημα για την θεωρητική διαπάλη στον ακαδημαϊκό τομέα.

Ανεξάρτητη σκέψη

Πέμπτο, πρέπει να προωθήσουμε την ανεξάρτητη σκέψη. Το 1953 είχαμε το κίνημα «σαν φαν», δηλαδή το κίνημα που στρεφόταν ενάντια στα «τρία κακά»: τη διαφθορά, τη σπατάλη και τη γραφειοκρατία στις δημόσιες υπηρεσίες και τις κρατικές επιχειρήσεις. Προτείνω ν’ αρχίσει ένα καινούργιο κίνημα «σαν-φαν», στον ακαδημαϊκό μας κόσμο. Ποια είναι όμως τα τρία κακά που έχουμε να πολεμήσουμε εκεί;

Το υπ’αριθμόν ένα είναι ο δογματισμός. Τον παλιό καιρό είχαμε ένα σωρό μουχλιασμένους γερο-χαρτοπόντικους, που μόλις άνοιγαν το στόμα τους ανέφεραν κι ένα απόσπασμα από τον Κομφούκιο ή το «Βιβλίο των Ωδών». Και τις περισσότερες φορές, δεν μπορούσαν να δώσουν στους άλλους να καταλάβουν για τι πράγμα μιλούσαν. Οι δογματιστές μας πήραν τον τρόπο δουλειάς που είχαν αυτοί οι χαρτοπόντικες και χρησιμοποιούν τα τσιτάτα του Μαρξ και του Ένγκελς σαν ένα είδος πανάκειας. Δεν καταλαβαίνουν πως ένας μαρξιστής πρέπει να αναλύει τα πράγματα παίρνοντας σα βάση τα γεγονότα. Οι άνθρωποι γίνονται δογματιστές στην επιστημονική έρευνα γιατί βαριούνται να σκεφτούν. Αντί να κάτσουν να δουλέψουν σκληρά, πάνε να μας τυλίξουν με τσιτάτα.

Ο δογματισμός εκδηλώνεται ακόμα στη μηχανιστική εφαρμογή της νεότατης σοβιετικής πείρας. Είναι αλήθεια πως για να χτίσουμε μια Νέα Κίνα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, πρέπει να διδαχτούμε από τη Σοβιετική Ένωση. Αλλά η Κίνα έχει τις δικές της φυσικές και κοινωνικές συνθήκες. Στην αφομοίωση της σοβιετικής πείρας πρέπει πάντοτε να έχουμε μπροστά στα μάτια μας τη σημερινή πραγματικότητα της Κίνας.

Για να καταπολεμήσουμε το δογματισμό, για να καταπολεμήσουμε τη μηχανιστική εφαρμογή της πείρας, πρέπει να πολεμήσουμε ενάντια στην τυφλή λατρεία των αυθεντιών. Ο Αριστοτέλης, ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος είχε πει κάποτε πως όσο κι αν αγαπούσε τον Πλάτωνα, περισσότερο αγαπούσε την αλήθεια. Στην Κίνα επίσης, έχουμε μια παλιά παροιμία που λέγεται πολύ συχνά: «Σαν ξέρω πως έχω δίκιο, δεν κάνω πίσω ούτε μπροστά στο δάσκαλό μου». Αυτό αξίζει να το σκεφτούμε καλά. Εκείνοι που έχουν πραγματικά επιτεύγματα στο ενεργητικό τους έχουν δικαίωμα στο σεβασμό μας. Και τους σεβόμαστε ακριβώς γιατί ξέρουμε πως τα επιτεύγματά τους είναι μεγάλα. Αλλά τα παλιά επιτεύγματά δεν τους κάνουν αναγκαστικά και αλάθητους. Εάν δεν αναλύουμε τα πορίσματα της μελέτης και της έρευνας ενός άλλου, αλλά μονάχα τα ακολουθούμε τυφλά, τότε καταστρέφουμε τη δουλειά μας και καταπνίγουμε την ακαδημαϊκή ανάπτυξη.

Πρέπει να βλέπουμε μακριά

Το υπ’ αριθμόν δύο κακό είναι η επιπόλαιη βιασύνη και το κοντόφθαλμο αντίκρυσμα των πραγμάτων. Στην επιστημονική έρευνα πρέπει να βλέπουμε μακριά. Ζούμε στον εικοστό αιώνα. Έχουμε μια μακραίωνη ιστορία, μια τεράστια χώρα με άφθονες πλουτοπαραγωγικές πηγές και ατελείωτα πράγματα που πρέπει να μελετηθούν. Η αντίληψη του «να καθόμαστε στον πάτο του πηγαδιού και να κοιτάμε τον ουρανό» δεν συμβιβάζεται με την εποχή μας. Κι όμως παλιότερα σε ορισμένους τομείς έριξαν υπερβολικό βάρος στην επίλυση των άμεσων τεχνικών προβλημάτων και παραμέλησαν τη θεωρητική μελέτη. Αυτό αποκαλώ επιπόλαιαη βιασύνη και κοντόφθαλμο αντίκρυσμα. Είναι μια στάση που οδήγησε πολλούς επιστήμονες να σπαταλήσουν τις δυνάμεις τους σ’ ένα ολότελα ασήμαντο πρόβλημα, χωρίς να καταλαβαίνουν πως δίχως εντατική θεωρητική μελέτη δεν θα μπορούσαν ποτέ να ελπίσουν ότι θ’ ανέβαινε το τεχνικό τους επίπεδο.

Το ίδιο ισχύει και στη διδασκαλία. Δίχως ακαδημαϊκή έρευνα, ένας δάσκαλος δεν μπορεί ποτέ να βελτιώσει την ποιότητα της διδασκαλίας του. Εδώ κι ένα χρόνο, διοικητικοί υπεύθυνοι της εκπαίδευσης ήσαν άνθρωποι που νόμιζαν πως η ακαδημαϊκή έρευνα παρεμπόδιζε τη συγκεκριμένη διδασκαλία. Ήταν κι αυτή, άλλη μια κοντόφθαλμη αντίληψη. Ευτυχώς φέτος η αντίληψη αυτή εγκαταλείφθηκε. Σε όλες τις σχολές και τα ινστιτούτα της ανώτερης εκπαίδευσης στη χώρα, οι ερευνητικές εργασίες πρέπει να αναληφθούν με όση σοβαρότητα γίνεται. Ο σωστός καταμερισμός της δουλειάς θα οδηγήσει στη στενή συνεργασία ανάμεσα στην παραγωγή, τη διδασκαλία και την έρευνα.

Το κακό του σεχταρισμού

Το υπ’ αριθμόν τρία κακό είναι ο σεχταρισμός. Τα λίγα τελευταία χρόνια, όσοι εργάζονταν στον ακαδημαϊκό τομέα περιόριζαν τα διαβάσματά τους σ’ ένα πολύ στενό πλαίσιο. Σε ορισμένα τμήματα ο σεχταρισμός κέρδιζε έδαφος. Υπήρχαν όμως ιστορικοί λόγοι που συνέβαινε αυτό. Η Κίνα προηγούμενα ήταν μια μισοφεουδαρχική, μισοαποικιακή χώρα. Το γεγονός αυτό έβαλε αναπόφευκτα τη σφραγίδα του στη διαμόρφωση μιας ειδωλολατρίας στη σκέψη εκείνων που ανήκουν στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Η ειδωλολατρία αυτή θεοποιούσε κάθε τι ξένο. Παλιότερα, πολλοί αξιόλογοι Κινέζοι επιστήμονες και διανοητές, έγραφαν τα βιβλία τους σε ξένες γλώσσες και τα εξέδιδαν στο εξωτερικό. Ας πάρουμε λόγου χάρη το Δόκτορα Λι Ζουνβανγκ, που είναι γνωστός στο εξωτερικό σαν Ζ. Σ. Λη και τώρα κατέχει τη θέση του αντιπροέδρου της Κινέζικης Ακαδημίας Επιστημών. Ήταν πάντα ένας επιστήμονας που αγαπούσε τη χώρα του, αλλά είχε επηρεαστεί από τη συνήθεια που επικρατούσε εκείνη την εποχή και έβγαλε το περίφημο βιβλίο του «Γεωλογία της Κίνας» στα αγγλικά. Όταν αργότερα θέλαμε να το εκδώσουμε στην Κίνα, έπρεπε να το μεταφράσουμε στα κινέζικα. Μ’ όλο που ήταν πατριώτης, δεν μπόρεσε να ξεκόψει από μια κακή συνήθεια. Φυσικά, όταν αναλογιστεί κανείς το πώς ήταν η κοινωνία τότε, μπορεί εύκολα να καταλάβει πώς δημιουργήθηκε η συνήθεια αυτή.

Τα τελευταία χρόνια η Κινέζικη Ακαδημία Επιστημών αντιτάχθηκε αποφασιστικά στην ειδωλολατρία της καπιταλιστικής κουλτούρας. Μ’ αυτήν όμως την ενέργεια, πέσαμε στο άλλο άκρο. Μερικοί διάβαζαν μόνο λίγα μαρξιστικά και λενινιστικά βιβλία καθώς και λίγα βιβλία από τη Σοβιετική Ένωση. Σπάνια ή μάλλον ποτέ δε διάβαζαν τίποτα άλλο. Κι έτσι η επιστημονική μας έρευνα καρκινοβατούσε. Θα ’πρεπε να μάθουμε τι γίνεται σχετικά με το ζήτημα αυτό και στη Σοβιετική ένωση. Λοιπόν, το Ινστιτούτο Επιστημονικών Πληροφοριών της Σοβιετικής Ακαδημίας Επιστημών, λαβαίνει πάνω από 9.000 ξένα περιοδικά για την ενημέρωση των επιστημόνων. Τώρα οργανώνει ένα παρόμοιο ινστιτούτο και η Κινέζικη Ακαδημία Επιστημών. Βέβαια δεν πρόκειται να έχει μεγάλες φιλοδοξίες απ’ το ξεκίνημά του, σιγά-σιγά όμως θα αναπτυχθεί.

Η ακαδημαϊκή έρευνα

Και τώρα ας μιλήσουμε για το έκτο πράγμα που κατά τη γνώμη μου πρέπει να κάνουμε: την ενθαρρυνση των ακαδημαϊκών ερευνών.

Όλοι μας χτυπάμε την αυταρέσκεια, αλλά χτυπάμε και την αυτοταπείνωση. Παλιότερα ο κόσμος έβλεπε με περιφρόνηση του Κινέζους επιστήμονες και είχε πολύ λίγη εκτίμηση στους Κινέζους ειδικούς. Αυτό φυσικά ήταν δεμένο με την ειδωλολατρία των ξένων αυθεντιών. Στη νέα κοινωνία μας, οι άνθρωποι που αφοσιώνονται ολόψυχα στην επιστημονική μελέτη και εργάζονται σκληρά, χαίρουν μεγάλης εκτίμησης. Οι συνθήκες ζωής και εργασίας των επιστημονων όλο και βελτιώνονται. Το κράτος εγκαινίασε το σύστημα των ακαδημαϊκών βαθμων και με τακτικές εξετάσεις, μπορεί κανείς σήμερα να πάρει στην Κίνα διάφορους διδακτορικούς τίτλους. Για τους ακαδημαϊκούς τίτλους γίνεται τώρα συζήτηση και σύντομα θα ανακοινωθούν. Όσοι θέλουν να ασχοληθούν με τις ακαδημαϊκές έρευνες θα βρουν ολόπλευρη ενθάρρυνση από την κοινωνια. Ανάμεσα στις άλλες, μια μορφή ενθάρρυνσης μπορεί να είναι και η κριτική. Μια κριτική όμως που δεν θα πρέπει να είναι μικρόψυχη. Η κριτική πρέπει να μοιάζει με τη μητρική τρυφερότητα, να είναι σαν το μάλωμα που βοηθάει ένα παιδί να βελτιωθεί.

Έβδομο: πρέπει να φροντίσουμε ώστε οι διανοούμενοι να έχουν τουλάχιστον πέντε μέρες την εβδομάδα που να τις αφιερώνουν στη δουλειά και τη μελέτη. Ο πρωθυπουργός Τσου Εν Λάι στην “Εισήγηση για το πρόβλημα των διανοουμένων” είπε: “Η Κεντρική Επιτροπή θεωρεί ουσιώδες να εξασφαλίσει στους διανοούμενους για τη δουλειά τους, τουλάχιστον τα 5/6 της εργάσιμης ημέρας (ή 40 ώρες την εβδομάδα)”. Δηλαδή, στις έξι εργάσιμες ημέρες ο διανοούμενος θα διαθέτει τις πέντε για τη δουλειά του, ενώ για την πολιτική μελέτη, την κοινωνική δραστηριότητα και τις συγκεντρώσεις δεν θα διαθέτει περισσότερες από μια. Πολλά τμήματα αναδιοργάνωσαν τελευταία τη δουλειά τους και την προσάρμοσαν στα παραπάνω. Άλλα τμήματα προσπαθούν σκληρά να κάνουν το ίδιο.

Όγδοο: πρέπει να προωθήσουμε τις ακαδημαϊκές ανταλλαγές με τις χώρες του εξωτερικού. Μετά την απελευθέρωση, κάναμε ορισμένα βήματα για να προωθήσουμε τη διεθνή ακαδημαϊκή δραστηριότητα, αλλά δεν καταβάλαμε γι’ αυτό και μεγάλες προσπάθειες. Αυτό το χρόνο, όμως, υπάρχει μια αλλαγή. Τον Απρίλη συνήλθε στο Πεκίνο το συμβούλιο της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Επιστημονικών Εργατών, και ήρθαν στην Κίνα πολλοί διάσημοι επιστήμονες, που έδωσαν και διαλέξεις. Ο βραβευμένος με το βρεαβείο Νόμπελ Άγγλος γιατρός Δόκτωρ Σ.Φ. Πάουελ, έδωσε τέσσερις διαλέξεις, ο Άγγλος ειδικός στην Κρυσταλλογραφία, Β.Α.Γούστερ, οκτώ. Το Μάη και τον Ιούνιο έδωσε τέσσερις διαλέξεις ο Ιάπωνας φυσικός δόκτωρ Σακάτα Σοΐχι. Όλες αυτές οι διαλέξεις, βοηθούν την κινέζικη επιστήμη.

Καλούμε τους επιστήμονες σ’ όλο τον κόσμο να έρθουν στην Κίνα για ακαδημαϊκές επισκέψεις και μεις θα τους καλωσορίσουμε με ανοιχτή αγκαλιά. Ταυτόχρονα θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να πάρουμε μέρος στις κάθε είδους διεθνείς ακαδημαϊκές συγκεντρώσεις. Εκεί θα διδαχτούμε από τα αξιότερα ακαδημαϊκά επιτεύγματα των ξένων χωρών ενώ κι εμείς θα τους γνωρίσουμε τι έχουμε πετύχει στον ίδιο τομέα. Βλέπουμε σ’ ολόκληρο τον κόσμο τους ακαδημαϊκούς κύκλους, τα ιδεολογικά ρεύματα, να αντιμάχονται σε όλο και πλατύτερη κλίμακα. Οι κινέζοι διανοητές και επιστήμονες είναι έτοιμοι- και μάλιστα ανυπομονούν- να πάρουν μέρος στη γόνιμη θεωρητική διαπάλη.

Η αναζήτηση της αλήθειας μέσα απ’ τα γεγονότα

Ένατο: πρέπει να μάθουμε να κάνουμε αυτοκριτική σοβαρά, αναζητώντας την αλήθεια μέσα απ’τα γεγονότα. Ενθαρρύνουμε τα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα να αντιμάχονται, αποσκοπώντας στο φτάσιμο της αλήθειας, ενώ ταυτόχρονα το καθένα θα διδάσκεται απ’ το άλλο στην πορεία της ελεύθερης συζήτησης. Επομένως, όλοι εκείνοι που παίρνουν μέρος στη διαπάλη, πρέπει να είναι ήρεμοι και συγκεντρωμένοι, έχοντας σα σκοπό τους να ανακαλύψουν τα γεγονότα και να φτάσουν στην αλήθεια. Πρέπει να εμμένουν σ’ ό,τι νομίζουν πως είναι αληθινό, αλλά θα πρέπει επίσης χωρίς έπαρση να υπολογίζουν τις γνώμες των άλλων και να εξετάζουν προσεκτικά την εργασία τους. Αυτό είναι το πνεύμα της αυτοκριτικής. Αυτοί που αρνιούνται να κοιτάξουν κατάματα τα ελαττώματά τους δεν θα φτάσουν ποτέ σε ακαδημαϊκά ύψη

Καλύτερος καταμερισμός της εργασίας

Δέκατο και τελευταίο: πρέπει ο καταμερισμός της εργασίας να γίνει καλύτερος και να στηριχτεί πάνω σε μια βάση συνεργασίας.

Η αντίληψή μας για την ελευθερία της διαπάλης των διαφόρων ιδεολογικών ρευμάτων διαφέρει από κάθε άλλη παλιότερη. Ο ανταγωνισμός για μας, δεν είναι κάτι το αναρχικό. Εμφανίζεται, γιατί η ίδια η φυση της κοινωνίας που ζούμε, το έχει ανάγκη. Για να αποφύγουμε επομένως τη διασπάθιση των ενεργειών μας, χρειαζόμαστε μια τακτοποίηση σε κάθε τομέα για να εξασφαλίσουμε τον προσφορότερο καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στους διανοητές και επιστήμονες, τα διάφορα ινστιτούτα και τα κρατικά ιδρύματα. Σύμφωνα με τη φύση του πράγματος, αυτός ο καταμερισμός της εργασίας πρέπει να είναι πολύ αυστηρός. Αλλά πρέπει και να φροντίσουμε ώστε οι επιστήμονες και οι διανοητές μας να έχουν υπ’ όψη τους τι συμβαίνει στους άλλους κλάδους της γνώσης, τουλάχιστον στο βαθμό που να μπορούν να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο και να συνεργάζονται στενά, έτσι που να μην κλείνονται στενόμυαλα μέσα στους ιδιαίτερους τομείς όπου δουλεύουν. Έτσι, οι επιστήμονες που ανήκουν σ’ έναν επιστημονικό κλάδο θα μπορούν να συζητούν αναμεταξύ τους και να διδάσκονται ο ένας απ’ τον άλλο. Επίσης, οι επιστήμονες που ανήκουν σε διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους μπορούν να ενθαρρύνουν ή να κριτικάρουν γόνιμα ο ένας τον άλλο, έτσι που να προωθείται η γενική ακαδημαϊκή μας ανάπτυξη. Νομίζω πως η ακαδημαϊκή συνεργασία θα πρέπει να είναι κάτι σαν μια ορχήστρα. Υπάρχουν στην ορχήστρα έγχορδα, ξύλινα πνευστά, χάλκινα πνευστά και κρουστά, αλλά όλα παίζουν μαζί και εκτελούν μιαν ωραία συμφωνία που βάθρο της είναι ένα μεγαλειώδες μοτίβο.

Δεν υπάρχει τέλος στις αντιγνωμίες

Παλιότερα, ο ανταγωνισμός των διάφορων ιδεολογικών ρευμάτων κράταγε ένα ορισμένο διάστημα. Η περίοδος του Πολέμου των Πολιτειών, οπότε είχαν εμφανιστεί και διατύπωναν τις ιδέες τους στρατιές από ξεχωριστούς διανοητές, κράτησε μόνο καμια διακοσαριά χρόνια. Οι ζυμώσεις από την ευρωπαϊκή Αναγέννηση, άρχισαν σιγά-σιγά να κοπάζουν μετά το δέκατο έκτο αιώνα. Αυτό συνέβαινε γιατί στις ταξικές κοινωνίες, απ’ τη στιγμή που η άρχουσα τάξη και η εξουσιαζόμενη τάξη έφταναν σε κάποια ισορροπία, εμφανιζόταν ανάλογα ένα είδος πνευματικής παράλυσης. Σήμερα χτίζουμε τη σοσιαλιστική κοινωνία που είναι το πρώτο βήμα για την κομμουνιστική. Παλεύουμε για να καταργήσουμε τις τάξεις. Το έργο μας είναι να βελτιώνουμε σταθερά και αδιάκοπα την υλική και πνευματική ευημερία του λαού. Υπηρετούμε το λαό και όχι τα στενά συμφέροντα μιας κυρίαρχης τάξης. Γι’ αυτό το λόγο οι απαιτήσεις απ’την ιντελιγκέντσιά μας είναι μεγαλύτερες παρά ποτέ. Στη χώρα μας τα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα δεν θα ανταγωνίζονται σήμερα μόνο, αλλά και αύριο. Κανένα ιδεολογικό ρεύμα δεν θα παρθεί σαν υπέρτερο. Η ελεύθερη συζήτηση πάντοτε θα συνεχίζεται. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να παρουσιαστεί καμία παράλυση. Εφ’ όσον θα εξακολουθήσουμε να εργαζόμαστε σκληρά, δεν θα υπάρξει τέλος στις αντιγνωμίες ανάμεσα στα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα.

Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, συνηθίζουμε να τελειώνουμε τις ομιλίες και τα άρθρα μ’ ένα “ζήτω!”. Κι αυτή τη φορά θα ζητήσω να φωνάξουμε “ζήτω!” ήρεμα όμως και χωρίς υπερβολές.

Ζήτω η πολιτική μας: “Αφήστε τα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα να αντιμάχονται”

ΣΧΟΛΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Άρθρο της εφημερίδας “Λαϊκή Ημερησία” του Πεκίνου

Οι διανοούμενοί μας συζητούν τώρα την πολιτική που εκφράζει το σύνθημα: “αφήστε τα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα ν’ αντιμάχονται”. Πολλοί δημοσίευσαν τις γνώμες τους και τις απόψεις τους σε εφημερίδες και περιοδικά. Κρίνοντας απ’ αυτά, μπορούμε να πούμε πως η μεγάλη πλειοψηφία τους υποστηρίζει αυτή την πολιτική. Αλλά στη συζήτηση ορισμένων ειδικότερων πλευρών της, διατυπώθηκαν διαφορές απόψεων, αμφιβολίες και επιφυλάξεις.

Η συζήτηση περιστρέφεται βασικά γύρω από το πρόβλημα της έννοιας της “διαπάλης” και το πρόβλημα των συνθηκών που χρειάζονται για να πραγματοποιηθεί. Μερικοί λένε ότι αφού θα ανταγωνίζονται “διάφορα ιδεολογικά ρεύματα”, στη διαπάλη θα παίρνουν μέρος μόνο εκείνοι που αντιπροσωπεύουν ένα αναγνωρισμένο ιδεολογικό ρεύμα, μια σχολή, ενώ οι άλλοι θ’ αποκλείονται. Μερικοί λένε πως δε φτάνει να παίρνει κανείς μέρος στη διαπάλη, αλλά πρέπει και να παλεύει “καλά”. Άλλοι εκφράζουν τη γνώμη πως όσοι καταπιάνονται με μια θεωρητική αντιδικία πρέπει να συμπεριφέρονται όπως τα μέλη μιας ορχήστρας. Άλλοι πάλι δε συμφωνούν μ’ αυτό, λέγοντας πως βάζει υπερβολικούς περιορισμούς στους συζητητές.

Πώς πρέπει να γίνεται η διαπάλη

Κατά τη γνώμη μας, είναι θεμιτό να εκφράσουμε την ελπίδα πως οι πρωταγωνιστές των συζητήσεων θα διεξάγουν “καλά” τη θεωρητική τους διαπάλη, χωρίς να θεωρήσουμε πως αυτό μάς επιβάλλει κάποιο περιορισμό. Εφ’ όσον η διαπάλη ανάμεσα στα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα προωθεί και πλουτίζει την ακαδημαϊκή ζωή, εφ’ όσον κεντρίζει την πολιτιστική πρόοδο, τότε μπορούμε να πούμε πως το γενικό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι “καλό”. Ενώ όμως το γενικό αποτέλεσμα είναι καλό, πολύ φυσικό είναι να υπάρξουν και μερικά αρνητικά στοιχεία. Αν θέλουμε να φροντίσουμε το καλό να ξεπερνάει το κακό και να γίνεται ακόμη καλύτερο, το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να “αφήσουμε τα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα να αντιμάχονται”.

Η ιδεολογική διαπάλη δεν είναι το ίδιο πράγμα με το χορωδιακό τραγούδι. Γι’ αυτό είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν και παράφωνες νότες. Όλα τα διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα πρέπει να συνθέτουν το καθένα τη δική του μουσική και όχι να παίζουν το κομμάτι που τους ζητάει ο πρώτος τυχών μαέστρος. Εφ’ όσον η μουσική που παίζει κάποιος δεν είναι αντεπαναστατική, έχει την ελευθερία να αντιδικεί όσο θέλει. Σχετικά μ’ αυτή τη συζητητική ελευθερία, έχουμε να κάνουμε μια μόνο παρατήρηση: αυτός που θέλει να μπει στην ιδεολογική διαπάλη, πρέπει να κάνει κάποια σοβαρή ακαδημαϊκή έρευνα. Το νόημα της ελευθερίας της επιστήμης δεν πρέπει να θεωρηθεί πως είναι “ο καθένας να γράφει για θέματα που δεν έχει μελετήσει”, όπως τόνιζε κάποτε και ο Ένγκελς. Εκείνοι που εκπροσωπούν μια σχολή, όπως κι εκείνοι που δεν εκπροσωπούν καμια, καθένας δηλαδή που έχει μελετήσει σοβαρά και οι απόψεις του είναι καλά θεμελιωμένες κι έχουν γερή συλλογιστική, μπορεί να αντιμάχεται. Αν συμμετέχει στη διαπάλη καλά, είναι καλόδεχτος. Αν όχι, δε μας πολύπειράζει.

Πολλοί λένε πως η ιδεολογική διαπάλη έχει την έννοια της “κόσμιας και εποικοδομητικής διαπάλης”. Κι εδώ πάλι υπάρχουν πολλές ερμηνείες. Αφού όμως αντιμάχονται διάφορα ρεύματα, δεν μπορεί να περιμένει κανείς στα σοβαρά πως όλα τα επιχειρήματα θα διατυπώνονται κόσμια. Αν με την έκφραση “κόσμια και εποικοδομητικά” εννοούμε πως “ο καθένας μπορεί να εμμένει στην άποψή του και να μη συμφωνεί” ή πως “τα επιχειρήματα που διατυπώνονται πρέπει να είναι πρωτότυπα”, τότε τη βρίσκουμε σωστή. Εκείνο πάντως που δεν μπορούμε να επικροτήσουμε είναι το είδος της “μη εποικοδομητικής διαπάλης” που δε στηρίζεται στη σοβαρή μελέτη και είναι στην πραγματικότητα αερολογία. Είναι σίγουρο πως κανείς δεν πρόκειται να δώσει σημασία σε απόψεις που δεν έχουν γερή θεμελίωση ή που τα επιχειρήματά τους στηρίζονται σε πολύ αδύνατους συλλογισμούς.

Η διδασκαλία στις ανώτερες σχολές

Ένα άλλο σημείο που συζητιέται πολύ, είναι το κατά πόσο η πολιτική της ελευθερίας των διαφόρων ιδεολογικών ρευμάτων να αντιμάχονται, εφαρμόζεται και στη διδασκαλία στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ξέρουμε πως οι περισσότερες θεωρητικές τάσεις διαμορφώνονται και συγκροτούνται στα πανεπιστήμια. Οι φοιτητές υποτίθεται πως είναι λίγο-πολύ ικανοί να σκέπτονται ανεξάρτητα. Πρέπει λοιπόν στις παραδόσεις να εκφράζονται διάφορες γνώμες ώστε να ενθαρρύνεται ο κόσμος να διαμορφώνει νέες θεωρητικές τάσεις και να βοηθιούνται οι φοιτητές να αναπτύσσουν τη ροπή που έχουν για ανεξάρτητη σκέψη.

Σχετικά με το ζήτημα της θέσης που έχει ο μαρξισμός μέσα σ’ όλα αυτά, μερικοί έχουν τη γνώμη πως “η διαπάλη ανάμεσα στις σχολές πρέπει να στηρίζεται στο μαρξισμό”, η ότι “το κριτήριο που θα ξεχωρίζουμε στο σωστό από το λαθεμένο πρέπει να είναι ο διαλεκτικός υλισμός” ή ότι “σα θεωρητική βάση και οδηγό της σκέψης μας πρέπει να πάρουμε το μαρξισμό”. Ναι, ο μαρξισμός πραγματικά είναι ο οδηγός της σκέψης μας στα κρατικά, πολιτιστικά και επιστημονιακά μας ζητήηματα. Αλλά στα ακαδημαϊκά προβλήματα και την επιστημονική έρευνα, όλοι πάντα έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν τις απόψεις τους ακόμα κι αν δεν τους αρέσει να εφαρμόσουν τη μέθοδο του διαλεκτικού υλισμού, ή κι αν καταλήγουν σε συμπεράσματα που διαφέρουν απ’το μαρξισμό. Έτσι λοιπόν, το αν θα στηρίξουν τα επιχειρήματά τους στο μαρξισμό ή το αν ο μαρξισμός θα παρθεί σαν κριτήριο για το ξεχώρισμα του σωστού από το λαθεμένο, εξαρτάται από τους πρωταγωνιστές των συζητήσεων και μόνο. Εμείς υποστηρίζουμε το διαλεκτικό υλισμό. Ενθαρρύνουμε τον κόσμο να μελετάει και να εφαρμόζει την ιστορικοδιαλεκτική αντίληψη και μέθοδο. Αλλά ταυτόχρονα θέλουμε (και το προωθούμε) οι άνθρωποι να έχουν την ελευθερία να αντικρύζουν με σκεπτικισμό το διαλεκτικό υλισμό, να έχουν την ελευθερία να τον επικρίνουν, ακριβώς όπως κι εμείς έχουμε το δικαίωμα να αποδείχνουμε το αβάσιμο των μη διαλεκτικοϋλιστικών απόψεων. Αν ο υλισμός έμπαινε σα θεμέλιο ή σα γνώμονας της συζήτησης, αυτό θα ισοδυναμούσε στην πραγματικότητα με το διώξιμο των ιδεαλιστών από το στίβο της διαπάλης. Διαφωνίες και συζητήσεις μπορεί να συμβαίνουν ανάμεσα στους μαρξιστές. Μπορεί επίσης να συμβαίνουν ανάμεσα στους μαρξιστές και τους φίλους τους ή ανάμεσα στους μαρξιστές και τους ιδεαλιστές. Όλες αυτές οι συζητητικές διαμάχες στηρίζονται πάνω σε διαφορετικές βάσεις. Δεν μπορούν να μπουν με το ζόρι πάνω στην ίδι αβάση.

Αδικαιολόγητες ανησυχίες

Οι αμφιβολίες που υπάρχουν σχετικά με την πολιτική αυτή, εκφράζονται στα δυο ακόλουθα ερωτήματα: α) Γιατί ν’ αφήσουμε τον ιδεαλισμό ελεύθερο; Αυτό δε θα προκαλέσει ιδεολογική σύγχυση; β) Μήπως μ’ αυτή την ενέργεια το κόμμα παραιτείται από τον ηγετικό του ρόλο;

Σε κείνους που κάνουν την πρώτη ερώτηση, έχουμε να πούμε πως δεν υπάρχει κανένας λόγος ν’ ανησυχούν μήπως ο ιδεαλισμός κερδίσει έδαφος ή μήπως προκαλέσει ιδεολογική σύγχυση. Εμείς πιστεύουμε στη δύναμη της αλήθειας του μαρξισμού. Επομένως, δεν νομίζουμε πως ο μαρξισμός έχει να ζημιωθεί από τη διαπάλη με τ’ άλλα ρεύματα. Αντίθετα, η ιδεολογική διαπάλη θα βοηθήσει πολύ στην ανάπτυξη του μαρξισμού, που όπως δείχνει η ιστορία, γιγαντώθηκε κι έγινε μια πανίσχυρη δύναμη, παλεύοντας ενάντια στον ιδεαλισμό. Θα νικήσουμε τον ιδεαλισμό με τη δύναμη της θεωρίας. Δεν έχουμε καμιαν ανάγκη να προστατέψουμε τον υλισμό με διοικητικά μέτρα.

Και τώρα ας έρθουμε στη δεύτερη αμφιβολία. Πρώτα-πρώτα ο ηγετικός ρόλος του κόμματος εκδηλώνεται στο γεγονός ότι το κόμμα διακήρυξε στους ακαδημαϊκούς και πολιτιστικούς κύκλους την πολιτική της ελευθερίας της σκέψης και το κόμμα είναι εκείνο που συνειδητά την πραγματοποιεί. Δεύτερο, η ακαδημαϊκή διαπάλη στηρίζεται στην πολιτική μας ενότητα. Οι θεωρητικές διαμάχες με κανένα τρόπο δεν αποκλείουν τη συνεργασία στην επιστημονική δουλειά ή την κοινή κατάστρωση επιστημονικών σχεδίων. Τρίτο, δε χωράει συζήτηση πως ο μαρξισμός είναι ο πνευματικός οδηγός στον ακαδημαϊκό και πολιτιστικό κόσμο. Αυτό είναι πια ξεκαθαρισμένο ζήτημα. Ο μαρξισμός είναι πάντοτε η πυξίδα που χρησιμοποιοεί το κόμμα στην καθοδήγηση της δουλειάς μας τόσο στις ακαδημαϊκές μελέτες όσο και στην πολιτιστική περιοχή.

Για την κριτική

Και τώρα ας μιλήσουμε για κάποιες καχυποψίες που έχουν δημιουργηθεί. Αυτές εκδηλώνονται κύρια στο γεγονός ότι μερικοί φοβούνται μήπως κάνουν λάθη. Υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι που προκαλούν τετοιους φόβους. Έχουμε κριτικάρει τον αστικό ιδεαλισμό του Χου Φενγκ και του Χου Σιχ. Η κριτική που τους έγινε ήταν αλύπητη. Αποκάλυψε όλη τη βρωμιά τους και πήρε τις μορφές οργανωμένης καμπάνιας. Αυτό έγινε γιατί τόσο ο Χου Φενγκ όσο και Χου Σιχ είναι ιδεολογικοί και πολιτικοί εχθροί μας. Τούτο όμως αποτελεί μια από τις μορφές που μπορεί να πάρει η κριτική. Ωστόσο πολλοί πιστεύουν λαθεμένα πως είναι και η μοναδική μορφή κριτικής. Κάνουν το σφάλμα όσοι νομίζουν πως όποιος έχει ιδεαλιστικές τάσεις είναι κι ένας πολιτικός ανταγωνιστής. Ο άλλος λόγος είναι ότι τα τελευταία χρόνια, κάτω απ’ την επίδραση της προσωπολατρίας και του δογματισμού, ορισμένοι καλοσυνήθισαν σ’ ένα τύπο κριτικής που υπεραπλουστεύει τα πράγματα και είναι προσβλητιοκά τραχύς.

Ο καθένας χαίρεται όταν η αντίδραση κάποιου αντίκρυ στην κρτική είναι υγιής και φυσιολογική. Αλλά και τώρα ακόμα, εκείνοι που ανήκουν στον ακαδημαϊκό και πολιτιστικό κόσμο δεν έχουν εξοικειωθεί και πολύ με την κριτική. Μερικοί τους δεν έμαθαν ακόμα να βλέποπυν την κριτική σαν κάτι το πολύ συνηθισμένο και αναγκαίο, όπως είναι το σκοπύπισμα του πατώματος ή το πλύσιμο του προσώπου. Όταν κάποιος κριτικάρεται στον τύπο, κάνουν ολόκληρη φασαρία. Ενώ το σωστό είναι τούτο: αν αποδειχτεί πως η κριτική είναι λαθεμένη, εκείνος που επικρίθηκε μπορεί πάντα να ανταπαντήσει υποστηρίζοντας την άποψή του. Αν πάλι η κριτική βγει σωστή, τότε τη δέχεται και δεν υπάρχει λόγος να κάνει φασαρία.

Διαπάλη σημαίνει κριτική

Σ’ εκείνους που φοβούνται μήπως επικριθούν έχουμε να πούμε τούτο: η πρακτική ουσία της διαπάλης είναι η αμοιβαία κριτική. Κανένας δεν έχει το προνόμιο να μένει απρόσβλητος από την κριτική. Το ζήτημα τώρα δεν είναι να αντιταχθούμε στην κριτική εν γένει, αλλά στην κριτική που είναι αστόχαστη, που κολλάει αβασάνιστα ρετσινιές στα πρόσωπα που κριτικάρονται και στην κριτική που γίνεται με αγροίκο τρόπο. Γιατί εκείνο που μας ενδιαφέρει στην ερευνητική εργασία ή την ακαδημαϊκή κριτική, είναι να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να αποκτήσουν μιαν επιστημονική στάση στην προσπάθειά τους να βγάλουν την αλήθεια μέσα απ’τα γεγονότα.

Όσο μεγάλα κι αν είναι τα σημερινά μας επιστημονικά επιτεύγματα, η γνώμη μας βρίσκεται ακόμα στη νηπιακή της ηλικία, αν συγκριθεί με τη μελλοντική ιστορία της ανθρωπότητας. Σε κάθε επιστημονικό κλάδο, υπάρχουν πολλά δύσκολα προβλήματα που περιμένουν τη λύση τους. Στο μέλλον θα εμφανιστούν και νέα προβλήματα. Όποιος δεν ασχολείται με την ακαδημαίκή εργασία και ελπίζει να κάει κάποια δημιουργική συμβολή, πρέπει να προχωρήσει θαρραλέα σε περιοχές που δεν έχουν ακόμα εξερευνηθεί και να περπατήσει ψηλαφητά σε άγνωστα μονοπάτια. Εκεί ίσως καταφέρει να διεισδύσει βαθύτερα στα μυστικά της φύσης και της κοινωνίας. Αλλά πάλι μπορεί πολλά καινούργια προβλήματα να τον βασανίσουν, μπορεί να βρεθεί χαμένος στο λαβίρυνθο της ανθρώπινης γνώσης ή παγιδευμένος σε κανένα ιδεαλιστικό τέλμα. Η ανθρώπινη γνώση περιορίζεται πάντοτε από τις ιστορικές συνθήκες. Αυτό ισχύει για κάθε περίοδο, ακόμα και για την εποχή του κομμουνισμού. Ένας μαρξιστής μπορεί να απελευθερωθεί ολότελα από τα δεσμά των ταξικών προκαταλήψεων, αλλά όχι και από τα δεσμά που επιβάλλουν οι άλλες συνθήκες. Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο θέλουν να πιστεύουν μερικοί, όπως λόγου χάρη εκείνοι που νομίζουν πως απ’ τη στιγμή που έμαθαν την αλήθεια που λέει ότι το πρωταρχικό είναι ο υλικός κόσμος και η συνείδηση έρχεται κατόπι, δεν πρόκειται πια ν ακάνουν ποτέ ιδεαλιστικά λάθη ή εκείνοι που νομίζουν πως μόλις η ανθρωπότητα μπει στην κομμουνιστική κοινωνία, ο ιδεαλισμός θα σαρωθεί μονομιάς.

Η ελευθερία υπηρετεί την αλήθεια

Η πολιτική της ελευθερίας της σκέψης δεν είναι κάτι που γίνεται ξαφνικά. Το Σύνταγμά μας θεσπίζει την ελευθερία του λόγου, του τύπου και της επιστημονικής έρευνας. Έτσι η πολιτική αυτή είναι η παραπέρα ανάπτυξη αυτών των δικαιωμάτων που απλώς τα κάνει πιο συγκεκριμένα.

Στην ιστορία μας υπήρξε η εποχή των Ανοιξιάτικων και Φθινοπωρινών Χρονικών καθώς και η εποχή του Πολέμου των Πολιτειών, όπου τα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα αντιμάχονταν ελεύθερα. Επίσης, μια εποχή που απελευθερώθηκαν τα πνεύματα και ξύπνησαν τα μυαλά ήταν το κίνημα της Τετάρτης του Μάη. Σήμερα ζούμε σε μια μεγάλη και δίχως προηγούμενο εποχή. Η φιλοδοξία που μας εμπνέει είναι να δημιουργήσουμε μιαν απαράμιλλη άνθηση του πολιτισμού. Τα ακαδημαϊκά μας θεμέλια είναι ακόμα πολύ ασθενικά, αλλά το κοινωνικό μας σύστημα έχει εξασφαλίσει στην ακαδημαϊκή έρευνα τις απαραίτητες υλικές συνθήκες και την απαραίτητη ελευθερία- μιαν ελευθερία πραγματική που εξυπηρετεί το λαό και την αλήθεια. Αυτό είναι το μεγαλύτερο εχέγγυο για την πρόοδο της πνευματικής ζωής. Η αλήθεια βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ο Ένγκελς είχε πει: “Όσο πιο αποφασιστικά και αφιλόκερδα προχωρεί η επιστήμη, τόσο σε μεγαλύτερη αρμονία βρίσκεται με τα συμφέροντα και τους πόθους των εργατών”. Αυτή είναι η αντικειμενική βάση που πάνω της στηρίζουμε την πεποίθησή μας πως η επιστήμη θα ακμάσει στο σοσιαλιστικό σύστημα.

Οι καλλιτέχνες μας και οι επιστήμονές μας θα συνενώσουν το ταλέντο τους και τη σοφία τους στη μεγάλη υπόθεση του σοσιαλισμού. Οι πλατιές λαϊκές μάζες θα πυκνώσουν κι αυτές τις φάλαγγες που βαδίζουν προς την επιστήμη. Το θέαμα είναι μεγαλειώδες και μας εμπνέει. “Η Κίνα θα εμφανιστεί στον κόσμο σαν ένα εξαιρετικά πολιτισμένο έθνος” (Μαο Τσε Τουνγκ)- να ποια είναι η χειμαρρώδης ανάπτυξη του σοσιαλιστικού πολιτισμού που προσδοκούμε.

Μετάφραση: Τίτος Πατρίκιος (σ.parapoda: διορθώθηκε μόνο το “Λαϊκή Καθημερινή” στο-καθιερωμένο πια- “Λαϊκή Ημερησία”, και το “χάρτινος πόλεμος” στο-καθιερωμένο- “χαρτοπόλεμος”)

Πηγή: Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 23-24, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1956, σ.σ. 352-361. Πάρθηκε από το ψηφιακό αρχείο του ΑΣΚΙ.

Ο Κιμ Γιονγκ Ιλ για τη διαφορά της κυρίαρχης φιλοσοφίας στη Β. Κορέα (Juche) από το διαλεκτικό υλισμό

Γέλασε πάλι η υφήλιος με την είδηση από τα αστικά ΜΜΕ ότι η Β. Κορέα θα αποκτήσει “δική της» ώρα. Η αλήθεια είναι ότι στα πλαίσια του εορτασμού των 70 ετών από την απελευθέρωση της χώρας από τον ιαπωνικό ζυγό, η χώρα θα απαλλαγεί συμβολικά και από την “ιαπωνική” ώρα, και θα επιστρέψει στην ώρα που είχε πριν κατακτηθεί.

Περιορίζοντας-γελοιοποιώντας την είδηση, τα κυρίαρχα ΜΜΕ δεν δείχνουν τη γενικότερη εικόνα: ότι πρόκειται για διπλωματική-συμβολική κίνηση στα πλαίσια της αυξανόμενης- και μάλιστα “θερμής”- έντασης στη ΝΑ Ασία: Η Ιαπωνία διεκδικεί περιφερειακή αναβάθμιση, στρατιωτικοποίηση, θάλασσες και ξαναγράψιμο της ιστορίας (π.χ. να ξεχάσουμε ότι άπειρες γυναίκες έγιναν «δημοσίας χρήσης» για τα ιαπωνικά στρατά). Η ευθύνη, επομένως, είναι της Ιαπωνίας, και της κατοχικής δύναμης που τη διαδέχτηκε στο νότο της χερσονήσου: των ΗΠΑ (γιατί, ας μην ξεχνάμε, η ΕΣΣΔ έφυγε από εκεί εντός τριών ετών, το 1948).

Από κει και πέρα, όμως,ξανατίθεται το ζήτημα για το πώς “την πατάνε” οι προοδευτικοί άνθρωποι στον κόσμο, αφού, με ένα σμπάρο, οι καπιταλιστές-ιμπεριαλιστές: α) δικαιολογούν ή κρύβουν την επεμβατικότητά τους, ξαναγράφοντας, συν τοις άλλοις, την ιστορία, β) ταυτίζουν την άσχημη εικόνα – που τα ίδια παρουσιάζουν – για τη χώρα αυτή με το σοσιαλισμό και το όραμα εκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο. Φυσικά, οι προοδευτικοί άνθρωποι έχουν δύο ξεχωριστά καθήκοντα: αφ’ ενός, να αναδεικνύουν το βασικό υπεύθυνο και να καταδικάζουν την ιμπεριαλιστική επεμβατικότητα (άρα, στο θέμα αυτό, πρέπει να υποστηρίζεται η Β. Κορέα) και, αφ’ετέρου, να μελετάται το εσωτερικό της καθεστώς και να αναδεικνύεται η σχέση ή μη της κυρίαρχης ιδεολογίας και φιλοσοφίας του με το μαρξισμό-λενινισμό και το διαλεκτικό υλισμό. Στο βαθμό δε που δεν υπάρχει σχέση, δεν έχει νόημα για τους προοδευτικούς ανθρώπους να υποστηρίζουν και το εσωτερικό καθεστώς της χώρας αυτής.

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί συνέχεια της μελέτης του εσωτερικού καθεστώτος της χώρας που το parapoda έχει εγκαινιάσει. Πρόκειται για κείμενο που έχει γράψει -με απλό τρόπο, είναι η αλήθεια- ο Κιμ Γιονγκ Ιλ, ο προκάτοχος (και πατέρας) του σημερινού ηγέτη της Β. Κορέας Κιμ Γιονγκ Ιλ το 1996. Στο κείμενο αυτό, ο Κιμ Γιονγκ Ιλ αποκηρύσσει τη “συνέχεια” που οι περισσότεροι νομίζουμε ότι διέπει, σε φιλοσοφικό επίπεδο, τον κομμουνισμό με το καθεστώς εκεί. Μελετά συγκεκριμένα τη (μη) σχέση της κυρίαρχης στη Β. Κορέα φιλοσοφίας Τσιουτσέ με τον διαλεκτικό υλισμό. Παρότι αναγνωρίζει δύο κοινά θεμέλια (ότι ο κόσμος αλλάζει και ότι ο κόσμος αποτελείται από την ύλη), αποδεικνύει τη διαφορετικότητα των δύο φιλοσοφιών αυτών. “Θεμελιωδώς διαφορετική” από το μαρξισμό-λενινισμό χαρακτηρίζει τη φιλοσοφία Τσιουτσέ ο Κιμ Ιλ Σουνγκ.

Μπορεί, επίσης, κανείς να δει και άλλο κείμενο του Κιμ Γιονγκ Ιλ σχετικά με την ελάχιστη σχέση της Ιδέας Τσιουτσέ (άλλη από τη Φιλοσοφία Τσιουτσέ) με το μαρξισμό-λενινισμό, δηλ. σε πολιτικό επίπεδο. Εδώ, ακόμα, μπορεί να δει το ιστορικό της πορείας του κορεατικού, αλλά και της απομάκρυνσης του καθεστώτος από το μαρξισμό-λενινισμό, τον οποίο και απάλειψε ως έννοια από το Σύνταγμά του ήδη από το 1992.Τέλος, εδώ και εδώ, μπορεί κανείς να διαβάσει δύο άρθρα για τις πρόσφατες εξελίξεις στη χώρα.

Φυσικά, τίθεται το ζήτημα-καλοπροαίρετα ή όχι- του ότι, από τη στιγμή που το καθεστώς ξεκίνησε έχοντας κυρίαρχη ιδεολογία το μαρξισμό-λενινισμό, έγινε δυνατό να ξεφύγει, άρα, τίθεται το ζήτημα αν για την σημερινή κατάσταση της ΛΔ Κορέας αντικειμενικά ευθύνεται η αρχική κυρίαρχη ιδεολογία. Όμως, ο μαρξισμός-λενινισμός αναγνωρίζει ότι ένα πράγμα είναι δυνατό να μετατραπεί στο αντίθετό του. Και βεβαίως υπάρχουν ευθύνες, όμως αυτές είναι περισσότερο ιστορικές, υποκειμενικές, και όχι φιλοσοφικές ή πολιτικές που επιβαρύνουν συνολικά το μαρξισμό-λενινισμό. Συνεπώς, δεν είναι δεδομένο ότι ο κομμουνισμός οδηγεί (νομοτελειακά) σε καταστάσεις όπως αυτή στην οποία βρίσκεται σήμερα το εσωτερικό καθεστώς της Β. Κορέας.

Κιμ Γιονγκ Ιλ: H φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι μια πρωτότυπη επαναστατική φιλοσοφία (26/07/1996)

Πρόσφατα έγινε γνωστό ότι μερικοί κοινωνικοί μας επιστήμονες εσφαλμένα εξέφρασαν μια εκτίμηση αντίθετη με εκείνη του κόμματός μας αναφορικά με την ερμηνεία της φιλοσοφίας Τσιουτσέ, και ότι αυτή η άποψη έχει διαδοθεί και στο εξωτερικό.

Αυτοί οι κοινωνικοί επιστήμονες εξακολουθούν να προσπαθούν να εξηγούν τις βασικές αρχές της φιλοσοφίας Τσιουτσέ με βάση το γενικό νόμο ανάπτυξης του υλικού κόσμου, αντί να την εξηγούν με βάση την κατεύθυνση για αποσαφήνιση του νόμου της κοινωνικής κίνησης. Οι υπερασπιστές αυτής της άποψης λένε ότι το επιχείρημά τους στοχεύει στο να αποδείξουν ότι η φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι μια νέα ανάπτυξη του Μαρξιστικού διαλεκτικού υλισμού. Εξηγώντας και προπαγανδίζοντας τη φιλοσοφία Τσιουτσέ δεν χρειάζεται να πείθουμε τους ανθρώπους ότι η φιλοσοφία αυτή είναι μια νέα ανάπτυξη του Μαρξιστικού διαλεκτικού υλισμού. Είναι αλήθεια ότι το κόμμα μας δεν έχει μια δογματική στάση απέναντι στο Μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό, όμως τον αναλύει από τη σκοπιά της Τσιουτσέ και έχει δώσει νέες ερμηνείες σε πολλά προβλήματα. Ωστόσο, το βασικό περιεχόμενο της φιλοσοφίας Τσιουτσέ δεν συνιστά κάποια ανάπτυξη του υλισμού και της διαλεκτικής.

Η φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι μια πρωτότυπη φιλοσοφία η οποία έχει αναπτυχθεί και συστηματοποιηθεί με τις δικές της αρχές. Η ιστορική συμβολή της φιλοσοφίας Τσιουτσέ στην ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης έγκειται, όχι στο προχώρημα που έκανε στο Μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό, αλλά στη διατύπωση νέων φιλοσοφικών αρχών που έχουν επίκεντρο τον άνθρωπο.

Η Μαρξιστική φιλοσοφία θεωρούσε το ζήτημα της σχέσης μεταξύ ύλης και συνείδησης, μεταξύ είναι και σκέψης, ως το θεμελιώδες ζήτημα φιλοσοφίας, και απέδειξε την προτεραιότητα της ύλης, του είναι, και στη βάση αυτή, φώτισε το γεγονός ότι ο κόσμος αποτελείται από την ύλη και αλλάζει και αναπτύσσεται από την κίνηση της ύλης. Η φιλοσοφία Τσιουτσέ θεωρεί τη σχέση μεταξύ κόσμου και ανθρώπου, και τη θέση και το ρόλο του ανθρώπου στον κόσμο, ως το θεμελιώδες ζήτημα φιλοσοφίας, διατύπωσε τη φιλοσοφική αρχή ότι ο άνθρωπος είναι ο κύριος των πάντων και ότι αποφασίζει για τα πάντα και, στη βάση αυτή, φώτισε τον απολύτως ορθό δρόμο για τη διαμόρφωση της μοίρας του ανθρώπου. Η Μαρξιστική φιλοσοφία έθεσε ως βασικό καθήκον την αποσαφήνιση της ουσίας του υλικού κόσμου και του γενικού νόμου της κίνησής του, ενώ η φιλοσοφία Τσιουτσέ έθεσε ως το σημαντικό της καθήκον την αποσαφήνιση των ουσιωδών χαρακτηριστικών του ανθρώπου και του νόμου κοινωνικής κίνησης, της κίνησης του ανθρώπου. Επομένως, η φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι μια πρωτότυπη θεωρία η οποία είναι θεμελιωδώς διαφορετική από την προηγούμενη φιλοσοφία, αναφορικά τόσο με τους στόχους όσο και τις αρχές της. Να γιατί δεν θα πρέπει να καταλαβαίνουμε τη φιλοσοφία Τσιουτσέ ως μια φιλοσοφία που έχει αναπτύξει το διαλεκτικό υλισμό, ούτε θα πρέπει να προσπαθούμε να αποδείξουμε την πρωτοτυπία και τα πλεονεκτήματα της φιλοσοφίας Τσιουτσέ συζητώντας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για την ουσία του υλικού κόσμου και το γενικό νόμο κίνησής του που έχουν αποσαφηνιστεί από τη Μαρξιστική φιλοσοφία. Δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει τη φιλοσοφία Τσιουτσέ στο πλαίσιο της προηγούμενης φιλοσοφίας γιατί είναι μια φιλοσοφία που έχει διατυπώσει νέες φιλοσοφικές αρχές. Αν προσπαθήσει κανείς κάτι τέτοιο, όχι μόνο θα αποτύχει να αποδείξει την πρωτοτυπία της φιλοσοφίας Τσιουτσέ, αλλά θα τη συσκοτίσει και δεν θα μπορεί να κατανοήσει την ουσία της σωστά.

Έχοντας ορίσει τις ουσιαστικές ιδιότητες του ανθρώπου για πρώτη φορά στην ιστορία, η φιλοσοφία Τσιουτσέ έχει εξυψώσει τον άνθρωπο ως το ισχυρότερο και με τις καλύτερες ιδιότητες ον στον κόσμο και προώθησε μια νέα ιδέα για τον κόσμο: συγκεκριμένα, ότι ο κόσμος κυριαρχείται και μεταμορφώνεται από τον άνθρωπο.

Η νέα αντίληψη για τον κόσμο που διατύπωσε η φιλοσοφία Τσιουτσέ δεν αρνείται την αντίληψη του διαλεκτικού υλισμού για τον κόσμο. Η φιλοσοφία Τσιουτσέ θεωρεί την αντίληψη του διαλεκτικού υλισμού για τον κόσμο ως μια προϋπόθεση. Η αντίληψη της Τσιουτσέ για τον κόσμο, ότι αυτός κυριαρχείται και μεταμορφώνεται από τον άνθρωπο, δεν μπορεί να κατανοηθεί ξεχωριστά από την υλιστική διαλεκτική αντίληψη για την ουσία του αντικειμενικού υλικού κόσμου και για το γενικό νόμο της κίνησής του. Από την ιδεαλιστική άποψη ότι ο κόσμος είναι κάτι μυστήριο, δεν μπορείς να συνάγεις ότι ο άνθρωπος κυριαρχεί στον κόσμο, και από τη μεταφυσική άποψη ότι ο κόσμος είναι απαράλλαχτος, δεν μπορείς να συνάγεις ότι ο άνθρωπος μπορεί να μετασχηματίζει τον κόσμο. Η αντίληψη της Τσιουτσέ για τον κόσμο, ότι αυτός κυριαρχείται και μετασχηματίζεται από τον άνθρωπο, μπορεί να θεμελιωθεί μόνο όταν αναγνωριστεί η υλιστική διαλεκτική αντίληψη για τον κόσμο, ότι ο κόσμος αποτελείται από την ύλη και ασταμάτητα αλλάζει και αναπτύσσεται. Παρ’ ότι έχει ένα πλήθος από περιορισμούς και ανωριμότητες ο Μαρξιστικός διαλεκτικός υλισμός, οι βασικές αρχές του είναι επιστημονικές και έγκυρες. Να γιατί λέμε ότι η φιλοσοφία Τσιουτσέ θεωρεί την υλιστική διαλεκτική ως προϋπόθεσή της.

Το ότι η αντίληψη της υλιστικής διαλεκτικής για τον κόσμο είναι προϋπόθεση για τη φιλοσοφία Τσιουτσέ, δεν σημαίνει ότι φιλοσοφία Τσιουτσέ έχει απλώς κληρονομήσει και αναπτύξει τη φιλοσοφία Τσιουτσέ. Παρότι θα ήταν ανέφικτο να επιτευχθεί επιστημονική κατανόηση και μετασχηματισμός του κόσμου χωρίς τον τρόπο που κατανοεί ο διαλεκτικός υλισμός τον αντικειμενικό υλικό κόσμο, δεν μπορεί κανείς να συνάγει το συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος είναι ο κύριος του κόσμου και παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο στο μετασχηματισμό του κόσμου απλώς λόγω της πρότασης του υλισμού ότι ο κόσμος αποτελείται από ύλη και από τη διαλεκτική αρχή ότι ο κόσμος ασταμάτητα αλλάζει και αναπτύσσεται. Μόνο στη βάση της αποσαφήνισης των ουσιωδών ιδιοτήτων του ανθρώπου οι οποίες διακρίνουν τον άνθρωπο ριζικά από όλα τα άλλα υλικά όντα, είναι δυνατό να αποσαφηνιστεί η ξεχωριστή θέση του ανθρώπου και ο ρόλος του ως κύριου του κόσμου που είναι ικανός να μετασχηματίζει τον κόσμο. Μόνο στη βάση των ουσιωδών ιδιοτήτων του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος με ανεξαρτησία, δημιουργικότητα και συνείδηση, όπως επιστημονικά έχει αποσαφηνίσει η φιλοσοφία Τσιουτσέ, διατυπώθηκε η βασική αρχή ότι ο άνθρωπος είναι ο κύριος του κόσμου και παίζει τον αποφασιστικό ρόλο στο μετασχηματισμό του κόσμου. Διατυπώνοντας την αντίληψή της για την κοινωνική ιστορία, την οπτική της για την ιστορία στη βάση της φιλοσοφικής αρχής που έχει κέντρο τον άνθρωπο, η φιλοσοφία Τσιουτσέ έχει ξεπεράσει τους περιορισμούς της προηγούμενης κοινωνικοϊστορικής αντίληψης και πραγματοπίοησε μια ριζική αλλαγή στην κοινωνικοϊστορική αντίληψη και οπτική.

Η μαρξιστική φιλοσοφία διατύπωσε την κοινωνικοϊστορική άποψη του διαλεκτικού υλισμού, τον ιστορικό υλισμό, μέσω της εφαρμογής του γενικού νόμου της ανάπτυξης του υλικού κόσμου στην κοινωνική ιστορία. Φυσικά, δεν αρνούμαστε την ιστορική αξία του ιστορικού υλισμού. Ο ιστορικός υλισμός συνέβαλε σημαντικά στην ήττα της αντιδραστικής και αντεπιστημονικής κοινωνικοϊστορικής αντίληψης η οποία βασιζόταν στον ιδεαλισμό και τη μεταφυσική. Επιπροσθέτως, αφού ο άνθρωπος ζει στον αντικειμενικό υλικό κόσμο και η κοινωνία είναι αξεχώριστα συνδεδεμένη με τη φύση, ο γενικός νόμος της ανάπτυξης του υλικού κόσμου δρα στα κοινωνικά φαινόμενα. Ωστόσο, αν κανείς παραβλέψει ότι η κοινωνική κίνηση διέπεται από το δικό της νόμο, και μηχανιστικά εφαρμόσει το γενικό νόμο ανάπτυξης του υλικού κόσμου στα κοινωνικά φαινόμενα, τότε δεν μπορεί να αποφύγει να έχει μια μονόπλευρη κατανόηση της κοινωνικής ιστορίας.

Η κοινωνική κίνηση αλλάζει και αναπτύσσεται σύμφωνα με το δικό της νόμο. Η κοινωνική κίνηση είναι η κίνηση του ανθρώπου που κυριαρχεί και μετασχηματίζει τον κόσμο. Ο άνθρωπος μετασχηματίζει τη φύση για να κατακτήσει και να μετασχηματίσει τον αντικειμενικό υλικό κόσμο. Με το να μετασχηματίζει τη φύση, ο άνθρωπος δημιουργεί υλικό πλούτο και υλικές προϋποθέσεις για τη ζωή του. Ο μετασχηματισμός της φύσης και η δημιουργία υλικού πλούτου είναι η προσπάθεια για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών του ανθρώπου και αυτό το έργο μπορεί να γίνει μόνο με την κοινωνική συνεργασία των ανθρώπων. Οι άνθρωποι μετασχηματίζουν την κοινωνία για να βελτιώσουν και να τελειοποιήσουν τις σχέσεις κοινωνικής συνεργασίας. Είναι ο άνθρωπος που μετασχηματίζει τόσο τη φύση όσο και την κοινωνία. Ενώ μετασχηματίζει τη φύση και την κοινωνία, ο άνθρωπος μετασχηματίζεται και αναπτύσσεται ο ίδιος συνεχώς. Η κυριαρχία και ο μετασχηματισμός του κόσμου από τον άνθρωπο πραγματοποιούνται, στην τελική, μέσω του μετασχηματισμού της κοινωνίας και του ίδιου, και οι λαϊκές μάζες είναι η κινητήρια δύναμη αυτού του έργου. Οι λαϊκές μάζες δημιουργούν όλο τον υλικό και πολιτιστικό πλούτο της κοινωνίας και αναπτύσσουν κοινωνικές σχέσεις. Η κοινωνική κίνηση, η κινητήρια δύναμη της οποίας είναι οι λαϊκές μάζες, έχει χαρακτηριστικά τα οποία είναι διαφορετικά από εκείνα της κίνησης της φύσης. Στη φύση, η κίνηση πραγματοποιείται αυθόρμητα, μέσω της αλληλεπίδρασης των υλικών στοιχείων που υπάρχουν αντικειμενικά, ενώ η κοινωνική κίνηση προκαλείται και αναπτύσσεται από τη συνειδητή δράση και ρόλο της κινητήριας δύναμης. Επομένως, αν κανείς μηχανιστικά εφαρμόσει τους νόμους του διαλεκτικού υλισμού που εξηγούν το γενικό νόμο ανάπτυξης του υλικού κόσμου στην κοινωνική ιστορία, τότε δεν μπορεί να αποσαφηνίσει σωστά την ουσία της κοινωνίας και το νόμο της κοινωνικής κίνησης. Ο κύριος περιορισμός της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας είναι ότι απέτυχε να διατυπώσει σωστά τον ιδιαίτερο νόμο της κοινωνικής κίνησης, και εξήγησε τις αρχές της κοινωνικής κίνησης κύρια στη βάση του κοινού χαρακτηριστικού της κίνησης της φύσης και της κοινωνικής κίνησης, το οποίο έγκειται στο ότι και οι δύο είναι κινήσεις ύλης. Η μαρξιστική υλιστική αντίληψη της ιστορίας χώριζε την κοινωνία σε κοινωνικά όντα και κοινωνική συνείδηση, και απέδιδε αποφασιστική σημασία στο κοινωνικό ον: επίσης, χώριζε την κοινωνική δομή σε παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις, βάση και εποικοδόμημα, και απέδιδε την αποφασιστική σημασία στην υλική παραγωγή και τις οικονομικές σχέσεις. Αυτό σημαίνει μια απαράλλαχτη εφαρμογή της αρχής του διαλεκτικού υλισμού στην κοινωνία, την αρχή του ότι ο κόσμος αποτελείται από ύλη και αλλάζει και αναπτύσσεται σύμφωνα με το γενικό νόμο κίνησης της ύλης. Ο κόσμος, όπως τον έβλεπαν οι ιδρυτές του Μαρξισμού όταν εφάρμοζαν στην κοινωνική ιστορία το γενικό νόμο που διέπει τον υλικό κόσμο, είναι μια οντότητα, όχι μόνο αποτελούμενη από τη φύση, αλλά επίσης και από τον άνθρωπο και από την κοινωνία, που είναι υλικά όντα. Αν κανείς δει τον άνθρωπο ως τμήμα του κόσμου, ως υλική οντότητα, και όχι ως κοινωνικό ον με ανεξαρτησία, δημιουργικότητα και συνείδηση, και εφαρμόσει στην κοινωνική ιστορία το γενικό νόμο της κίνησης του υλικού κόσμου, τότε δεν θα μπορεί να αποφύγει το να βλέπει την κοινωνικο-ιστορική κίνηση ως μια διαδικασία της ιστορίας της φύσης.

Φυσικά, η κοινωνία επίσης αλλάζει και αναπτύσσεται σύμφωνα με καποιο νόμο, όχι από την ίδια τη θέληση του ανθρώπου. Όμως, η δράση του νόμου αυτού στην κοινωνία είναι θεμελιωδώς διαφορετική από αυτή του νόμου της φύσης. Στη φύση, ο νόμος δρα αυθόρμητα, ανεξαρτήτως της δραστηριότητας του ανθρώπου. Όμως, στην κοινωνία, ο νόμος αυτός δρα μέσω των ανεξάρτητων, δημιουργικών και συνειδητών δραστηριοτήτων του ανθρώπου. Μερικοί από τους νόμους της κοινωνίας διέπουν κάθε κοινωνία γενικά, ανεξαρτήτως κοινωνικού συστήματος, και κάποιοι από αυτούς τους νόμους διέπουν μια συγκεκριμένη κοινωνία. Επειδή όλοι οι κοινωνικοί νόμοι δρουν μέσω της ανθρώπινης δραστηριότητας, μπορεί να δράσουν ήπια ή οι δράσεις τους μπορεί να περιοριστούν ή να συγκρατηθούν, ανάλογα με τη δράση του ανθρώπου. Όταν λέω ότι οι κοινωνικοί νόμοι λειτουργούν μέσω της ανθρώπινης δραστηριότητας, δεν αρνούμαι τον αντικειμενικό χαρακτήρα των κοινωνικών νόμων και το πιθανό αυθόρμητο στην κοινωνική κίνηση. Αν συγκεκριμένες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες δημιουργηθούν, ένας κοινωνικός νόμος που ανταποκρίνεται σε αυτές, αναπόφευκτα λειτουργεί και, επομένως, λαμβάνει έναν αντικειμενικό χαρακτήρα, όπως ένας φυσικός νόμος. Το αυθόρμητο στην κοινωνική κίινηση οφείλεται σε ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο της ανθρώπινης ανεξαρτησίας, δημιουργίας και συνειδητότητας και στην απουσία του κοινωνικού συστήματος εκείνου στο οποίο οι άνθρωποι μπορεί να τα αναπτύσσουν αυτά πλήρως. Με την ανάπτυξη της ανθρώπινης ανεξαρτησίας, δημιουργίας και συνειδητότητας και με την εγκαθίδρυση του κοινωνικού εκείνου συστήματος το οποιο διασφαλίζει μια πλήρη ανάπτυξη αυτών των ιδιοτήτων, ο άνθρωπος θα δρα καλύτερα με την εφαρμογή αυτών των αντικειμενικών νόμων και ο βαθμός αυθορμητότητας θα μειωθεί. Η κοινωνική ανάπτυξη είναι η διαδικασία της ανάπτυξης της ανεξαρτησίας, δημιουργικότητας και συνειδητότητας των μαζών. Με την ανάπτυξη αυτών των ιδιοτήτων και με την εμφάνιση εκείνου του κοινωνικού συστήματος το οποιο είναι ικανό να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις τους, η κοινωνία θα αναπτύσσεται όλο και πιο πολύ μέσω των ηθελημένων και συνειδητών δραστηριοτήτων των λαϊκών μαζών. Αυτό σημαίνει ότι θα λειτουργεί πλήρως ο ιδιαίτερος νόμος της κοινωνικής κίνησης, που αλλάζει και αναπτύσσει, χάρη στη συνειδητή δράση και το ρόλο της κινητήριας δύναμης.

Παρότι οι ιδρυτές του Μαρξισμού θεμελίωσαν την υλιστική διαλεκτική αντίληψη της κοινωνικής ιστορίας με το να εφαρμόσουν το γενικό νόμο της ανάπτυξης του υλικού κόσμου στην κοινωνική ιστορία, οι ίδιοι συνάντησαν πολλά προβλήματα στην πρακτική κοινωνική κίνηση, προβλήματα τα οποία δεν θα μπορούσαν να επιλυθούν μόνο από το γενικό νόμο της ανάπτυξης του υλικού κόσμου. Επομένως, προσπάθησαν να ξεπεράσουν το μονόπλευρο χαρακτήρα της υλιστικής διαλεκτικής αντίληψης της κοινωνικής ιστορίας προωθώντας κάποιες θεωρίες όπως, για παράδειγμα, ότι παρότι η κοινωνική συνείδηση προκύπτει ως αντανάκλαση των υλικών και οικονομικών συνθηκών, επιδρά σε αυτές τις συνθήκες, και ότι παρότι η πολιτική καθορίζεται από την οικονομία, επιδρά στην οικονομία. Ωστόσο, η Μαρξιστική υλιστική αντίληψη της ιστορίας είναι, στην ουσία, μια αντίληψη για την κοινωνική ιστορία που θεωρεί ως κύριο παράγοντα το κοινό χαρακτηριστικό της κίνησης της φύσης και της κίνησης της κοινωνίας. Αυτή η θεωρία δεν ήταν σε θέση να αποφύγει τον περιορισμό του να ταυτίζει τη διαδικασία της κοινωνικής ανάπτυξης με εκείνη της φυσικής ιστορίας.

Η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της φιλοσοφίας Τσιουτσέ και της προηγούμενης φιλοσοφίας προκύπτει, σε τελική ανάλυση, από τη διαφορετική αντίληψη για τον άνθρωπο.

Η μαρξιστική φιλοσοφία όρισε την ουσία του ανθρώπου ως το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, όμως απέτυχε ορθά να εντοπίσει τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος. Η προηγούμενη θεωρία εξηγούσε την αρχή της κοινωνικής κίνησης κυρίως στη βάση του γενικού νόμου της ανάπτυξης του υλικού κόσμου, επειδή αποτύγχανε να διατυπώσει τις ουσιαστικές ιδιότητες του κοινωνικού ανθρώπου. Για πρώτη φορά, η φιλοσοφία Τσιουτσέ αποσαφήνισε τέλεια τις ιδιαίτερες ιδιότητες του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος.

Όπως διατυπώνεται στα κείμενα του κόμματός μας, ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ον με ανεξαρτησία, δημιουργικότητα και συνειδητότητα και κανένας δεν μπορεί να αμφιβάλλει επ’ αυτού. Ωστόσο, μερικοί κοινωνικοί επιστήμονες διατηρούν μια εσφαλμένη κατανόηση του πώς ο άνθρωπος έγινε κοινωνικό ον με αυτές τις ιδιότητες. Αναφορικά με το ζήτημα των ουσιαστικών χαρακτηριστικών του ανθρώπου, ως ζήτημα που έχει να κάνει με το επίπεδο της ανάπτυξής του ως κοινωνικού όντος, ισχυρίζονται ακόμα ότι η πηγή της ανθρώπινης ανεξαρτησίας, δημιουργικότητας και συνειδητότητας πρέπει να βρεθεί στην ποικιλία των υλικών συστατικών και τη συνθετότητα του συνδυασμού τους και της δομής τους. Αυτή είναι, στην πραγματικότητα, μια αντίληψη που βλέπει τις ουσιαστικές ιδιότητες του ανθρώπου ως μια επέκταση των φυσικών και βιολογικών ιδιοτήτων του, ως ανάπτυξη και απόληξή τους. Όταν μιλάμε για τον άνθρωπο ως οργανισμό, κάποιος θα μπορούσε να τον σκεφτεί συγκρίνοντάς τον με άλλους οργανισμούς, ή να συζητά τα χαρακτηριστικά των βιολογικών του συστατικών και το συνδυασμό και τη δομή τους. Ωστόσο, ο άνθρωπος που μελετάται από τη φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι όχι μόνο ένας υψηλά αναπτυγμένος οργανισμός, αλλά ζει και εργάζεται επίσης με ανεξαρτησία, δημιουργικότητα και συνειδητότητα που άλλα πλάσματα δεν έχουν αποκτήσει. Η πηγή των ουσιαστικών ιδιοτήτων του ανθρώπου πρέπει να αναζητηθεί όχι στην ανάπτυξη αυτών των πτυχών του που είναι ίδιες με αυτές άλλων υλικών όντων, αλλά στα χαρακτηριστικά που υπάρχουν μόνο σε αυτόν. Ο άνθρωπος έχει αποκτήσει ανεξαρτησία, δημιουργικότητα και συνειδητότητα, γιατί είναι ένα κοινωνικό ον που σχηματίζει την κοινωνική συλλογικότητα και ζει και εργάζεται σε μια συνεργατική σχέση. Αυτές οι ιδιότητες του ανθρώπου είναι κοινωνικά γνωρίσματα τα οποία έχουν σχηματιστεί και αναπτυχθεί κατά την κοινωνικο-ιστορική διαδικασία, με την εργασία του μέσα σε μια κοινωνική σχέση. Φυσικά, αυτές τις ιδιότητες δεν θα μπορούσαμε καν να τις αντιληφθούμε χωρίς το υψηλά αναπτυγμένο οργανικό σώμα του. Από την άποψη του υψηλά αναπτυγμένου οργανικού σώματός του, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο άνθρωπος είναι το ανώτερο προϊόν εξέλιξης και το πιο ανεπτυγμένο υλικό ον. Ωστόσο, αν ο άνθρωπος δεν είχε διαμορφώσει μια κοινωνική συλλογικότητα και δεν είχε ζήσει και εργαστεί μέσα σε κοινωνικές σχέσεις, δεν θα μπορούσε να έχει αναπτυχθεί ως ένα ανεξάρτητο, δημιουργικό και συνειδητό ον, ανεξαρτήτως του πόσο αναπτυγμένο μπορεί το οργανικό σώμα του να είναι. Χωρίς τη φυσική ζωή, ο άνθρωπος δεν μπορεί να έχει κοινωνική και πολιτική οντότητα. Ωστόσο, δεν είναι η φυσική ζωή του ανθρώπου αυτή που γεννά την κοινωνική και πολιτική του οντότητα. Αντίστοιχα, χωρίς το ανεπτυγμένο οργανικό σώμα του, η ανεξαρτησία, δημιουργικότητα και συνειδητότητά του θα ήταν αδιανόητη, όμως τα ίδια τα βιολογικά του χαρακτηριστικά δεν είναι αυτά που παράγουν τα κοινωνικά του γνωρίσματα. Τα κοινωνικά γνωρίσματα του ανθρώπου μπορούν να διαμορφωθούν και να αναπτυχθούν μόνο μέσα από τη διαδικασία εμφάνισης και ανάπτυξής του ως κοινωνικού όντος, με άλλα λόγια, μέσα από τη διαδικασία της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνικής του δραστηριότητας και των κοινωνικών του σχέσεων. Η ιστορία της κοινωνικής ανάπτυξης είναι η ιστορία ανάπτυξης της ανεξαρτησίας, δημιουργικότητας και συνειδητότητας του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι η ανεξαρτησία, η δημιουργία και η συνειδητότητα του ανθρώπου είναι κοινωνικά γνωρίσματα, τα οποία διαμορφώνονται και αναπτύσσονται κοινωνικά και ιστορικά. Επομένως, η φιλοσοφική θεώρηση του ανθρώπου θα πρέπει να ξεκινά από το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ον.

Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι κοινωνικοί επιστήμονές μας μιλούν για τα υλικά συστατικά και το συνδυασμό και τη δομή τους, και τα σχετίζουν με τις ουσιαστικές ιδιότητες του ανθρώπου, ισχυριζόμενοι ότι οι βιολογικοί παράγοντες συνιστούν το κύριο περιεχόμενο της φιλοσοφίας Τσιουτσέ. Ο ισχυρισμός τους είναι μια παρέκκλιση η οποία εξηγεί τη φιλοσοφία Τσιουτσέ μέσα στο πλαίσιο του Μαρξιστικού διαλεκτικού υλισμού. Αυτό είναι μόνο μια προσπάθεια να δικαιολογήσουν την εσφαλμένη εξελικτική αντίληψη, η οποία θεωρεί τις ουσιαστικές ιδιότητες του ανθρώπου ως ανάπτυξη και απόληξη βιολογικών γνωρισμάτων.

Αναφορικά με τις ουσιαστικές ιδιότητες του ανθρώπου, είναι σημαντικό να έχουμε μια ορθή κατανόηση για το κοινωνικό ον. Οι ιδρυτές του Μαρξισμού, ενώ έθεταν το ζήτημα της ουσίας του ανθρώπου στις κοινωνικές σχέσεις, χρησιμοποιούσαν την φράση “κοινωνικό ον” ως μια έννοια που σημαίνει υλικές συνθήκες και οικονομικές σχέσεις της κοινωνικής ζωής που υπάρχουν αντικειμενικά και αντανακλώνται στην κοινωνική συνείδηση. Αφού θεωρούσαν τον άνθρωπο ως ένα συστατικό των παραγωγικών δυνάμεων, ως το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, η φράση “κοινωνικό ον” που χρησιμοποιούσαν υπονοούσε και τον άνθρωπο επίσης. Ωστόσο, δεν τη χρησιμοποιούσαν ως έναν όρο που έχει την ιδιαίτερη έννοια που ορίζει τις ουσιαστικές ιδιότητες του ανθρώπου. Συστηματοποιώντας τη φιλοσοφία Τσιουτσέ, εμείς χρησιμοποιήσαμε τον όρο “κοινωνικό ον” ως έναν όρο που έχει την ιδιαίτερη έννοια που ορίζει τις ουσιαστικές ιδιότητες του ανθρώπου.

Στη θεωρία της φιλοσοφίας Τσιουτσέ ο άνθρωπος είναι το μόνο κοινωνικό ον στον κόσμο. Κάποιοι κοινωνικοί επιστήμονες, ωστόσο, επιμένουν ακόμα ότι ο κοινωνικός πλούτος και οι κοινωνικές σχέσεις θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνονται στον όρο “κοινωνικό ον”, συσκοτίζοντας έτσι τη διαφορά μεταξύ ανθρώπου και κοινωνικού πλούτου και κοινωνικών σχέσεων. Ο κοινωνικός πλούτος και οι κοινωνικές σχέσεις δημιουργούνται και αναπτύσσονται από τον άνθρωπο. Επομένως, δεν μπορούν να περιλαμβάνονται στην έννοια που ορίζει τις ουσιαστικές ιδιότητες του ανθρώπου. Στη Μαρξιστική φιλοσοφία, η φράση “κοινωνικό ον”, φυσικά, μπορεί να χρησιμοποιείται όπως οι ιδρυτές του Μαρξισμού εννοούσαν. Όμως, αν εμείς, όταν μιλάμε για τη φιλοσοφία Τσιουτσέ, κατανοήσουμε τον όρο “κοινωνικό ον” με τη συμβατική του έννοια, τότε θα συσκοτίσουμε την κατανόηση των ουσιστικών ιδιοτήτων του ανθρώπου. Η φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι μια νέα φιλοσοφία, η οποία έχει το δικό της σύστημα και περιεχόμενο, επομένως, οι κατηγορίες της δεν θα πρέπει να εννοούνται με τη συμβατική ερμηνεία.

Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους αυτοί οι κοινωνικοί επιστήμονες παρεξέκλιναν στην εξήγηση και διάδοση της φιλοσοφίας Τσιουτσέ είναι επειδή δεν έχουν μελετήσει τα φιλοσοφικά προβλήματα από την άποψη των απαιτήσεων της επαναστατικής πράξης.

Η θεωρία πρέπει να βασίζεται και να υπηρετεί την πράξη. Μια θεωρία αποσπασμένη από την πράξη δεν μπορεί ορθά να αναδείξει την αλήθεια και είναι άχρηστη. Ο μεγάλος ηγέτης Κιμ Ιλ Σουνγκ πάντοτε μελετούσε τα φιλοσοφικά προβλήματα εκκινούμενος από τις απαιτήσεις της επαναστατικής πράξης, και ανάπτυξε τη φιλοσοφία Τσιουτσέ στην προσπάθεια να δώσει επιστημονικές απαντήσεις σε φλέγοντα ιδεολογικά και θεωρητικά προβλήματα που προέκυπταν στην επαναστατική πράξη. Το κόμμα μας γενίκευσε τις πλούσιες και βαθιές εμπειρίες της επαναστατικής πράξης, συστηματοποίησε τη φιλοσοφία Τσιουτσέ με ένα συνεκτικό τρόπο και την ανέπτυξε σε βάθος.

Η επαναστατική πράξη είναι ένας αγώνας για την επίτευξη της ανεξαρτησίας για τις λαϊκές μάζες, και είναι οι μάζες που διεξάγουν αυτό τον αγώνα. Επομένως, είναι σημαντικό στη μελέτη της φιλοσοφίας να αντανακλώνται σωστά τα αιτήματα και οι φιλοδοξίες των λαϊκών μαζών, να αναπτύσσουμε τη θεωρία γενικεύοντας τις εμπειρίες αγώνα τους και να την κάνουμε τη θεωρία των ίδιων των λαϊκών μαζών. Στην εκμεταλλευτική κοινωνία, η αντιδραστική άρχουσα τάξη χρησιμοποιεί τη φιλοσοφία για να υπερασπίζεται και να κάνει να φαίνεται ορθολογικό το αντιδραστικό καθεστώς της, με το να προσπαθεί να την κάνει μονοπώλιο των φιλόσοφων εκείνων που δρουν ως εκπρόσωποι των συμφερόντων τους. Θεωρούν τις λαϊκές μάζες αμόρφωτους ανθρώπους που δεν έχουν καμία σχέση με τη φιλοσοφία. Έχοντας την άποψη και την αντίληψη ότι οι λαϊκές μάζες είναι οι κύριοι των πάντων και σοφότατοι άνθρωποι, το Κόμμα μας έχει εκπονήσει τη φιλοσοφία Τσιουτσέ, αντανακλώντας τα αιτήματα και τις φιλοδοξίες τους και, γενικεύοντας τις εμπειρίες αγώνα τους, την ανάπτυξε περαιτέρω σε βάθος και την έκανε όπλο στην πάλη τους. Αυτός είναι ο λόγος που η φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι μια απόλυτη αλήθεια που ανταποκρίνεται στην επιθυμία και φιλοδοξία των ανθρώπων για ανεξαρτησία και μια λαϊκή φιλοσοφία την οποία οι μάζες εύκολα κατανοούν και τη θεωρούν ως όπλο τους για την πάλη. Ωστόσο, μερικοί από τους κοινωνικούς επιστήμονές μας μιλούν για τα ζητήματα τα οποια έχουν λίγη πρακτική σημασία αναφορικά με το φώτισμα του δρόμου για τον καθορισμό από τις λαϊκές μάζες της μοίρας τους. Εμείς μελετούμε τη φιλοσοφία ουσιαστικά με σκοπό να αποσαφηνίσουμε τις αρχές και τη μεθοδολογία με τις οποίες θα αναπτύξουμε την κοινωνία και θα καθορίσουμε τη μοίρα των λαϊκών μαζών. Η ανάπτυξη της κοινωνίας καθοδηγείται από την πολιτική και δεν είναι παρά η φιλοσοφία Τσιουτσέ αυτή που διατυπώνει τις βασικές αρχές της πολιτικής που οδηγεί την κοινωνική ανάπτυξη στον πιο εύκολο δρόμο. Από αυτή την άποψη, η φιλοσοφία Τσιουτσέ μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτική φιλοσοφία.

Μερικοί κοινωνικοί επιστήμονες ισχυρίζονται ότι ερμηνεύουν τη φιλοσοφία Τσιουτσέ ως μια φιλοσοφία που έχει αναπτύξει το διαλεκτικό υλισμό του Μαρξισμού προκειμένου να παρουσιάσουν την ιδέα Τσιουτσέ με τρόπο τέτοιο ώστε να ταιριάζει με τα χαρακτηριστικά του κόσμου στο εξωτερικό. Πρέπει να κατανοούμε ξεκάθαρα τη φιλοσοφία Τσιουτσέ ως μια νέα επαναστατική φιλοσοφία, όχι ως μια απλή ανάπτυξη της προηγούμενης φιλοσοφίας. Είναι λάθος να εξηγούμε τη φιλοσοφία Τσιουτσέ εντός του πλαισίου της προηγούμενης φιλοσοφίας, με τον ισχυρισμό ότι αυτή παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να ταιριάζει με τα χαρακτηριστικά του κόσμου στο εξωτερικό, ή να διαδίδουμε τη φιλοσοφία Τσιουτσέ με ιδέες οι οποίες δεν συμφωνούν με τη θεμελιώδη αρχή της φιλοσοφίας Τσιουτσέ. Επιπροσθέτως, γιατί θα πρέπει να μιλάμε για ζητήματα που δεν έχουν πολιτική σημασία και σχεδόν καμία θεωρητική και πρακτική σημασία, να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις απαιτήσεις της πραγματικότητας στη διεθνή αρένα, όταν διεθνώς έχουμε πολλά θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα τα οποία επιτακτικά χρειάζονται σωστές απαντήσεις στη βάση των αρχών της φιλοσοφίας Τσιουτσέ; Παρουσιάζοντας την ιδέα Τσιουτσέ στον έξω κόσμο, πρέπει να εξηγούμε σωστά σε σχέση με τα τρέχοντα προβλήματα ότι η φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι μια εντελώς πρωτότυπη φιλοσοφία και μια νέα επαναστατική φιλοσοφία. Πρέπει να ξεφορτωθούμε μια τέτοια παρέκκλιση όχι μόνο στη διάδοσή της στο εξωτερικό, αλλά επίσης και στην έρευνα, τη μελέτη και την εκπαίδευση στη φιλοσοφία Τσιουτσέ. Η φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι μια επαναστατική φιλοσοφία και πολιτική φιλοσοφία του κόμματός μας η οποία φωτίζει τη φιλοσοφική βάση της ιδέας Τσιουτσέ και τις θεμελιώδεις αρχές της επανάστασης. Το πώς προσεγγίζουμε τη φιλοσοφία Τσιουτσέ σχεδόν δεν αφορά φιλοσοφικές θεωρίες, αλλά σχετίζεται με την αντίληψη και τη στάση έναντι της ιδεολογίας του Κόμματος. Πρέπει να αποδεχτούμε την ιδεολογία του κόμματος ως την απόλυτη αλήθεια, να την υπερασπίσουμε αποφασιστικά και να τη διατηρήσουμε με επαναστατική πεποίθηση, και επομένως, να κατανοήσουμε, να ερμηνεύσουμε, και να διαδώσουμε τη φιλοσοφία Τσιουτσέ σωστά. Πρέπει να νιώθουμε πολλή περηφάνεια και εμπιστοσύνη για το ότι έχουμε μια τέτοια μεγάλη πολιτική φιλοσοφία όπως τη φιλοσοφία Τσιουτσέ, να κατανοούμε βαθιά τις αρχές της και να τις εφαρμόζουμε πλήρως στις πρακτικές δραστηριότητες της επανάστασης και της οικοδόμησης. Πρέπει να αναλύουμε και να κρίνουμε όλα τα κοινωνικά φαινόμενα βαθιά, στη βάση των αρχών της φιλοσοφίας Τσιουτσέ, και δυναμικά να επιταχύνουμε την επανάσταση και την οικοδόμηση με το να συσπειρώσουμε τις λαϊκές μάζες γερά γύρω από το Κόμμα και να τελειοποιήσουμε το ρόλο της κινητήριας δύναμης όπως η φιλοσοφία Τσιουτσέ απαιτεί.

Οι επιστήμονες μας και ο λαός πρέπει να μελετούν και να ακολουθούν τη φιλοσοφία Τσιουτσέ, όμως πρέπει επίσης να γνωρίζουμε τις φιλοσοφικές ιδέες του Μαρξισμού-Λενινισμού. Οι κοινωνικοί επιστήμονες, ειδικότερα, πρέπει να είναι καλά εξοικειωμένοι με την προηγούμενη φιλοσοφία. Μελετώντας την προηγούμενη φιλοσοφία, είναι σημαντικό να διακρίνουμε τους περιορισμούς και τα ανώριμα στοιχεία της, μαζί με τις προοδευτικές και θετικές πτυχές της. Μόνο όταν γνωρίζουμε σωστά όχι μόνο τα ιστορικά επιτεύγματά της αλλά και τους περιορισμούς της περιόδου και την ιδεολογικο-θεωρητική της ανωριμότητα, μπορούμε να αποτρέψουμε παρεκκλίσεις δογματικής στάσης έναντι των προγενέστερων θεωριών, και να αποκτήσουμε μια βαθιά κατανόηση της πρωτοτυπίας και της ανωτερότητας της φιλοσοφίας Τσιουτσέ. Οι κοινωνικοί επιστήμονες πρέπει να μελετούν και να κατέχουν τη φιλοσοφία Τσιουτσέ και, στη βάση και υπό το φως των αρχών της, να δίνουν πολύ προσοχή στο να βλέπουν ξεκάθαρα τους περιορισμούς και την ανωριμότητα της προηγούμενης φιλοσοφίας, μαζί με τα θετικά της.

Επιπρόσθετως, θα πρέπει αυστηρά να φυλασσόμαστε έναντι όλων των ετερογενών τάσεων φιλοσοφίας που είναι αντίθετες στη φιλοσοφία Τσιουτσέ και να διασφαλίσουμε την καθαρότητα της φιλοσοφίας Τσιουτσέ. Η φιλοσοφία Τσιουτσέ είναι η πιο επωφελής και βιώσιμη φιλοσοφία, η οποία αντανακλά τις απαιτήσεις της επαναστατικής πράξης, και της οποίας η αλήθεια και η εγκυρότητα αποδεικνύεται από την επαναστατική πράξη. Το γεγονός ότι η φιλοσοφία Τσιουτσέ συγκεντρώνει όλο και πιο πολύ προσοχή στη διεθνή αρένα και οι οπαδοί της ιδέας Τσιουτσέ αυξάνονται αριθμητικά, ξεκάθαρα αποδεικνύει ότι η φιλοσοφία Τσιουτσέ δίνει απολύτως σωστές απαντήσεις στα ζητήματα της επαναστατικής πράξης. Οι κοινωνικοί επιστήμονές μας πρέπει να είναι ακλόνητα πεπεισμένοι για την επιστημονική ακρίβεια, αλήθεια, πρωτοτυπία και ανωτερότητα της φιλοσοφίας Τσιουτσέ και να αναλύουν και να κρίνουν όλες τις φιλοσοφικές θεωρίες με τη φιλοσοφία Τσιουτσέ ως οδηγό, εμποδίζοντας έτσι την παρείσφρυση οποιασδήποτε ετερογενούς φιλοσοφικής τάσης στη φιλοσοφία Τσιουτσέ. Όλοι οι κοινωνικοί επιστήμονες πρέπει να μελετούν τη φιλοσοφία Τσιουτσέ σε βάθος και να την ευρύνουν και να τη διαδίδουν, όπως θέλει και το κόμμα, και, πράττοντας έτσι, να αναδεικνύυουν το μεγαλείο της και να την καθιστούν περαιτέρω ελκυστική.

Το κείμενο στα αγγλικά: www.korea-dpr.info/lib/108.pdf

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΣΣΔ: ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΣ ΥΛΙΣΜΟΣ (1953) – ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Διαλεκτικός Υλισμός

Κεφάλαιο πρώτο

Ο ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΣ ΥΛΙΣΜΟΣ ΣΑΝ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΑ

1.Ο διαλεκτικός υλισμός είναι η μοναδική επιστημονική επαναστατική κοσμοθεωρία

Μαρξισμός είναι η επιστήμη των νόμων της εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας, η επιστήμη της επανάστασης των καταπιεζομένων και εκμεταλλευομένων μαζών, η επιστήμη της νίκης του σοσιαλισμού σ’ όλες τις χώρες, η επιστήμη της ανοικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Μαρξισμός είναι η αδιάρηχτη ενότητα τριών συστατικών μερών: του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, της πολιτικής οικονομίας και του επιστημονικού σοσιαλισμού.

Διαλεκτικός υλισμός είναι η φιλοσοφία του μαρξισμού, το θεωρητικό θεμέλιο του επιστημονικού κομμουνισμού, η κοσμοθεωρία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο διαλεκτικός υλισμός είναι αδιάλλακτος εχθρός κάθε είδους αστικής ιδεολογίας.

Για να κατανοήσουμε καθαρά την ουσία της μαρξιστικής φιλοσοφίας, τη ριζική της διαφορά απ’ όλες τις προηγούμενες, μαζί και τις προοδευτικές, φιλοσοφικές διδασκαλίες, είναι απαραίτητο προπαντός ν’ απαντήσουμε στα ακόλουθα ερωτήματα: Τι είναι φιλοσοφία; Τι είναι διαλεκτική; Τι είναι υλισμός;

Φιλοσοφία είναι μια από τις μορφές της κοινωνικής συνείδησης. Η φιλοσοφία είναι κοσμοθεωρία, δηλ. το σύνολο των απόψεων, των αντιλήψεων για τον κόσμο συνολικά και τους νόμους του. Κάθε κοινωνική τάξη έχει τη δική της κοσμοθεωρία, επιζητεί να σχηματίσει μια γενική εικόνα του κόσμου, να αγκαλιάσει με μια ματιά όλη την ποικιλομορφία των φαινομένων της φύσης και της ανθρώπινης ιστορίας.

Οι σύγχρονοι αστοί επιστήμονες και φιλόσοφοι, το ίδιο όπως και οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι του μεσαίωνα, ισχυρίζονται ότι μια επιστημονική κοσμοθεωρία, δηλ. μια κοσμοθεωρία βασισμένη στα δεδομένα της επιστήμης και της πράξης, είναι κάτι το αδύνατο. Μοναδικά δυνατή κοσμοθεωρία, κατά την άποψη αυτών των επιστημόνων και φιλοσόφων, είναι η θρησκεία. Έτσι, λόγου χάρη, οι σύγχρονοι δρώντες ιδεαλιστές στις ΗΠΑ, στην Αγγλία και στις άλλες αστικές χώρες ισχυρίζονται ότι φιλοσοφία «είναι η πίστη του σκεπτόμενου ανθρώπου». Κατά τη γνώμη τους η φιλοσοφία, κι αν ακόμα περιέχει κάποιες γνώσεις, αυτές είναι απλώς γνώση «του νοήματος και των ορίων της γνώσης». Οι ιδεαλιστές απαιτούν από τη φιλοσοφία να υπηρετεί «τηνάμεση επικοινωνία με τη θεότητα». Μια τέτοια άρνηση της επιστημονικότητας της κοσμοθεωρίας έχει για σκοπό να μετατρέψει τη φιλοσοφία σε υπηρέτρια της θρησκείας.

Η άρνηση της δυνατότητας μιας επιστημονικής κοσμοθεωρίας αποτελεί μια από τις εκδηλώσεις του θρησκευτικού σκοταδισμού, που κηρύχνει η σύγχρονη ιμπεριαλιστική κεφαλαιοκρατία.

Επίσης πολλοί ηγέτες των δεξιών σοσιαλιστών, ακολουθώντας πιστά τους αστούς φιλόσοφους, αποκρούουν τη δυνατότητα επιστημονικής κοσμοθεωρίας. Οι ηγέτες αυτοί δηλώνουν ΄ότι «κάθε κοσμοθεωρία είναι και πρέπει να είναι κάτι το υποθετικό». Οι δεξιοί σοσιαλιστές αρνούνται το αντικειμενικό περιεχόμενο και την κοινωνική σημασία της φιλοσοφίας, και διαβεβαιώνουν ότι «κάθε άνθρωπος έχει» τάχα «τη δική του κοσμοθεωρία» και ότι γι’ αυτό το λόγο η κοσμοθεωρία δεν αποτελεί τάχα παράγοντα «ομαδικής συσπείρωσης». Από δω βγάζουν το συμπέρασμα πως το κόμμα της εργατικής τάξης δεν έχει ανάγκη από κοσμοθεωρία: η φιλοσοφία, λένε, αποτελεί αποκλειστικά ιδιωτική, προσωπική υπόθεση.

Αρνούμενοι τη δυνατότητα επιστημονικής κοσμοθεωρίας, οι αστοί φιλόσοφοι προσπαθούν να αφοπλίσουν ιδεολογικά το προλεταριάτο, να σπρώξουν το εργατικό κίνημα στο δρόμο της στοιχειακής περιπλάνησης, να υπονομεύσουν την οργανώτρα και μετασχηματιστική επίδραση της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, της κοσμοθεωρίας που συσπειρώνει τις εργατικές μάζες στον αγώνα κατά του καπιταλισμού, για το σοσιαλισμό.

Η δημιουργία και η ανάπτυξη της μοναδικά επιστημονικής κοσμοθεωρίας, του διαλεκτικού υλισμού, η δημιουργική εφαρμογή και η διάδοσή του, η αδιάκοπη πάλη εναντίον της αντιεπιστημονικής κοσμοθεωρίας των εκμεταλλευτριών τάξεων- αποτελούν μεγάλη υπηρεσία του προλεταριακού, του κομμουνιστικού κόμματος και των αρχηγών του Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν.

Ο διαλεκτικός υλισμός αποτελεί το θεωρητικό, το επιστημονικό βάθρο του προγράμματος των κομμουνιστικών κομμάτων, της στρατηγικής και της τακτικής τους.

Οι μεγάλες νίκες, που κατήγαγε ο σοβιετικός λαός στην ανοικοδόμηση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, εξηγούνται με το ότι το σοβιετικό λαό τον καθοδηγεί το Κομμουνιστικό Κόμμα που έχει επιστημονικό πρόγραμμα, επιστημονική κοσμοθεωρία-το διαλεκτικό υλισμό.

Ο σοβιετικός λαός, οι εργαζόμενοι των χωρών της λαϊκής δημοκρατίας, οι προοδευτικές δυνάμεις όλων των χωρών βρίσκουν στο διαλεκτικό υλισμό τη θεωρητική θεμελίωση των επαναστατικών μεθόδων και μορφών της πάλης κατά του καπιταλισμού, της πάλης για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.

Το αντικείμενο του διαλεκτικού υλισμού

Ο διαλεκτικός υλισμός μελετάει τους πιο γενικούς (που δρουν παντού και πάντα) αντικειμενικούς νόμους της αλλαγής και της εξέλιξης της φύσης, της κοινωνίας, της γνώσης και δίνει υλιστική ερμηνεία στα φαινόμενα του αντικειμενικού κόσμου. Οι γενικοί αυτοί νόμοι υπάρχουν αντικειμενικά, δηλ ανεξάρτητα από τη θέληση και τη συνείδηση των ανθρώπων: συνδέονται αδιάρρηκτα με τους ειδικούς νόμους που ενυπάρχουν στις διάφορες μορφές κίνησης της ύλης. Οι ειδικοί νόμοι (λόγου χάρη, οι νόμοι της μηχανικής κίνησης της ύλης, οι νόμοι της ανταλλαγής των λευκωματωδών ουσιών κτλ) αποτελούν ιδιόμορφη εκδήλωση των γενικών νόμων της κίνησης, της αλλαγής, της εξέλιξης της ύλης. Οι νόμοι της κοινωνικής ζωής, λόγου χάρη, είναι ποιοτικά διαφορετικοί από τους νόμους της φύσης. Ωστόσο και οι πρώτοι και οι δεύτεροι νόμοι συνιστούν ειδικές μορφές εκδήλωσης των ίδιων γενικών αντικειμενικών διαλεκτικών νομοτελειών.

Ο διαλεκτικός υλισμός δε χωρίζεται με τείχος από τις επιμέρους επιστήμες της φύσης και της κοινωνίας, δεν τις υποκαθιστά, αλλά, αντίθετα, αποτελεί την επιστημονική γενίκευση των αποτελεσμάτων στα οποία έχουν φτάσει όλοι οιάλλοι κλάδοι των γνώσεων. Αυτό είναι κείνο που καθορίζει τη σχέση ανάμεσα στο διαλεκτικό υλισμό και τις επιμέρους επιστήμες, που μελετούν τη φύση, την κοινωνία και τη συνείδηση.

Οι διάφορες επιστήμες ερευνούν τις συγκεκριμένες μορφές κίνησης της ύλης, τις ποιοτικές ιδιομορφίες, τις ιδιότητες των φαινομένων της φύσης και της κοινωνίας. Έτσι η μηχανική μελετά τη μετατόπιση των σωμάτων στο χώρο και το χρόνο. Αντίστοιχα με την ποικιλομορφία της μηχανικής κίνησης και την ποιοτική ιδιομορφία της μετατόπισης των διαφόρων σωματιδίων της ύλης η μηχανική σαν επιστήμη διαιρείται σε μηχανική των στερεών, των υγρών, των αερίων κτλ..

Το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλη επιστήμη. Έτσι, η βοτανική μελετά τη ζωή των φυτών, τη δομή τους, τη ζωική λειτουργία τους κτλ. Αντίστοιχα μ’ αυτό η βοτανική διαιρείται στη μορφολογία, που ερευνά την εξωτερική μορφή των φυτών, στη συστηματική, που ταξινομεί τα φυτά και περιγράφει τα διάφορα είδη τους, στην ανατομία, που αντικείμενό της είναι η μικροσκοπική δομή των ιστών και των οργάνων των φυτών, στη φυσιολογία, που μελετά τα ζωικά προτσές των φυτών, στην επιστήμη της επιλογής, που ερευνά τους τρόπους σχηματισμού νέων φυτικών μορφών κτλ. Συνάμα η βοτανική αποτελεί μέρος μιας πιο γενικής επιστήμης, της βιολογίας, που αντικείμενό της είναι οι νομοτέλειες όλων των ζωντανών σωμάτων.

Είναι φυσικό ότι κάθε επιστήμη, ακόμα και κάθε χωριστός επιστημονικός κλάδος απομονώνουν ως ένα ορισμένο βαθμό το αντικείμενο μελέτης τους από το αντικείμενο των άλλων επιστημών και επιστημονικών κλάδων. Η βιολογία δεν ασχολείται με τη μελέτη της φυσικής κατάστασης των σωμάτων, δηλ της στερεάς, της υγρής και της αέριας κατάστασης, και η πολιτική οικονομία δεν ερευνά τις ιδιότητες των εμπορευμάτων από την πλευρά που τα μελετά η εμπορευματολογία. Ταυτόχρονα όμως οι επιστήμες και οι χωριστοί κλάδοι που τις αποτελούν δεν μπορούν καθόλου να αποσπώνται, να απομονώνονται ο ένας από τον άλλο, γιατί οι διάφορες μορφές κίνησης της ύλης, οι διάφορες ποιοτικές ιδιομορφίες, ιδιότητες, καταστάσεις, που είναι αντικείμενα του κάθε χωριστού επιστημονικού κλάδου, στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν απομονωμένες η μια από την άλλη, συνδέονται μεταξύ τους, αλληλοκαθορίζονται, περνάν η μια στην άλλη. Συνεπώς, και οι επιστημονικοί κλάδοι, που ερευνούν αυτές τις μορφές κίνησης της ύλης, πρέπει να συνδέονται μεταξύ τους. Έτσι, η σύγχρονη βιολογία στηρίζεται στη χημεία και στη φυσική.

Τι είναι όμως εκείνο που δίνει στον επιστήμονα οποιασδήποτε ειδικότητας τη δυνατότητα να εισδύει βαθιά στην ουσία των φαινομένων που μελετά, τι είναι εκείνο που του επιτρέπει να συνδέεται με άλλους επιστημονικούς κλάδους και να αντλεί απ’ αυτούς τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για τον τομέα της επιστήμης, με τον οποίο ασχολείται;

Εκείνο που του δίνει αυτή τη δυνατότητα είναι η επιστημονική κοσμοθεωρία- η μαρξιστική διαλεκτική μέθοδος και ο μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός- που μας εξοπλίζει με τον επιστημονικό τρόπο εξέτασης των φαινομένων της φύσης και με τον επιστημονικό τρόπο ερμηνείας και κατανόησής τους. Μελετώντας το διαλεκτικό υλισμό, γνωρίζουμε τον κόσμο στο σύνολό του, και αυτό ακριβώς είναι εκείνο που μας προσανατολίζει στην κατανόηση του κάθε επιμέρους φαινομένου της φύσης και της κοινωνίας, συνεπώς, και της κάθε επιμέρους επιστήμης. Έτσι, αντικείμενο του διαλεκτικού υλισμού είναι οι πιο γενικοί νόμοι της κίνησης, της αλλαγής και της εξέλιξης της φύσης, της κοινωνίας και της γνώσης, νόμοι που η μελέτη τους μας δίνει μιαν αρμονική επιστημονική εικόνα του κόσμου.

Η γέννηση του διαλεκτικού υλισμού αποτελεί επανάσταση στη φιλοσοφία

Με τη γέννηση του διαλεκτικού υλισμούάλλαξε κατ’ αρχήν ο κοινωνικός ρόλος της φιλοσοφίας, το αντικείμενό της, η μέθοδος και η θεωρία της. Ο διαλεκτικός υλισμός διαφέρει ποιοτικά απ’ όλη την παλιά φιλοσοφία.

Ο διαλεκτικός υλισμός είναι η κοσμοθεωρία του Κομμουνιστικού Κόμματος, η οποία θεμελιώνει θεωρητικά την επαναστατική πάλη της εργατικής τάξης για τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτό καθορίζει το νέο κοινωνικό ρόλο της μαρξιστικής- λενινιστικής φιλοσοφίας.

Ο Μαρξ, αντιπαραθέτοντας τη φιλοσοφία του προς όλες τις προηγούμενες φιλοσοφικές διδασκαλίες, έλεγε: «Οι φιλόσοφοι εξηγούσαν μονάχα με διάφορους τρόπους τον κόσμο το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε» (Κ.Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τομ 2, 1952, σελ. 385). Η θέση αυτή του Μαρξ δείχνει ότι η προμαρξιστική φιλοσοφία των κυρίαρχων τάξεων δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι η θεωρητική θεμελίωση της επαναστατικής αλλαγής του κόσμου, δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι το όπλο των επαναστατικών μαζών στον αγώνα τους εναντίον της κοινωνικής καταπίεσης. Το σπουδαιότερο καθήκον της φιλοσοφίας των εκμεταλλευτριών τάξεων, η οποία απέβλεπε στη συνδιαλλαγή των μαζών με την υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων, δεν ήτα η θεμελίωση της επαναστατικής αλλαγής του υπάρχοντος εκμεταλλευτικού καθεστώτος, αλλά η δικαιολόγησή του. Γι’ αυτό και οι φιλόσοφοι κήρυχναν ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι «υπεράνω» των πρακτικών, φθαρτών, εφήμερων συμφερόντων, ότι πρέπει να ενδιαφέρεται μόνο για το αιώνιο, για το απόλυτο κτλ. Οι φιλόσοφοι υποστήριζαν ότι οι πρακτικοί σκοποί που επιδιώκει ο άνθρωπος στην καθημερινή ζωή του είναι μηδαμινοί, ασήμαντοι, «πεπερασμένοι» και ότι ηφιλοσοφία πρέπει να μην ασχολείται μ’ αυτούς.

Ένα τέτοιο φιλοσοφικό κήρυγμα, που απομάκρυνε τον ΄άνθρωπο από τον αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον, δεν διέφερε και πολύ από τις θρησκευτικές διδασκαλίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μπορεί να αποτελέσει ο ισχυρισμός του γερμανού ιδεαλιστή φιλοσόφου του 19ου αιώνα Φίχτε, που έγραφε ότι «η ηδύτατη αμοιβή της φιλοσοφικής θεώρησης είναι ότι ακριβώς, συλλαμβάνοντας τα πάντα στη γενική αλληλουχία τους και μη αφήνοντας τίποτα το απομονωμένο, θεωρεί το παν αναγκαίο και για αυτό αγαθό και συμφιλιώνεται με το κάθετι που υπάρχει, όπως υπάρχει, επειδή πρέπει να είναι τέτοιο χάρη του υπέρτατου σκοπού» (Φίχτε, Τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής, Πετρούπολη, 1906, σελ 12).

Το παράδειγμα αυτό δείχνει ανάγλυφα πως η ιδεαλιστική φιλοσοφία, το ίδιο όπως και η θρησκεία, επεδίωκε να συμφιλιώσει τις μάζες με τα εκμεταλλευτικά καθεστώτα, να πνίξει τη διαμαρτυρία των μαζών, να αποδείξει πως κάθετι που υπάρχει είναι λογικό, αναγκαίο.

Ωστόσο όχι μόνο η ιδεαλιστική φιλοσοφία, αλλά και ο προμαρξικός μεταφυσικός υλισμός υποστήριζε πως κάθετι το υπάρχον είναι στη βάση του αμετάβλητο: είναι αμετάβλητη η φύση έξω από μας, αμετάβλητη και η ανθρώπινη φύση, και γι’ αυτό είναι δυνατή μόνο η εξάλειψη των «διαστρεβλώσεων», που συναντάει κανείς στους κοινωνικούς θεσμούς, και όχι ηριζική αλλαγή όλης της κοινωνικής ζωής. Είναι γνωστό λόγου χάρη ότι οι Γάλλοι υλιστές του 18ου αιώνα αντιτάσσονταν στα φεουδαρχικά καθεστώτα και στη θρησκεία, χαρακτηρίζοντας και τα πρώτα και τη δεύτερη σαν κάτι το παράλογο, αντιφυσικό, μη ανταποκρινόμενο στην ανθρώπινη φύση. Τη φύση όμως του ανθρώπου τη θεωρούσαν αμετάβλητη, και την αστική κοινωνία τη θεωρούσαν «φυσική» και ανταποκρινόμενη στο λογικό και στους «αιώνιους» νόμους της ανθρώπινης φύσης.

Οι φιλοσοφικές διδασκαλίες των εκμεταλλευτριών τάξεων καταλάβαιναν τη φιλοσοφία σαν ερμηνεία, δικαιολόγηση των θεμελιακών βάσεων του υπάρχοντος καθεστώτος και αρνούνταν τη δυνατότητα ή την ανάγκη για θεωρητική θεμελίωση της ριζικής αλλαγής της πραγματικότητας. Μονάχα οι υλιστές- επαναστάτες δημοκράτες, αντανακλώντας στις φιλοσοφικές τους διδασκαλίες τα συμφέροντα των πλατιών εργαζόμενων μαζών της αγροτιάς, θεωρούσαν αναγκαία τη φιλοσοφική θεμελίωση των καθηκόντων της επαναστατικής πάλης εναντίον της κοινωνικής καταπίεσης. Ωστόσο, εφόσον το απελευθερωτικό κίνημα της αγροτιάς δεν οδηγεί και δεν μπορεί να οδηγήσει στην εξαφάνιση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, οι επαναστάτες δημοκράτες ακόμα και οι πιο επιφανείς από αυτούς – οι κλασικοί της ρωσικής υλιστικήςφιλοσοφίας του 19ου αιώνα- δεν κατόρθωσαν να λύσουν αυτό το βασικότατο καθήκον, που έβαζε το απελευθερωτικό κίνημα των λαϊκών μαζών.

Η μαρξιστική φιλοσοφία γεννήθηκε προπαντός από τη ζωτική ανάγκη της εργατικής τάξης να ανακαλύψει τους αντικειμενικούς νόμους της κοινωνικής εξέλιξης. Το προλεταριάτο παρουσιάστηκε στο στίβο της ιστορίας σαν τάξη που γκρεμίζει την παλιά κοινωνία και δημιουργεί ένα νέο, το αταξικό κοινωνικό καθεστώς. Η ιστορική αποστολή του προλεταριάτου είναι να εξαλείψει το αστικό καθεστώς, να μετασχηματίσει επαναστατικά την κοινωνία, να ανοικοδομήσει ένα ανώτερο, αταξικό κοινωνικό καθεστώς, τον κομμουνισμό. Να για ποιον λόγο τη διδασκαλία της υλιστικής διαλεχτικής για την κίνηση, την αλλαγή, την εξέλιξη, για τη νίκη του καινούργιου απέναντι στο παλιό, το προλεταριάτο την αφομοιώνει οργανικά σαν επιβεβαίωση και φώτισμα των ταξικών του επιδιώξεων.

Η άρνηση του παλιού συνδέεται αναπόσπαστα, στη δράση του προλεταριάτου, με τη δημιουργία του καινούργιου. Γι’ αυτό ακριβώς ο μεγαλειωδέστατος επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, που πραγματοποιείται από το προλεταριάτο, όχι μόνο δεν αποκλείει αλλά, αντίθετα, προϋποθέτει τη χρησιμοποίηση όλων των κατακτήσεων της προηγούμενης ανάπτυξης του πολιτισμού. Το προλεταριάτο είναι ξένο προς τη στενότητα που χαρακτήριζε τις προηγούμενες κυρίαρχες τάξεις, τα ζωτικά του συμφέροντα απαιτούν το πέρασμα στην αταξική, στην κομμουνιστική κοινωνία. Οι ιδιομορφίες αυτές του προλεταριάτου δείχνουν γιατί ακριβώς οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι του προλεταριάτου, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, υπήρξαν οι δημιουργοί του μοναδικά επιστημονικού φιλοσοφικού υλισμού και της μοναδικά επιστημονικής διαλεκτικής μεθόδου, που έχουν τεράστια σημασία τόσο για τη θεωρητική γνώση, όσο και για την πρακτική δράση. Η ιστορία της επιστήμης, από το ένα μέρος και η πείρα του επαναστατικού κινήματος και της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης, από το άλλο, αποτελούν την πιο εύγλωττη μαρτυρία για τη μεγαλειώδη σημασία της μαρξιστικής φιλοσοφίας.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς- οι αρχηγοί, οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι του προλεταριάτου- άλλαξαν ριζικά τον κοινωνικό ρόλο της φιλοσοφίας, μετατρέποντάς την σε θεωρητικό βάθρο του κομμουνισμού. Γι’ αυτό ακριβώς η διδασκαλία του Μαρξ και του Ένγκελς δεν είναι απλώς μια φιλοσοφική διδασκαλία: είναι η διδασκαλία των προλεταριακών μαζών, η ιδεολογική σημαία του μεγαλειώδους απελευθερωτικού τους αγώνα.

Συνήθως οι προμαρξιστικοί φιλόσοφοι, και όταν ακόμα έβαζαν μπροστά τους το καθήκον να ερευνήσουν τους πιο γενικούς νόμους που ενυπάρχουν στην ίδια την αντικειμενική πραγματικότητα, είχαν υπόψη τους νόμους αμετάβλητους για το κάθετι που υπάρχει. Επρόκειτο για την καθιέρωση μόνιμων αλληλοσχέσεων ανάμεσα σε πράγματα που υπάρχουν ταυτόχρονα, και όχι για την αποκάλυψη της νομοτελειακής αλληλουχίας ανάμεσα σε εκείνο που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρξει. Ο μαρξισμός ανακάλυψε τους αντικειμενικούς νόμους της αλλαγής, της εξέλιξης του υλικού κόσμου, και την ανακάλυψή του αυτή την έκανε θεμέλιο της δικής του, της μοναδικά επιστημονικής κατανόησης του αντικειμένου της φιλοσοφίας, της μεθόδου και της θεωρίας του. Αυτού βρίσκεται η ριζική διαφορά της διδασκαλίας του διαλεκτικού υλισμού από όλες τις προηγούμενες, μαζί και από τις προοδευτικές, φιλοσοφικές διδασκαλίες.

Οι προμαρξιστικές φιλοσοφικές διδασκαλίες αντιπαράθεταν όχι μόνο τη θεωρία, τη φιλοσοφία στην πράξη στο απελευθερωτικό κίνημα των εργαζομένων: αντιπαράθεταν επίσης τη φιλοσοφία και στις ειδικές επιστήμες που ασχολούνται με την έρευνα ενός καθορισμένου, περιορισμένου κύκλου φαινομένων της φύσης ή της κοινωνίας. Στη φυσιογνωσία αντιπαράθεταν συνήθως τη φιλοσοφία της φύσης, στην ιστορία τη φιλοσοφία της ιστορίας, στην αισθητική τη φιλοσοφία της τέχνης κ.ο.κ. Και κοντά σε όλα αυτά ισχυρίζονταν ότι η φιλοσοφία δεν είναι υποχρεωμένη να παίρνει υπόψη τα συγκεκριμένα δεδομένα των επιστημών, ότι είναι η «επιστήμη των επιστημών», που ξεπερνάει τις «πεπερασμένες» και «περιορισμένες» ειδικές επιστήμες με την ικανότητά της να δίνει, σε τελευταία ανάλυση, την πλήρη, την απόλυτη αλήθεια. Η αξίωση αυτή για υπερεπιστημονική γνώση χαρακτήριζε ιδιαίτερα την ιδεαλιστική φιλοσοφία, που φερνόταν περιφρονητικά στις φυσικές επιστήμες για την αυθορμητότα- υλιστική στάση τους απέναντι στη φύση. Έτσι, λόγου χάρη, ο Χέγκελ, χωρίς να παίρνει υπόψη του τα γεγονότα, τα διαπιστωμένα από τη φυσιογνωσία, ισχυριζόταν ότι η φύση δεν εξελίσσεται μέσα στο χρόνο, αλλά είναι η ενσάρκωση των διαφόρων λογικών βαθμίδων εξέλιξης της «απόλυτης ιδέας», δηλαδή του θεού. Διαστρέφοντας ιδεαλιστικά την πραγματικότητα, ο Χέγκελ θεωρεί τον ήλιο ενσάρκωση της όρασης, τον αέρα ενσάρκωση της όσφρησης, ανάγοντας κατ’ αυτό τον τρόπο κάθετι φυσικό σε ψυχικό.

Οι ιδεαλιστές και οι μεταφυσικοί υλιστές παρουσίαζαν τη φιλοσοφία σαν γνώση του αιώνιου, του απόλυτου, του καθολικού, και τις ειδικές επιστήμες σαν γνώση μονάχα του εφήμερου, του σχετικού, του μεμονωμένου. Ο μαρξισμός αντιτάχθηκε αποφασιστικά σ’ αυτή την αντεπιστημονική, μεταφυσική αντιπαράθεση του αιωνίου προς το εφήμερο, του απόλυτου προς το σχετικό, του καθολικού προς το μεμονωμένο. Οι θεμελιωτές του μαρξισμού απόδειξαν ότι, γνωρίζοντας το εφήμερο γνωρίζουμε και το αιώνιο, γνωρίζοντας το πεπερασμένο γνωρίζουμε το άπειρο, γνωρίζοντας το μεμονωμένο γνωρίζουμε το καθολικό: «Κάθε αληθινή γνώση της φύσης- έγραφε ο Ένγκελς- είναι γνώση του αιώνιου, του άπειρου, και γι’ αυτό είναι ουσιαστικά απόλυτη»( Φ. Ένγκελς, Διαλεκτική της Φύσης, 1953, σελ. 186)

Βάζοντας τέλος στην αντιπαράθεση της φιλοσοφίας στις επιστήμες της φύσης και της κοινωνίας, ο μαρξισμός έβαλε στη θέση της «επιστήμης των επιστημών», που δεν ήταν επιστημονική φιλοσοφία, την κοσμοθεωρία που συνοψίζει, που γενικεύει κριτικά τα δεδομένα της επιστήμης. Από την περίοδο ακόμα της γένεσής του ο διαλεκτικός υλισμός γενίκεψε θεωρητικά όλες τις ουσιαστικές ανακαλύψεις της φυσιογνωσίας των μέσων του 19ου αιώνα, μαζί και τις πιο μεγάλες από αυτές: την ανακάλυψη του νόμου της διατήρησης και της μετατροπής της ενέργειας, την ανακάλυψη του κυττάρου και τη θεωρία του Δαρβίνου. Σε συνέχεια ο Β.Ι. Λένιν στο έργο του «Υλισμός και Εμπειριοκριτισμός» συνόψισε κατά μεγαλοφυή τρόπο τις μεγαλειώδικες ανακαλύψεις της φυσικής του τέλους του 19ου- αρχών του 20ού αιώνα. Σπουδαιότατο αποτέλεσμα της επαναστατικής ανατροπής, που επιτελέστηκε στη φιλοσοφία από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, είναι η δημιουργία του ιστορικού υλισμού, που είναι το θεωρητικό βάθρο όλων των κοινωνικών επιστημών. Έτσι, ο ρόλος της φιλοσοφίας στην εξέλιξη των επιστημών της φύσης και της κοινωνίας άλλαξε ριζικά. Αυτή η ριζική, η ποιοτική αλλαγή της θέσης της φιλοσοφίας στο σύστημα των επιστημών της φύσης και της κοινωνίας ξεχωρίζει κατ’ αρχήν το διαλεκτικό υλισμό από όλη την προηγούμενη φιλοσοφία.

Η ριζική αντίθεση της διαλεκτικής προς τη μεταφυσική.

Η κοσμοθεωρία του Κομμουνιστικού Κόμματος ονομάζεται διαλεκτικός υλισμός, επειδή ο τρόπος που αντικρίζει τα φαινόμενα της φύσης, η μέθοδός της για τη μελέτη των φαινομένων της φύσης είναι διαλεκτική. Τι είναι όμως διαλεκτική;

Η λέξη «διαλεκτική» προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «διαλέγομαι», που σημαίνει συζητώ, κάνω πολεμική. Διαλεκτική στην αρχαία Ελλάδα ονόμαζαν την τέχνη της συζήτησης, την τέχνη του να αποκαλύπτει κανείς τις αντιφάσεις που υπάρχουν στις κρίσεις του αντιπάλου και μ’ αυτό τον τρόπο να ανασκευάζει τα επιχειρήματά του. Η διαλεκτική θεωρούνταν από τους αρχαίους έλληνες ο καλύτερος τρόπος για να φτάσουν στην αλήθεια μέσω της σύγκρουσης των αντίθετων γνωμών και του ξεπεράσματος των παρουσιαζόμενων αντιφάσεων. Έτσι, λόγου χάρη, αν ένας από τους συζητητές υποστήριζε ότι η δικαιοσύνη συνίσταται στο να κάνεις καλό στους ανθρώπους, ο άλλος του αντέτεινε ότι στον πόλεμο είναι άδικο να κάνεις καλό στον αντίπαλο. Έτσι απεκαλύπτετο η ανεπάρκεια των μονόπλευρων ορισμών των αντικειμένων ή των εννοιών και η ανάγκη να τους δοθεί ολόπλευρος χαρακτηρισμός. Αργότερα με τη λέξη «διαλεκτική» άρχισαν να εννοούν όχι τόσο μια μέθοδο πολεμικής, όσο μια μέθοδο μελέτης των φαινομένων, που αποκαλύπτει τις αντιθέσεις που ενυπάρχουν στα ίδια τα φαινόμενα.

Το ειδικό χαρακτηριστικό της διαλεκτικής σαν μεθόδου γνώσης είναι ότι εξετάζει τα γύρω φαινόμενα στην αλληλουχία τους και στον αλληλοκαθορισμό τους, στην κίνηση, στην αλλαγή και στην ανάπτυξή τους με βάση τις εσωτερικές αντιθέσεις που ενυπάρχουν στα ίδια τα φαινόμενα. Γιατί όμως αυτός ακριβώς ο τρόπος μελέτης της πραγματικότητας είναι ο μοναδικά σωστός; Επειδή όλα τα φαινόμενα της φύσης και της κοινωνίας συνδέονται πραγματικά το ένα με το άλλο, αλληλοκαθορίζονται, βρίσκονται σε κατάσταση κίνησης, αλλαγής, ανάπτυξης. Οι αντιθέσεις προσιδιάζουν όχι μόνο στο προτσές της γνώσης, προσιδιάζουν προπαντός στα ίδια τα αντικειμενικά και τα φαινόμενα, όπου υπάρχει ταυτόχρονα και το παλιό και το καινούργιο, κείνο που πεθαίνει και κείνο που γεννιέται.

Πολλοί φιλόσοφοι και φυσιοδίφες προσπάθησαν να αποδείξουν ότι υπάρχουν πράγματα ανεξάρτητα από άλλα πράγματα, ότι υπάρχουν απολύτως ακίνητα σώματα, αμετάβλητες ουσίες, ότι η εξέλιξη ανάγεται απλώς σε ποσοτική αύξηση. Οι ίδιοι επιστήμονες ισχυρίζονταν ότι οι αντιθέσεις μπορούν να υπάρχουν μόνο στη νόηση μα κι α υτό σε περίπτωση πλάνης, ενώ είναι αδύνατο να υπάρχουν στα φαινόμενα της φύσης και της κοινωνίας. Μια τέτοια άποψη, ένα τέτοιο αντίκρουσμα των φαινομένων του γύρω κόσμου λέγεται μεταφυσικό. Σε αντίθεση προς τη διαλεκτική η μεταφυσική μέθοδος θεωρεί ότι τα γύρω φαινόμενα πρέπει να εξετάζονται ανεξαάρτητα, απομονωμένα το ένα από το άλλο, έξω από την κίνηση, την αλλαγή, την ανάπτυξη.

Η διαλεκτική και η μεταφυσική- δύο αντίθετες μεταξύ τους μέθοδες γνώσης- υπάρχουν σ’ όλη τη διάρκεια της εξέλιξης της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Χαρακτηριστική ιδιομορφία της υλιστικής διαλεκτικής είναι ότι εξετάζει τα φαινόμενα, όπως συντελούνται στην πραγματικότητα, δηλαδή αντικειμενικά, και συνεπώς- σε αδιάκοπηκίνηση, αλλαγή, ανάπτυξη. Η διαλεκτική αρνιέται τον υποκειμενισμό, στην επιστημονική έρευνα.  Ο Ι.Β. Στάλιν χαρακτηρίζει ως εξής αυτή τη γνήσια αντικειμενικότητα που ενυπάρχει στη διαλεκτική: «Η διαλεκτική μέθοδος υποστηρίζει ότι τη ζωή πρέπει να τη βλέπουμε τέτοια ακριβώς που είναι στην πραγματικότητα.Είδαμε ότι η ζωή βρίσκεται σε αδιάκοπη κίνηση, συνεχώς πρέπει να εξετάζουμε τη ζωή στην κίνησή της και να βάζουμε το ερώτημα: προς τα πού τραβάει η ζωή; Είδαμε πως η ζωή παρουσιάζει την εικόνα αέναης καταστροφής και δημιουργίας, συνεπώς έχουμε την υποχρέωση να εξετάζουμε τη ζωή στην καταστροφή και στη δημιουργία της και να βάζουμε το ερώτημα: τι καταστρέφεται και τι δημιουργείται στη ζωή;»(Στάλιν, Άπαντα, τόμος 1ος, σελ 298).

Σε αντίθεση προς τη διαλεκτική η μεταφυσική αποσπά τα φαινόμενα από την αντικειμενική τους σύνδεση, δηλαδή τα εξετάζει υποκειμενικά, όχι όπως υπάρχουν στην πραγματικότητα, αλλά απομονώνοντάς τα το ένα από το άλλο, κάνοντας αφαίρεση της κίνησής τους, της αλλαγής τους, της εξέλιξής τους, των εσωτερικών αντιθέσεων που ενυπάρχουν σε όλα αυτά τα φαινόμενα.

Η διαλεκτική στη διάρκεια όλης της ιστορίας της επιστήμης και της φιλοσοφίας αναπτυσσόταν και τελειοποιούνταν αδιάκοπα στην πάλη με τη μεταφυσική. Ωστόσο επιστημονική διαλεκτική, επιστημονική διαλεκτική μέθοδος μελέτης της φύσης και της κοινωνίας, μια μέθοδος που να γενικεύει την ιστορία της επιστήμης και της πράξης δεν υπήρχε πριν από την εμφάνιση του μαρξισμού. Η μαρξιστική διαλεκτική μέθοδος είναι ο μοναδικά επιστημονικός τρόπος μελέτης της πραγματικότητας, που διαφέρει ποιοτικά από όλες εκείνες τις μορφές διαλεκτικής σκέψης που ιστορικά προηγήθηκαν από το μαρξισμό.

Αν και όλη η ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης δείχνει την πάλη της διαλεκτικής με τη μεταφυσική, το ασυμβίβαστό τους, ωστόσο την ολοκληρωτική αντίθεση διαλεκτικής και μεταφυσικής την αποκάλυψε μόνο ο μαρξισμός. Ο μαρξισμός ερεύνησε τις νομοτέλειες της εξέλιξης της γνώσης κι όχι μόνο ανασκεύασε τη μεταφυσική σαν μη επιστημονική μέθοδο γνώσης, αλλά και αποκάλυψε τις ιστορικές της ρίζες.

Η πορεία της γνώσης, όπως το μαρτυρεί η ιστορία της επιστήμης, έχει αντιφατικό χαρακτήρα. Η επιστήμη, τείνοντας στη γνώση του κόσμου, σένα ορισμένο στάδιο της ανάπτυξής της ήταν αναγκασμένη να συγκεντρώσει τις προσπάθειές της στη μελέτη των χωριστών μερών και αντικειμένων, έξω από την αμοιβαία σύνδεσή τους. Ο Ένγκελς τόνιζε ότι η βάση για τις λαμπρές επιτυχίες της φυσιογνωσίας του 16ου-18ου αιώνα ήταν η αποσύνθεση της φύσης σε χωριστά μέρη, ο διαμελισμός του όλου, η διαίρεση των φαινομένων σε ορισμένες τάξεις, η περιγραφή της μορφής και της εσωτερικής δομής των σωμάτων, η ανατομία των ζώων και των φυτών. Αυτός όμως ο τρόπος μελέτης της πραγματικότητας, που δικαιώθηκε πέρα για πέρα στην εξέλιξη της επιστήμης, με την απολυτοποίησή του κατάντησε μεταφυσικός, επειδή εξέταζε τα πράγματα και τα προτσές της φύσης στην απομόνωσή τους, έξω από την καθολική τους σύνδεση, και συνεπώς δεν τα εξέταζε στην κίνηση, αλλά στην ακινησία τους, δεν τα εξέταζε σαν μεταβαλλόμενα κατά ουσιαστικό τρόπο, αλλά σαν αιωνίως αμετάβλητα, νεκρά.

Έτσι η γένεση της μεταφυσικής μεθόδου συνδέεται με το ιστορικά αναπόφευκτο εκείνο στάδιο εξέλιξης των επιστημών, όπου οι επιστήμες είχαν περιγραφικό χαρακτήρα και περιόριζαν τα καθήκοντά τους κυρίως στη συσσώρευση γεγονότων και στη συστηματοποίησή τους. Ταυτόχρονα, όπως τονίζει ο Β.Ι. Λένιν, η δυνατότητα μεταφυσικής διαστρέβλωσης των φαινομένων της γύρω πραγματικότητας περιέχεται και στο ίδιο το γεγονός της αφηρημένης νόησης, που δεν μπορεί «να παρουσιάσει, να εκφράσει, να μετρήσει, να απεικονίσει την κίνηση, χωρίς να διακόψει το αδιάκοπο, χωρίς να απλουστεύσει, χωρίς να παρουσιάσει χοντροκομμένα, χωρίς να διαιρέσει και να νεκρώσει το ζωντανό, Η απεικόνιση της κίνησης από τη σκέψη είναι πάντα μια χοντροκομμένη παρουσίαση, νέκρωση – και όχι μόνο από τη σκέψη αλλά και από την αίσθηση, και όχι μόνο της κίνησης αλλά και κάθε έννοιας»(Β.Ι.Λένιν, Φιλοσοφικά τετράδια 1947, σελ. 243)

Στη φύση όλα τα φαινόμενα βρίσκονται σε αλληλουχία και αλληλοκαθορισμό, ταυτόχρονα όμως κάθε φαινόμενο είναι και κάτι το μεμονωμένο, το καθορισμένο, το ποιοτικά διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα. Στη φύση τα πάντα ρέουν και αλλάζουν, ταυτόχρονα όμως το κάθε φαινόμενο για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα παραμένει ίδιο με τον εαυτό του, διατηρεί τον καθορισμένο χαρακτήρα του, τη σταθερότητά του.

Η μεταφυσική μετατρέπει αυτές τις πραγματικές ιδιομορφίες των ίδιων των πραγμάτων την ανακηρύχνει πλήρη και αιώνια: τη σχετική σταθερότητα των πραγμάτων την ανακηρύχνει αδιασάλευτη και αρνείται την εξέλιξή τους.

Ωστόσο η δυνατότητα γένεσης της μεταφυσικής αυτή καθεαυτή δεν κάνει ακόμα αναπόφευκτη τη μεταφυσική σκέψη. Αν απουσιάζουν ορισμένες, ευνοϊκές για αυτό κοινωνικές συνθήκες, η δυνατότητα αυτή δε θα μετατραπεί σε πραγματικότητα.

Αποτέλεσμα της αντιφατικότητας, της πολυπλοκότητας των φαινομένων της πραγματικότητας είναι ότι υπάρχει πάντα η δυνατότητα να μην αντιληφθεί κανείς την καθολική σύνδεση πίσω από τη σχετική απομόνωση των φαινομένων, να μην αντιληφθεί την αλλαγή πίσω από τη σχετική σταθερότητά τους, να μην αντιληφθεί τις αντιθέσεις που υπάρχουν μέσα στα αντικείμενα. Η δυνατότητα όμως αυτή για μεταφυσική γίνεται πραγματικότητα μόνο όταν υπάρχουν ορισμένες τάξεις, που ενδιαφέρονται για αυτό το πράγμα.

Το μεταφυσικό αντίκρυσμα των φαινομένων της φύσης και ιδιαίτερα των φαινομένων της κοινωνικής ζωής συμφέρει στις κυρίαρχες εκμεταλλεύτριες τάξεις: οι τάξεις αυτές χρησιμοποιούν τη μεταφυσική για να στηρίξουν θεωρητικά την πάλη των αντιδραστικών δυνάμεων για τη διατήρηση του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος. Εξαιτίας της οικονομικής και πολιτικής τους θέσης, οι κυρίαρχες εκμεταλλεύτριες τάξεις, όπως είναι φυσικό, βλέπουν πάντα στην παραπέρα πρόοδο της κοινωνίας, που προϋποθέτει την αντικατάσταση του δοσμένου κοινωνικού καθεστώτος μ’ ένα άλλο, ανώτερο καθεστώς, το δικό τους χαμό. Οι τάξεις αυτές θεωρούν «αντιφυσικές» τις ιδέες της εξέλιξης, ενώ τις ιδέες της αμεταβλητότητας και της στασιμότητας τις θεωρούν μοναδικά «κανονικές».

Όπως μαρτυρεί η ιστορία, το κήρυγμα της μεταφυσικής δυνάμωνε ιδιαίτερα στις περίοδες του ιστορικού χαμού της μιας ή της άλλης εκμεταλλεύτριας τάξης. Για αυτό και σήμερα, που ο καπιταλισμός περνά στην τελευταία φάση της ύπαρξής του, οι μεταφυσικές απόψεις κυριαρχούν αμέριστα στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία. Γι’ αυτό και η σύγχρονη αστική τάξη κηρύχνει επίμονα τη μεταφυσική, αν και η σύγχρονη επιστήμη έχει αποδείξει το ασύστατο της μεταφυσικής.

Οι αστοί αντιδραστικοί επιστήμονες διαστρεβλώνουν τα γεγονότα και τα πορίσματα που απορρέουν από τις φυσικές και τις κοινωνικές επιστήμες. Έτσι, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι ο καπιταλισμός αποτελεί τάχα το αποκορύφωμα της κοινωνικής προόδου, οι επιστήμονες λακέδες της αστικής τάξης μιλάνε για το «τέλος της εξέλιξης» και όχι μόνο της κοινωνίας, αλλά και του βασιλείου των ζώων και των φυτών. Οι συνήγοροι του καπιταλισμού τσακίζονται να αποδείξουν το «λανθασμένο» της διδασκαλίας της διαλεκτικής για την ανάπτυξη και για το αναπόφευκτο της πάλης του καινούργιο με το παλιό.

Στις σύγχρονες συνθήκες, που υπάρχει η κεφαλιοκρατική κύκλωση, οι αντιδραστικές μεταφυσικές αντιλήψεις εισχωρούν κάποτε και στη σοβιετική επιστήμη. Παράδειγμα για αυτό μπορεί να χρησιμεύσει η αντιδραστική αντίληψη των βαϊσμανιστών και των μοργκανιστών για την ύπαρξη κάποιων αμετάβλητων γονιδίων, που καθορίζουν τάχα την κληρονομικότητα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης διεξάγει συνεπή αγώνα για την αναδιοργάνωση όλων των κλάδων της επιστήμης πάνω στη στέρεη θεωρητική βάση του διαλεχτικού υλισμού. Με την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, οι σοβιετικοί επιστήμονες πραγματοποίησαν την ιδεολογική συντριβή των ιδεαλιστικών και μεταφυσικών θεωριώνόπως είναι ο βαϊσμανισμός- μοργκανισμός, η θεωρία του Βιρχοφ για το κύτταρο, η «θεωρία» της μεσομέρειας στη χημεία κτλ. Οι αντιδραστικές αυτές θεωρίες που είχαν εισχωρήσει στη σοβιετική επιστήμη, αποτελούσαν τροχοπέδη στην ανάπτυξή της. Η καταπολέμηση των μεταφυσικών και ιδεαλιστικών διαστρεβλώσεων της επιστήμης αποτελεί επίκαιρο καθήκον και σήμερα. Για να εκπληρωθεί με επιτυχία αυτό το καθήκον είναι απαραίτητο να κατακτήσουμε δημιουργικά τη μαρξιστική διαλεκτική μέθοδο και να αποκτήσουμε πλήρη συνείδηση της ανειρήνευτης αντίθεσης προς τη μεταφυσική.

Η ριζική αντίθεση ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό

Η κοσμοθεωρία του μαρξιστικού- λενινιστικού κόμματος ονομάζεται διαλεκτικός υλισμός, επειδή η ερμηνεία που δίνει στα φαινόμενα της φύσης, η αντίληψή του για τα φαινόμενα της φύσης, η θεωρία του είναι υλιστική. Τι είναι όμως υλισμός;

Στη διάρκεια των χιλιετών εξέλιξης της φιλοσοφίας στην ταξική κοινωνία υπήρχαν και υπάρχουν ως τα σήμερα οι πιο διαφορετικές φιλοσοφικές διδασκαλίες. Όσο όμως κι αν διαφέρουν οι διδασκαλίες αυτές μεταξύ του, όλες τους, έτσι είτ’ αλλιώς, απαντούν στο ερώτημα- ποια είναι η σχέση συνείδησης και είναι, νόησης και ύλης, ψυχικού και φυσικού. Αυτό είναι και το κύριο, το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, που αποτελεί τη θεωρητική αφετηρία για τη λύση όλων των άλλων φιλοσοφικών ζητημάτων.

Ποιο προηγείται από το άλλο: η συνείδηση από το είναι, το πνευματικό από το υλικό, ή, αντίστροφα, το είναι προηγείται από τη συνείδηση, το υλικό από το πνευματικό; Αυτή είναι η πρώτη πλευρά του βασικού φιλοσοφικού ζητήματος, που αφορά τη σχέση συνείδησης και είναι. Είναι ικανός ο άνθρωπος να γνωρίσει τον υλικό κόσμο ή μήπως η γύρω από τον άνθρωπο πραγματικότητα δεν μπορεί να γίνει γνωστή; Αυτή είναι η δεύτερη πλευρά του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας.

Στη λύση του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας όλοι οι φιλόσοφοι χωρίστηκαν σε δύο αντίθετα στρατόπεδα. Οι εκπρόσωποι του ενός απ’ αυτά – οι ιδεαλιστές – ισχυρίζονται ότι η συνείδηση, το πνευματικό είναι το πρωτεύον, ενώ η ύλη, η φύση είναι το παράγωγο, το δευτερεύον: αντίθετα, οι άλλοι- οι υλιστές- ξεκινούν από την άποψη ότι η ύλη είναι το πρωτεύον και η συνείδηση το δευτερεύον.

Οι υλιστές δέχονται ότι η ύλη είναι το πρωτεύον και η συνείδηση το δευτερεύον και, ξεκινώντας απ’ αυτή την άποψη, υποστηρίζουν ΄ότι η ύλη είναι αιώνια και άπειρη, ότι ο κόσμος δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος τόσο στο χρόνο, όσο και στο χώρο. Αντίθετα, οι ιδεαλιστές, θεωρώντας την ύλη δευτερεύον, παράγωγο, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος έχει αρχή μέσα στο χρόνο και όρια μέσα στο χώρο, ότι γι΄αυτό ήταν, όπως ισχυρίζονται, ένας καιρός που η ύλη, η φύση δεν υπήρχε, ότι γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε. Μ’ αυτό τον τρόπο οι ιδεαλιστές υπερασπίζουν τη θρησκευτική άποψη της δημιουργίας του κόσμου.

Υπάρχουν δύο βασικές παραλλαγές της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας: ο αντικειμενικός ιδεαλισμός και ο υποκειμενικός ιδεαλισμός. Ο αντικειμενικός ιδεαλισμός ξεκινάει από την άποψη ότι υπάρχει κάποιαυπερφυσική, υπερανθρώπινη πνευματική δύναμη, που δημιουργεί τάχα όλα όσα υπάρχουν στη φύση και στην κοινωνία. Η συνηθισμένη θρησκευτική ιδέα για την ύπαρξη ενός θεϊκού, εξωφυσικού όντος βρίσκεται στη βάση αυτής της ιδεαλιστικής αντίληψης, που λέγεται αντικειμενικός ιδεαλισμός, μόνο επειδή παραδέχεται την ανεξάρτητη από την ανθρώπινη συνείδηση ύπαρξη κάποιας «κοσμικής ψυχής», κάποιου «κοσμικού πνεύματος». Οι μεγαλύτεροι εκπρόσωποι του αντικειμενικού ιδεαλισμού ήταν στην αρχαιότητα ο Πλάτωνας (γύρω στα 427- 347 π.Χ.) και στους νεότερους χρόνος ο Χέγκελ (1770-1831).

Ο Πλάτωνας δημιούργησε ένα μυστικιστικό σύστημα αντικειμενικού ιδεαλισμού όπου διατυπώνονται οι αντιλήψεις για τον αιώνιο και αμετάβλητο κόσμο των ιδεών, που ωχρή και φθαρτή αντανάκλασή του είναι δήθεν ο κόσμος των αισθητών πραγμάτων. Ο Χέγκελ παρουσίασε ένα ιδεαλιστικό, μυστικιστικό σύστημα, όπου η συνείδηση, υψωμένη στη σειρά του «κοσμικού λόγου», της «απόλυτης ιδέας», ανακηρυσσόταν πρωτεύον, ενώ όλος ο υπόλοιπος κόσμος, όλα τα φαινόμενα της άπειρης φύσης εξετάζονταν απλώς σαν κάτι το πρόσκαιρο και το παράγωγο, που γεννιέται κι εκμηδενίζεται από την «απόλυτη ιδέα». Ο Χέγκελ θεωρούσε ότι η φιλοσοφική, ιδεαλιστική αντίληψη του κόσμου ξεκινάει από το θρησκευτικό, που το «καθαρίζει» προσδίνοντάς του την «επιστημονική», εκφρασμένη σε έννοιες μορφή.

Ο Χέγκελ, αφού θεοποίησε τη νόηση δίνοντάς της την ονομασία «απόλυτη ιδέα», θεωρούσε τη φύση «αλλιώτικο είναι» της ιδέας, ενώ την κοινωνία και τις μορφές συνείδησης τις θεωρούσε επόμενες βαθμίδες της αυτοσυνείδησης της «απόλυτης ιδέας». Τις νομοτέλειες της φύσης και της κοινωνίας ο Χέγκελ τις ανήγαγε στους λογικούς νόμους της νόησης, και σε σύνδεση μ’ αυτό η έννοια ανακηρύχθηκε ουσία των πραγμάτων. Στις προσπάθειές του να παρουσιάσει το κάθετί που υπάρχει στον κόσμο σαν έλλογο και λογικό στη βάση του, ο Χέγκελ δεν καλούσε σε αγώνα κατά των αντιδραστικών κοινωνικών θεσμών που υπήρχαν τότε στη Γερμανία, αλλά στην αναγνώριση σε τελευταία ανάλυση αυτών των θεσμών σαν λογικών και μεταβαλλόμενων προς το καλύτερο, ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές επιδιώξεις του ανθρώπου. Ο Χέγκελ ανακήρυχνε αιώνια τη μοναρχία στη συνταγματική της μορφή, και μαζί της και τη διαίρεση της κοινωνίας σε κλειστές τάξεις, ιδιαίτερα την κυριαρχία της τάξης των ευγενών.

Στην εποχή του ιμπεριαλισμού ο νεοχεγκελιανισμός σαν μια από τις πιο διαδεδομένες κατευθύνσεις του αντικειμενικού ιδεαλισμού έγινε η ιδεολογία της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης. Σε διάκριση από το Χέγκελ οι νεοχεγκελιανοί ισχυρίζονται ότι το πνεύμα, που είναι τάχα η πρώτη βάση του υπάρχοντος, δεν είναι λογικό και συνειδητό, αλλά πνεύμα που δρα στοιχειακά,και συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι τάχα οι «άλυτες» και «τραγικές» αντιφάσεις της κοινωνικής ζωής. Η νεοχεγκελιανή αυτή φιλοσοφία, φιλοσοφία της απαισιοδοξίας, αντανακλά τη γενική κρίση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Ακολουθώντας τον Χέγκελ, οι νεοχεγκελιανοί διακηρύχνουν ότι το κράτος αποτελεί ενσάρκωση του απόλυτου πνεύματος ή του θεού, και μ’ αυτή την αιτιολογία απαιτούν την τυφλή, αγόγγυστη υποταγή στο ιμπεριαλιστικό κράτος, απορρίπτοντας τη δημοκρατία, που τη θεωρούν άνομη ανάμιξη των μαζών στα θεϊκά προνόμια της αστικής κρατικής μηχανής.

Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι του αντικειμενικού ι δεαλισμού στις ΗΠΑ είναι οι λεγόμενοι «περσοναλιστές», που ισχυρίζονται ότι πρώτη αρχή, πηγή του κάθε υπάρχοντος είναι μια «ανώτατη προσωπικότητα»- ο θεός, που έπλασε τον κόσμο κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους, Γι’ αυτό το λόγο όλα τα πράγματα στον κόσμο είναι πνευματικές ατομικότητες: κάθε αντικείμενο έχει, κατά τα λεγόμενά τους, μια απόλυτα ατομική πνευματική ουσία, αποτελεί μια ιδιόμορφη «προσωπικότητα». Ξεκινώντας απ’ αυτές τις θέσεις, οι περσοναλιστές αρνούνται την αλληλουχία, την αλληλεξάρτηση των φαινομένων και υποκαθιστούν τους νόμους της φύσης με το θεϊκό προκαθορισμό. Ο περσοναλισμό απολυτοποιεί το ατομικό και έτσι αντιτάσσεται στην επιστημονική γνώση του κόσμου, εξαίροντας τη μυστικιστική αποκάλυψη, τη θρησκευτική έκσταση κτλ.

Το σύστημα του περσοναλισμού έχει για σκοπό του την «κοσμική» θεμελίωση του αστικού ατομικισμού: όλα στο σύμπαν, όπως ισχυρίζονται οι περσοναλιστές, έχουν ατομικιστικό χαρακτήρα, πηγάζουν από την «προσωπική» «εξατομικεύουσα» αρχή. Από την άποψη του αστικού ατομικισμού, που επιδιώκει προσωπικούς ιδιοτελείς σκοπούς και δε διστάζει να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε μέσο, οι περσοναλιστές προσπαθούν να θεμελιώσουν την αντιδραστική ιδεολογία του κοσμοπολιτισμού, χαρακτηρίζοντας την εθνότητα και τα κυριαρχικά δικαιώματα του κράτους σαν κάτι το «επουσιώδικο».

Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός σε διάκριση από τον αντικειμενικό ιδεαλισμό υποστηρίζει ότι η πνευματική πρώτη αρχή, που συμπίπτει με τη συνείδηση του υποκειμένου, με την ατομική συνείδηση, δηλ. με το ανθρώπινο Εγώ, γεννάει τάχα και καθορίζει καθετί το υπάρχον. Ένας από τους ιδρυτές του υποκειμενικού ιδεαλισμού, ο άγγλος επίσκοπος Μπέρκλι, προσπαθούσε στον καιρό του ν’ αποδείξει ότι τα πράγματα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας ( και δεν έχουμε, λέει, λόγους να μιλάμε για ύπαρξηπραγμάτων που δεν είναι αντιληπτά από κανέναν) υπάρχουν μόνο στις αισθησιακές μας αντιλήψεις. Υπάρχω σημαίνει είμαι αντιληπτός, έλεγε ο Μπέρκλι. Όλες τις ιδιότητες που ενυπάρχουν στα πράγματα- χρώμα, οσμή, ήχος, βάρος, σκληρότητα, κατάσταση θερμοκρασίας κτλ- ο Μπέρκλι τις θεωρούσε υποκειμενικές, δηλ. ιδιότητες που γεννιούνται από την ίδια την πράξη της αντίληψης.

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς σε πόσο παράλογα συμπεράσματα οδηγεί ο υποκειμενικός ιδεαλισμός. Αν όλα τα φαινόμενα υπάρχουν μόνο χάρη στο υποκείμενο που τα αντιλαμβάνεται, αν αποτελούν μόνο συνδυασμούς αισθημάτων, παραστάσεων, ιδεών αυτού του υποκειμένου, τότε το ανθρώπινο Εγώ αποδείχνεται η μοναδική πραγματικότητα, και μάλιστα πρέπει να θεωρηθεί ότι οι άλλοι άνθρωποι υπάρχουν μόνο στην αντίληψη του δοσμένου υποκειμένου. Το συμπέρασμα αυτό, που απορρέει αναπόφευκτα από τον υποκειμενικό ιδεαλισμό, λέγεται σολιψισμός. Το γεγονός ότι πολλοί υποκειμενικοί ιδεαλιστές προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν από την κατηγορία για τα άκρα και τα παράλογα αυτά τα συμπεράσματα δείχνει παραστατικά το εντελώς ασύστατο του υποκειμενικού ιδεαλισμού.

Στην εποχή του ιμπεριαλισμού ο υποκειμενικός ιδεαλισμός, η πιο αντιδραστική μορφή του ιδεαλισμού, που απορρίπτει κατηγορηματικά την αντικειμενικότητα των νόμων της φύσης και της κοινωνίας, είναι η πιο διαδεδομένη φιλοσοφική άποψη της αστικής τάξης. Στις σύγχρονες συνθήκες ο υποκειμενικός ιδεαλισμός παρουσιάζεται συνήθως σαν εμπειρισμός, δηλ. σαν άποψη βασισμένη στην εμπειρία: οι υποκειμενικοί ιδεαλιστές παραπέμπουν στις μαρτυρίες των αισθητηρίων οργάνων, διακηρύχνουν την εμπιστοσύνη τους στια αισθήσεις, επικαλούνται την «εμπειρία» , που την εννοούν σαν βιώματα του υποκειμένου. Στην πραγματικότητα όμως οι υποκειμενικοί ιδεαλιστές είναι οι πιο άσπονδοι εχθροί της εμπειρικής γνώσης, αρνούνται το αντικειμενικό περιεχόμενο, την αντικειμενική σημασία της εμπειρίας.

Στο μεγαλοφυές του έργο «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός» ο Λένιν ξεσκέπασε μια από τις πιο διαδεδομένες κατευθύνσεις του υποκειμενικού ιδεαλισμού- το μαχισμό ή εμπειριοκριτικισμό. Ένας από τους κυριότερους εκπρόσωπους αυτής της κατεύθυνσης, ο Μαχ, ισχυριζόταν ότι τα σώματα της φύσης αποτελούν «συμπλέγματα στοιχείων». Στοιχεία ο Μαχ ονόμαζε κάθετι το αισθησιακά αντιληπτό, λόγου χάρη το θερμό, το κόκκινο, το μαλακό, το σκληρό, κτλ. Επίσης ο Μαχ ισχυριζόταν ότι όλες αυτές οι αισθησιακά αντιληπτές ιδιότητες μόνο από μια άποψη είναι φυσικά στοιχεία: από μια άλλη άποψη δεν είναι τίποτε άλλο από αισθήματα. Έτσι το «σύμπλεγμα στοιχείων» αναγόταν σε «συμπλέγματα αισθημάτων», το φυσικό θεωρούνταν μια από τις εκδηλώσεις του ψυχικού: τα αισθήματα και οι παραστάσεις ανακηρύχνονταν η μοναδική πραγματικότητα, που επιπλέον απεκαλείτο εμπειρικά δοσμένη. Ένας άλλος εκπρόσωπος της ίδιας μπερκλικής κατεύθυνσης, ο Αβενάριος, ισχυριζόταν ότι η ύπαρξη του αντικειμένου έχει σαν προϋπόθεσή της την ύπαρξη του αντικειμενικού έχει σαν προϋπόθεσή της την ύπαρξη του υποκειμένου: και το αντικείμενο και το υποκείμενο βρίσκονται, λέει, σε σχέση μιας «κατ’ αρχήν συναρμογής», δηλ. μιλώντας απλά, είναι αναπόσπαστα το ένα από το άλλο. Ο Β.Ι. Λένιν, ξεσκεπάζοντας αυτή την παράλλαγή του υποκειμενικού ιδεαλισμού, που κρύβεται πίσω από τη μάσκα της επιστημονικότητας, τονίζει πως το να θεωρούνται τα φαινόμενα παράγωγα της αισθησιακής αντίληψης είναι παπαδοσύνη, απαράλλακτα όπως και κάθε άλλη θέση του αντικειμενικού ιδεαλισμού, γιατί το κύριο και στη μια και στην άλλη περίπτωση είναι ο ισχυρισμός ότι η φύση είναι το δευτερεύον, το παράγωγο.

Η κριτική του μαχισμού από τον Λένιν έχει τεράστια σημασία για το ξεσκέπασμα της σύγχρονης υποκειμενικο-ιδεαλιστικής φιλοσοφίας της ιμπεριαλιστικής κεφαλαιοκρατίας. Η κριτική αυτή στρέφεται κατ΄ ευθείαν εναντίον απόψεων σαν και κείνες, λόγου χάρη, που αναπτύσσει ο γνωστός Άγγλος φιλόσοφος Μπ. Ράσσελ, που θεωρεί αφετηρία της γνώσης όχι τον αντικειμενικό κόσμο, αλλά την ίδια τη συνείδηση. «Τα δεδομένα μας- λέει- είναι προπαντός γεγονότα της αισθησιακής γνώσης, δηλ. δικά μας αισθησιακά δεδομένα και νόμοι της λογικής». Δεν είναι δύσκολο να δούμε εδώ ότι ο Ράσσελ επαναλαβαίνει τα επιχειρήματα των μαχιστών, που από καιρό τα έχει ξεσκεπάσει ο Λένιν.

Ο διαλεκτικός υλισμός, ξεσκεπάζοντας ολοκληρωτικά και τον αντικειμενικό και τον υποκειμενικό ιδεαλισμό, δείχνει ότι και η μια και η άλλη παραλλαγή της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας στην ουσία είναι ένα και το ίδιο πράγμα, συμπίπτουν στο βασικό, στο κύριο, στο αποφασιστικό- στην υπεράσπιση της παπαδοσύνης.

Στις σύγχρονες συνθήκες οι ιδεαλιστές- φιλόσοφοι προσπαθούν συνήθως να σκεπάσουν τον ιδεαλισμό τους. Για το σκοπό αυτό φλυαρούν ότι «πάλιωσε» η αντίθεση ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό και η πάλη ανάμεσά τους. Πολλοί σύγχρονοι αστοί φιλόσοφοι διατείνονται ότι ξεπέρασαν τάχα τη «μονομέρεια» του υλισμού και του ιδεαλισμού και δημιούργησαν μια φιλοσοφία, που δεν είναι ούτε υλιστική ούτε ιδεαλιστική. Στην πραγματικότητα δεν είναι δυνατό ούτε να συμφιλιώσει κανείς τον υλισμό με τον ιδεαλισμό, που είναι αλληλοαποκλειόμενες φιλοσοφικές διδασκαλίες, εχθρικά φιλοσοφικά κόμματα, ούτε να υψωθεί «υπεράνω» της αντίθεσης υλισμού και ιδεαλισμού. Οι αξιώσεις αυτού του είδους μοιάζουν πάρα πολύ με τις άλλες υποκριτικές δηλώσεις αυτών των φιλόσοφων, που διακηρύχνουν ότι οι διδασκαλίες τους υψώνονται πάνω από την αλήθεια και την πλάνη.

Ξεσκεπάζοντας την ηλίθια αξίωση των αστών φιλοσόφων να υψωθούν από τον υλισμό και τον ιδεαλισμό, τις προσπάθειές τους να παρουσιάσουν σαν παλιωμένη την πάλη ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό, ο Β. Ι. Λένιν έδειξε ότι στα δυο χιλιάδες χρόνια εξέλιξης της φιλοσοφίας δεν πάλιωσε και ούτε μπορεί να παλιώσει η πάλη ανάμεσα στον υλισμό και στον ιδεαλισμό, δεν πάλιωσε και ούτε μπορούσε να παλιώσει η πάλη ανάμεσα στη θρησκεία και την επιστήμη, η πάλη των οπαδών της υπεραισθησιακής γνώσης εναντίον των αντιπάλων της.

Στο χωρισμό των φιλοσοφικών ρευμάτων σε υλιστικά και ιδεαλιστικά ρεύματα εκφράζεται ξεκάθαρα η κομματικότητα της φιλοσοφίας, η αδιάρηκτη σύνδεσή της με ορισμένες- προοδευτικές ή αντιδραστικές- κοινωνικές τάξεις και ομάδες.

Η πάλη των βασικών φιλοσοφικών κατευθύνσεων- του υλισμού και του ιδεαλισμού- από τον καιρό της γένεσής τους ως τις μέρες μας είναι πάλη φιλοσοφικών κομμάτων, που εκπροσωπούν τα συμφέροντα εχθρικών μεταξύ τους τάξεων και κοινωνικών ομάδων. Η μια ή η άλλη λύση του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας, του ζητήματος της σχέσης της συνείδησης προς το είναι, εκφράζει σε τελευταία ανάλυση τη στάση της μιας ή της άλλης τάξης απέναντι στη γύρω πραγματικότητα.

Έτσι, λόγου χάρη, η πάλη της υλιστικής «γραμμής του Δημόκριτου» κατά της ιδεαλιστικής «γραμμής του Πλάτωνα» στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία ήταν η αντανάκλαση της πάλης ανάμεσα στην προοδευτική δουλοχτητική δημοκρατία και την αντιδραστική αριστοκρατία. Η πάλη του Μπελίνσκι, του Χέρτσεν, του Τσερνισέφσκι, του Πισάρεφ κατά του ιδεαλισμού του Γιούρκεβιτς και των σλαβόφιλων ήταν η αντανάκλαση της διαμαρτυρίας της ρωσικής αγροτιάς κατά της κυριαρχίας των τσιφλικάδων.

Συνεπώς, όσο υπάρχουν στην κοινωνία αντίθετες τάξεις, η πάλη του υλισμού κατά του ιδεαλισμού αποτελεί νομοτέλεια της εξέλιξης της φιλοσοφίας.

Στην ιστορία της ανθρωπότητας ο υλισμός είναι, κατά κανόνα, η κοσμοθεωρία των προοδευτικών τάξεων και κοινωνικών ομάδων, ενώ ο ιδεαλισμός εκφράζει τα συμφέροντα των αντιδραστικών τάξεων και ομάδων καθώς και την κάθε λογής συνδιαλλαγή με την αντίδραση.

Ο υλισμός είναι το θεωρητικό βάθρο και η ιδεολογική κινητήρια δύναμη της εξέλιξης της επιστημονικής γνώσης. Αντίθετα, ο ιδεαλισμός αποτελεί τροχοπέδη στην εξέλιξη της επιστήμης, τραβάει την επιστήμη προς τα πίσω, τρέφεται παρασιτικά από τις δυσκολίες ανάπτυξη της φυσικοεπιστημονικής σκέψης. Η φυσιογνωσία δεν μπορεί να υπάρξει, να νοηθεί έξω από τον υλισμό, χωρίς σύνδεση με την υλιστική φιλοσοφία. Η υλιστική φιλοσοφία βάζει μπροστά στην επιστήμη ζητήματα που απαιτούν λύση, χαράζει σε γενικές γραμμές αυτές τις λύσεις, δείχνει τους τρόπους και τις μέθοδες της επιστημονικής έρευνας. Είναι γνωστό ότι οι θεμελιακές θέσεις της φυσιογνωσίας- όπως είναι η ιδέα της αφθαρσίας της ύλης και της κίνησης, η ιδέα της εξέλιξης, το ζήτημα της σχέσης του ψυχικού με το φυσικό, η θέση της ατομικής δομής της ύλης- προβλήθηκαν προπαντός από τους υλιστές φιλοσόφους και ότι όλη η άμεση δημιουργική δράση των ίδιων των φυσιοδιφών στηρίζεται στις ιδέες του υλισμού.

Η υλιστική ιδέα της σύνδεσης της ύλης με την κίνηση οδήγησε το μεγάλο επιστήμονα Μ.Β. Λομονόσοφ στην επιστημονική αντίληψη ότι η θερμότητα δεν είναι κάποιο άυλο άβαρο «ρευστό», αλλά κίνηση μορίων. Η ιδέα αυτή αποδείχτηκε από την επιστήμη και στάθηκε μια από τις λαμπρότερες κατακτήσεις της.

Η υλιστική θέση ότι η αλληλεπίδραση των σωμάτων, που βρίσκονται σε απόσταση το ένα από το άλλο, είναι αδύνατη χωρίς έναν υλικό φορέα αυτής της αλληλεπίδρασης, οδήγησε στη γένεση της προοδευτικής για την εποχή υπόθεσης για τον «κοσμικό αιθέρα», που γεμίζει όλο τον χώρο. Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής της υπόθεσης είναι η σύγχρονη θεωρία για το «φυσικό πεδίο» σαν ιδιαίτερη ειδική μορφή της ύλης. Χωρίς τη θεωρία του υλικού πεδίου δεν μπορεί να νοηθεί η σύγχρονη φυσική, που η θεωρία αυτή αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της.

Η υλιστική αντίληψη για την πραγματικότητα των ατόμων οδήγησε τον Α. Μ. Μπουτλερόφ στη δημιουργία της θεωρίας της χημικής δομής, που υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα ορόσημα στην εξέλιξη της επιστήμης.

Οι υλιστικές αντιλήψεις για τη σύνδεση του ζωντανού οργανισμού με το υλικό περιβάλλον του βοήθησαν ν’ ανακαλυφθεί η πηγή της εξέλιξης του ζωικού κόσμου και προώθησαν πολύ τη βιολογία.

Από τα γεγονότα αυτά βλέπουμε ότι υπάρχει εσωτερική σύνδεση ανάμεσα στην εξέλιξη της επιστήμης και την εξέλιξη του υλισμού.

Οι αστοί φιλόσοφοι επιδιώκουν με κάθε τρόπο να μειώσουν το ρόλο του υλισμού στην ιστορία της γνώσης. Μα οι προσπάθειές τους αυτές είναι μάταιες: η ιστορία της φιλοσοφίας είναι ιστορία της γένεσης και της εξέλιξης της επιστημονικής υλιστικής κοσμοθεωρίας και των νόμων της στην πάλη κατά του εχθρικού προς την επιστήμη ιδεαλισμού. Στις προσπάθειές τους να δυσφημίσουν τον υλισμό, οι αστοί φιλόσοφοι αποδίδουν στους υλιστές το κήρυγμα του εγωισμού, της κοιλιοδουλείας και τις άλλες ανήθικες ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τους ίδιους τους κεφαλαιοκράτες. Η συκοφάντηση αυτή της υλιστικής φιλοσοφίας αποκαλύπτει την ιδεολογική φτώχια της σύγχρονης αστικής τάξης, που δε διστάζει να χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να ανασκευάσει τον υλισμό.

Η μεγάλη υπηρεσία του υλισμού στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι ότι θεμελίωσε τον αθεϊσμό, που πηγάζει άμεσα από την υλιστική λύση του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας. Η θρησκεία, που στη διάρκεια χιλιετιών της ανθρώπινης ιστορίας καθαγίαζε την υποδούλωση του ανθρώπου από άνθρωπο και εξυμνούσε την αμάθεια σαν «μακαριότητα», βρίσκει στο πρόσωπο της υλιστικής φιλοσοφίας έναν αδιάλλακτο αντίπαλο. Με το ξεσκέπασμα των θρησκευτικών προλήψεων ο υλισμός εμπνέει στον άνθρωπο πίστη στις δυνάμεις του, στη δυνατότητα να κατακτήσει την ευτυχία εδώ, στη γη, κι όχι σε κάποιο φανταστικό μεταθανάτιο κόσμο.

Αντίθετα, ο ιδεαλισμός δέχεται την ύπαρξη υπερφυσικών άυλων, μυστικών δυνάμεων. Όπως κι αν ονομάζουν οι ιδεαλιστές την υπερυλική αυτή δύναμη, σ΄όλες τις περιπτώσεις οι ονομασίες αυτές είναι απλώς συνώνυμα του θεού. Γι’ αυτό ο ιδεαλισμός αποτελεί μια εκλεπτυσμένη, εξωραϊσμένη παπαδοσύνη, που εκθέτει με επιστημονικοφάνεια τα θρησκευτικά δόγματα. «Όλοι οι ιδεαλιστές, τόσο της φιλοσοφίας, όσο και της θρησκείας, τόσο οι παλιοί, όσο και οι καινούργιοι- τονίζουν οι Μαρξ και Ένγκελς- πιστεύουν στη θεία έμπνευση, στην αποκάλυψη, στους σωτήρες, στους θαυματουργούς, και μόνο από τη βαθμίδα της μόρφωσής τους εξαρτιέται το αν η πίστη αυτή παίρνει χοντροκομμένη, θρησκευτική μορφή ή διαφωτιστική, φιλοσοφική μορφή..»( Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Άπαντα τομ. 4ος, 1937, σελ. 532).

Ο ιδεαλισμός έτσι είτ’ αλλιώς ανάγεται πάντα στην υπεράσπιση ή στην υποστήριξη της θρησκείας και από τη φύση του είναι βαθιά εχθρικός προς την επιστήμη.

Εξαιρετικά εχθρικός προς την επιστήμη είναι ο σύγχρονος ιδεαλισμός, που αποτελεί την κοσμοθεωρία της ιμπεριαλιστικής κεφαλαιοκρατίας, της τάξης που έχει κηρύξει εκστρατεία κατά της επιστημονικής γνώσης και της αλήθειας γενικά, Ένας από τους εκπρόσωπους της αντιδραστικής αμερικανικής φιλοσοφίας του «περσοναλισμού», ο Χόκκινγκ, εκφράζει τη λύπη του, γιατί η εκκλησία προσπαθούσε ως τώρα να καταπραΰνει την επιστήμη και υποχωρούσε στην πίεσή της, αναζητώντας άσυλο σε ανεξερεύνητες ακόμα περιοχές. Ο Χόκκινγκ καταδικάζει αυτή την «τακτική άμυνας» και απαιτεί «επίθεση κατά της επιστήμης. Ένας άλλος αντιδραστικός φιλόσοφος, ο Φλιούελινγκ, δηλώνει κατηγορηματικά: «Το καλύτερο που έχει να κάνει η φιλοσοφία, είναι να δείξει λογικότητα με την παραδοχή του θεού». Έτσι, αναβιώνοντας το μεσαιωνικό σκοταδισμό, η σύγχρονη ιδεαλιστική φιλοσοφία δείχνει παραστατικά την έχθρα της προς την επιστήμη.

Μόνο ο διαλεκτικός υλισμός είναι πραγματικά επιστημονική κοσμοθεωρία.

Ο δημιουργικός χαρακτήρας του διαλεκτικού υλισμού

Ο διαλεκτικός υλισμός σαν κοσμοθεωρία, βασισμένη στα δεδομένα της επιστήμης και της πράξης, ξεκινάει από την άποψη ότι το προτσές της γνώσης ποτέ δεν εξαντλεί ως το τέλος το αντικείμενο, ότι η γνώση δεν έχει όρια και γι’ αυτό η αξίωση των προμαρξιστικών φιλοσόφων, ότι δημιουργούν ένα σύστημα γνώσης μια για πάντα δοσμένο, έτοιμο, ολοκληρωμένο, απόλυτο, είναι τελείως ανυπόστατη.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς τόνιζαν συνεχώς ότι η διδασκαλία τους δεν είναι ένα δόγμα, αλλά καθοδήγηση για δράση. Αντιπαράθεταν τη διδασκαλία τους σ΄όλα τα προηγούμενα φιλοσοφικά συστήματα που είχαν δογματικό χαρακτήρα.

Οι δημιουργοί των φιλοσοφικών συστημάτων του παρελθόντος- οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι των εκμεταλλευτριών τάξεων- παρουσίαζαν τις διδασκαλίες τους σαν γνώση απόλυτα τελειωμένη, αμετάβλητη. Αντίθετα, το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της μαρξιστικής- λενινιστικής φιλοσοφίας, που την ξεχωρίζει ριζικά από όλες τις προηγούμενες διδασκαλίες, είναι ο δημιουργικός, αντιδογματικός της χαρακτήρας, που έχει την πηγή του στην αδιάρηκτη σύνδεσή της, με την πράξη, με τη ζωή, με τον αγώνα της εργατικής τάξης για τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό. Η ενότητα θεωρίας και επαναστατικής πράξης ενυπάρχει στο μαρξισμό. Η φιλοσοφία του μαρξισμού θεωρεί την κοινωνική πρακτική δράση και βάση της γνώσης και μέσο επαλήθευσης της γνώσης. Σ’ αυτό εκδηλώνεταιπαραστατικά ο δημιουργικός, δραστικός, αντιδογματικός χαρακτήρας της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Τονίζοντας αυτό το βασικό γνώρισμα όλης της κοσμοθεωρίας του μαρξισμού, που τον ξεχωρίζει κατ’ αρχήν από τον οπορτουνισμό, τον οποίο χαρακτηρίζει διάσταση θεωρίας και πράξης, ο Β.Ι. Λένιν έγραφε: «Δεν μπορεί να υπάρχει δογματισμός εκεί που υπέρτατο και μοναδικό κριτήριο της θεωρίας τίθεται η συμφωνία της με την πραγματική πορεία της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης…»(Β.Ι.Λένιν, Άπαντα, τόμος 1ος , σελ. 280).

Η συνεχής εξέλιξη είναι γνώρισμα της βαθύτατης ζωτικότητας του διαλεκτικού υλισμού. Χάρη σε αυτό το γνώρισμα ο διαλεκτικός υλισμός μπορεί να γενικεύει θεωρητικά όχι μόνο τα δεδομένα του παρελθόντος, αλλά και το παρόν, καθως επίσης και να προβλέπει επιστημονικά το μέλλον. Τη σπουδαιότατη αυτή ιδιότητα δεν την είχε κανένα φιλοσοφικό σύστημα πριν από το Μαρξ: τις περισσότερες προμαρξιστικές φιλοσοφικές διδασκαλίες τις χαρακτήριζε μια δουλόπρεπη προσήλωση στο παρελθόν, η οποία αντανακλούσε τα συμφέροντα των εκμεταλλευτριών τάξεων. Μόνο ο διαλεκτικός υλισμός δίνει τη δυνατότητα να γενικεύουμε τα γεγονότα που συντελούνται μπροστά στα μάτια μας, να προβλέπουμε την παραπέρα πορεία τους και να οργανώνουμε αντίστοιχα την πρακτική δουλειά.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανέπτυσσαν στις συνθήκες του προμονοπωλιακού καπιταλισμού τη φιλοσοφία που δημιούργησαν οι ίδιοι, γενικεύοντας θεωρητικά την ιστορική πείρα και τις ανακαλύψεις της φυσιογνωσίας του 19ου αιώνα. Οι νέες ιστορικές συνθήκες της εποχής του ιμπεριαλισμού και των προλεταριακών επαναστάσεων, τα νέα δεδομένα της επιστήμης έβαλαν το πρόβλημα της παραπέρα ανάπτυξης του μαρξισμού, μαζί και το πρόβλημα της παραπέρα ανάπτυξης του λενινισμού. Το πρόβλημα αυτό το έλυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα, ο Β. Ι. Λένιν και οι πιο στενοί συναγωνιστές και μαθητές του.

Ο διαλεκτικός υλισμός είναι ζωντανή, δημιουργική, αναπτυσσόμενη διδασκαλία. Θα ήταν σχολαστικισμός και ταλμουδισμός να θεωρούνται ο διαλεκτικός υλισμός, τα επιμέρους συμπεράσματα και οι διατυπώσεις του διαλεκτικού υλισμού, συλλογή δογμάτων που δεν αλλάζουν ποτέ, παρά την αλλαγή των συνθηκών εξέλιξης της κοινωνίας. Η κατάκτηση του διαλεκτικού υλισμού δεν έχει τίποτε το κοινό με την απλή εκμάθηση των συμπερασμάτων και των διατυπώσεών του. Κατέχω τη μαρξιστική διαλεκτική μέθοδο και τον μαρξιστικό φιλοσοφικό υλισμό σημαίνει μαθαίνω να εφαρμόζω και την πρώτη και τον δεύτερο για τη λύση των προβλημάτων της επιστήμης και της πρακτικής δράσης, για την επίτευξη νέων πορισμάτων της επιστήμης και τον καθορισμό των τρόπων επίλυσης των πρακτικών καθηκόντων.

 

2. Η κομματικότητα του διαλεκτικού υλισμού  

 

 Ο διαλεκτικός υλισμός είναι η θεωρητική έκφραση των θεμελιακών συμφερόντων της εργατικής τάξης   Στις συνθήκες της ταξικής κοινωνίας κάθε φιλοσοφία αποτελεί έκφραση των συμφερόντων κάποιας τάξης, κοσμοθεωρία κάποιου κόμματος. Ακομματική, ουδέτερη, αδιάφορη φιλοσοφία απέναντι στα συμφέροντα της μιας ή της άλλης τάξης δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει, όσο υπάρχουν τάξεις και ταξική πάλη. Δεν μπορεί να ζει κανείς σε ταξική κοινωνία και να μην ανήκει έτσι είτε αλλιώς σε μια από τις τάξεις αυτής της κοινωνίας, δεν μπορεί να στέκει παράμερα από την ταξική πάλη και να είναι στις απόψεις του για τον κόσμο ανεξάρτητος από τα συμφέροντα μιας ορισμένης τάξης. Ο Β. Ι. Λένιν γράφει : «το να περιμένει κανείς αμερόληπτη επιστήμη στην κοινωνία της μισθωτής δουλείας είναι το ίδιο ανόητη αφέλεια όπως το να περιμένει από τους εργοστασιάρχες αμεροληψία στο ζήτημα, αν πρέπει να αυξήσουν τα μεροκάματα των εργατών, ελαττώνοντας τα κέρδη του κεφαλαίου» (Β.Ι Λενιν, Άπαντα, τόμος 19ος, σελ. 3).

Οι αστοί φιλόσοφοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να κρύψουν τον κομματικό χαρακτήρα των θεωριών τους, ενώ το χαρακτηριστικό γνώρισμα του διαλεκτικού υλισμού είναι η απροκάλυπτη, ανοιχτή, μαχόμενη κομματικότητα. Η αστική τάξη κρύβει τον κομματικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας της, επειδή η φιλοσοφία αυτή υπερασπίζει τα ταξικά συμφέροντα των εκμεταλλευτών, τα συμφέροντα μιας μηδαμινής μειοψηφίας ανθρώπων, που είναι αντίθετα με τα συμφέροντα της συντριπτικής μάζας της ανθρωπότητας. Η «ακομματικότητα» της αστικής φιλοσοφίας είναι το υποκριτικό προκάλυμμα της ταξικής της ιδιοτέλειας. «Η ακομματικότητα στην αστική κοινωνία- έλεγε ο Λένιν- είναι απλώς μια υποκριτική, συγκαλυμμένη, παθητική εκδήλωση του ότι ανήκει κανείς στο κόμμα των χορτάτων, στο κόμμα των κυρίαρχων, στο κόμμα των εκμεταλλευτών» (Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 10ος , σελ. 62).

Η φιλοσοφία του μαρξισμού-λενινισμού δρα αποκάλυπτα και ανοιχτά εξ ονόματος της εργατικής τάξης και αυτονομάζεται κοσμοθεωρία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Δεν κρύβει ότι εξετάζει τον κόσμο και τα φαινόμενά του από τις θέσεις της εργατικής τάξης, των εργαζομένων, ότι κατά την ερμηνεία των φαινομένων της κοινωνικής ζωής εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, των εργαζομένων.

Αν όμως η φιλοσοφία εξετάζει και ερμηνεύει τα φαινόμενα του γύρω κόσμου και ιδιαίτερα τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής με το πρίσμα των συμφερόντων μιας ορισμένης τάξης, δε διαστρεβλώνει άραγε σ’ αυτή την περίπτωση τον κόσμο και τους νόμους του, δε δίνει άραγε στις θεωρητικές της θέσεις και στα θεωρητικά της συμπεράσματα μια ενσυνείδητα διαστρεβλωμένη, προσαρμοσμένη στα ταξικά συμφέροντα εικόνα του κόσμου;

Όσον αφορά την αστική, ιδιαίτερα τη σύγχρονη, φιλοσοφία, πράγματι αυτό γίνεται. Τα ταξικά συμφέροντα της σύγχρονης αστικής τάξης όχι μόνο δε συμπίπτουν με την αντικειμενική πορεία της εξέλιξης της κοινωνίας, μα και είναι κατ’ ευθείαν αντίθετα μ’ αυτην. Η σύγχρονη κοινωνική ζωή εξαιτίας των αντικειμενικών νόμων, που δεν εξαρτώνται από τη θέληση των ανθρώπων, αναπτύσσεται στο δρόμο του αναπόφευκτου χαμού της παλιάς, της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και της νίκης της καινούργιας, της κομμουνιστικής κοινωνίας. Είναι ξεκάθαρο ότι η αστική τάξη δεν μπορεί να το ανεχθεί αυτό. Και γι’ αυτό οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης, στην προσπάθειά τους να υπερασπίσουν τον καπιταλισμό από το χαμό του, κρύβουν τις πληγές του, διαστρεβλώνουν ενσυνείδητα τις νομοτέλειες της κοινωνικής εξέλιξης, εξιδανικεύουν τον καπιταλισμό και τους νόμους του.

Άλλο πράγμα είναι η εργατική τάξη. Τα ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης όχι μόνο δεν αντίκεινται στην αντικειμενική νομοτέλεια της εξέλιξης της κοινωνίας, αλλά και συμπίπτουν ολότελα με αυτήν. Με όσο μεγαλύτερη συνέπεια αγωνίζεται η εργατική τάξη για την πραγματοποίηση των ταξικών της συμφερόντων σε τόσο μεγαλύτερο βαθμό συμβάλλει στην εξέλιξη της κοινωνίας, σύμφωνα με τους αντικειμενικούς νόμους που δεν εξαρτώνται από τη θέληση των ανθρώπων.

Γι’ αυτό το λόγο η εργατική τάξη, οι ιδεολογικοί της εκπρόσωποι βάζουν για σκοπό τους να γνωρίσουν ολόπλευρα τους νόμους εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας, να δώσουν μια πιστή, χωρίς καμιά διαστρέβλωση, φιλοσοφική απεικόνιση του κόσμου. Όσο πληρέστερα θα εκφράζονται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στη φιλοσοφία, τόσο ακριβέστερα, πληρέστερα, βαθύτερα θα απεικονίζονται οι αντικειμενικοί νόμοι του κόσμου που μας περιβάλλει. Όσο πιο πιστή, πιο ολόπλευρη είναι η εικόνα του κόσμου, η οποία αναπλάθεται στη μαρξιστική φιλοσοφία, τόσο βαθύτερα αντανακλά τα ιστορικά καθήκοντα της εργατικής τάξης και του κόμματός της. Για να μιλήσουμε αλλιώς, όσο συνεπέστερα θα εφαρμόζουμε την αρχή της μαρξιστικής-λενινιστικής κομματικότητας στη φιλοσοφία, τόσο πιο εξασφαλισμένοι θα είμαστε από τον κίνδυνο λαθών κατά την εξήγηση των φαινομένων της φύσης και της κοινωνίας που μελετάμε.

Ακριβώς επειδή ο κομματικός χαρακτήρας της μαρξιστικής-λενινιστική κοσμοθεωρίας συμπίπτει πέρα για πέρα με την αντικειμενική αλήθεια, τα κομμουνιστικά κόμματα υποστηρίζουν μπροστά σε όλο τον κόσμο θαρραλέα και παληκαρίσια την κομματικότητα της κοσμοθεωρίας τους, της πολιτικής και της ιδεολογίας τους.

Λαμπρή έκφραση της πάλης του Κομμουνιστικού Κόμματος για τη συνεπή κομματικότητα της μαρξιστικής- λενινιστικής φιλοσοφίας είναι η πλατιά δημιουργική συζήτηση που οργάνωσε η ΚΕ του ΚΚΣΕ για το βιβλίο του Γ.Φ. Αλεξαντρόφ «Ιστορία της δυτικοευρωπαϊκής φιλοσοφίας».

Η ΚΕ του ΚΚΣΕ τόνισε τον κίνδυνο αντικειμενιστικών λαθών και απομάκρυνσης από την αρχή της κομματικότητας στη φιλοσοφία στη σημερινή περίοδο, που μπροστά στο Κομμουνιστικό Κόμμα ορθώνονται με τεράστια δύναμη τα καθήκοντα του παραπέρα αγώνα για το ανέβασμα της κομμουνιστικής συνείδησης των μαζών, για την εξάλειψη των επιβιώσεων του καπιταλισμού στη συνείδηση των ανθρώπων, για την ανάπτυξη και την ακόμα μεγαλύτερη στερέωση της ηθικοπολιτικής ενότητας της σοβιετικής κοινωνίας.

Οι υποδείξεις αυτές έδωσαν σωστό, βαθύ προσανατολισμό στους σοβιετικούς φιλοσόφους και καθάρισαν το έδαφος από τις κάθε λογής λαθεμένες απόψεις.

Στα μεταπολεμικά χρόνια, όπως και σ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου εξέλιξης, το ΚΚΣΕ διεξήγαγε και διεξάγει επίμονο και αμείλικτο αγώνα εναντίον όλων των παραλλαγών της αστικής ιδεολογίας και εκτροπών από τον υλισμό, κατά του εκχυδαϊσμού του μαρξισμού, κατά του δογματισμού και του σχολαστικισμού.

Θα ήταν λάθος να νομίζουμε ότι στις σημερινές συνθήκες, που στη σοβιετική σοσιαλιστική κοινωνία δεν υπάρχουν πια τάξεις εχθρικές προς τον κομμουνισμό, που η σοβιετική κοινωνία, που η σοβιετική κοινωνία είναι ενιαία από ηθικοπολιτική άποψη, δεν μπορούν πια να διεισδύουν στο περιβάλλον των σοβιετικών ανθρώπων αστικές απόψεις και ιδέες. Τα υπολείμματα της αστικής ιδεολογίας, οι διάφορες μη μαρξιστικές «απόψεις» και «αντιλήψεις» δεν έχουν ακόμα ξεπεραστεί εντελώς στη ζωή, όπως επίσης δεν έχουν εξαλειφθεί εντελώς και οι επιβιώσεις ψυχολογίας και ηθικής ατομικού ιδιοκτήτη. Οι επιβιώσεις αυτές κρατιούνται γερά στη ζωή, ξαναζεσταίνονται από την κεφαλαιοκρατική περικύκλωση και πρέπει να καταπολεμούνται αποφασιστικά.

Οι σοβιετικοί άνθρωποι διδάσκει ο μαρξισμός- λενινισμός, πρέπει να είναι αποφασιστικοί, προσηλωμένοι στις αρχές και αμείλικτοι στην πάλη εναντίον των ταξικών εχθρών της κοσμοθεωρίας τους, στην πάλη κατά της αστικής ιδεολογίας.

 

Ο διαλεκτικός υλισμός είναι η θεωρητική βάση της σοβιετικής επιστήμης   Ο διαλεκτικός υλισμός είναι η θεωρητική βάση της σοβιετικής φυσιογνωσίας. Η διαλεκτικο-υλιστική κοσμοθεωρία των σοβιετικών φυσιοδιφών τους εξοπλίζει με τη μοναδικά επιστημονική μέθοδο γνώσης, με τη μοναδικά επιστημονική φιλοσοφική ερμηνεία των φαινομένων της φύσης. Οι λαμπρές επιτυχίες της επιστήμης συνδέονται αδιάρρηκτα με τη δημιουργική εφαρμογή του διαλεκτικού υλισμού στην έρευνα της φύσης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της επίδρασης του διαλεκτικού υλισμού στη φυσιογνωσία αποτελεί η εξέλιξη της σοβιετικής βιολογικής επιστήμης. Η μιτσουρινική βιολογία ξεκινάει από την άποψη ότι υπάρχει αδιάρρηκτη εσωτερική σύνδεση και αλληλοκαθορισμός ανάμεσα στον οργανισμό και τις συνθήκες ύπαρξής του. Εφαρμόζοντας με συνέπεια τη διαλεκτική αυτή άποψη, η μιτσουρινική αποκαλύπτει τις νομοτέλειες που καθορίζουν την εξέλιξη των ζωντανών όντων, τις νομοτέλειες της αλλαγής της κληρονομικότητας που ενυπάρχει σε αυτά. Χωρίς να περιορίζεται στην απλή εξήγηση των βιολογικών προτσές, η μιτσουρινική βιολογία θεμελιώνει θεωρητικά και πραγματοποιεί πρακτικά την αλλαγή των φυτών και των ζώων. «Μόνο πάνω στη βάση της διδασκαλίας των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν- έγραφε ο Ι.Β. Μιτσούριν- μπορεί να ανοικοδομηθεί ξανά και ολοκληρωτικά η επιστήμη» (Μιτσούριν, Διαλεκτά Έργα, Μόσχα 1948, σελ. 508). Οι μιτσουρινικοί, εξοπλισμένοι με τη διαλεκτικο-υλιστική κοσμοθεωρία, έκαναν αποφασιστική κριτική κατά του βαϊσμανισμού- μοργκανισμού και της διδασκαλίας για αμετάβλητη κληρονομικότητα και απέδειξαν ότι η αστική αυτή διδασκαλία είναι και θεωρητικά και πρακτικά ανυπόστατη.

Λαμπρές επιτυχίες σημείωσε η σοβιετική υλιστική φυσιολογία. Η θεωρία του ακαδημαϊκού Ι. Π. Παβλόφ για τα επίκτητα- εξαρτημένα και τα συγγενή- απόλυτα αντανακλαστικά, για το πρώτο και το δεύτερο σύστημα σημάτων, αποτέλεσε τη διαλεκτικο-υλιστική έρευνα της ανώτερης νευρικής λειτουργίας. Η φυσιολογική θεωρία του Παβλόφ ξεσκέπασε ολοκληρωτικά την ψευτοεπιστημονική, ιδεαλιστική ερμηνεία της ανώτερης νευρικής λειτουργίας και επικύρωσε πειραματικά τη διαλεκτική- υλιστική κατανόηση της αμοιβαίας σχέσης ψυχικού και φυσικού.

Σημαντικότατες επιτυχίες σημείωσε η σοβιετική εδαφολογία, ανακαλύπτοντας τα σύνθετα βιοχημικά προτσές, που καθορίζουν τη γονιμότητα του εδάφους, και δείχνοντας τους συγκεκριμένους δρόμους για το ανέβασμα της αποδοτικότητας του εδάφους. Ο γνωστός εκπρόσωπος της σοβιετικής εδαφολογίας ακαδημαϊκός Β. Ρ. Βίλλιαμς χαρακτήρισε με τα παρακάτω λόγια το ρόλο του διαλεκτικού υλισμού στις επιστημονικές του έρευνες: «Αν έχω κάνει κάτι στην επιστήμη, αυτό το χρωστώ μόνο σ’ αυτή τη φιλοσοφία, στις μεθοδολογικές της αρχές» («Πράβντα», 7/3/1952).

Το ίδιο ισχύει σε ίσο βαθμό και για όλους τους κλάδους της σοβιετικής φυσιογνωσίας.

Τη στιγμή που η αστική επιστήμη υπηρετεί το κεφαλαιοκρατικό καθεστώς, την ιμπεριαλιστική κεφαλαιοκρατία που πιέζει και κρατάει υπόδουλους τους εργαζόμενους, που ετοιμάζει νέο παγκόσμιο πόλεμο, η επιστήμη της Σοβιετικής χώρας αποβλέπει στην εξύψωση και στην έξαρση του ανθρώπου, στην ανακάλυψη και στην ανάπτυξη όλων των πνευματικών και σωματικών του δυνάμεων: αποβλέπει στη δημιουργία πνευματικών αξιών και αφθονίας υλικών αγαθών για τα εκατομμύρια εργαζόμενους, στη μετατροπή του ανθρώπου σε παντοδύναμο κυρίαρχο της φύσης.

 

Ο διαλεκτικός υλισμός είναι το θεωρητικό θεμέλιο του κομμουνισμού. Ο επιστημονικός κομμουνισμός ονομάζεται επιστημονικός, επειδή ακριβώς βασίζεται στην επιστημονικο-φιλοσοφική, διαλεκτικο-υλιστική αντίληψη για την κοινωνική ζωή. Οι ουτοπιστές σοσιαλιστές, μην ξέροντας τους νόμους εξέλιξης της κοινωνίας και πραγματευόμενοι ιδεαλιστικά τα κοινωνικά φαινόμενα, θεωρούσαν ότι ο σοσιαλισμός ανταποκρίνεται στα αιτήματα του «λογικού», της «καθολικής ηθικής», της «δικαιοσύνης» και δημιουργείται ανεξάρτητα από τις υλικές συνθήκες, χάρη στις αγαθές προθέσεις «εξεχόντων προσώπων», που πείθονται ότι το σοσιαλιστικό ιδανικό είναι σωστό, λογικό και δίκαιο, και καταπιάνονται με την πραγματοποίησή του.

Ο ουτοπικός σοσιαλισμός ονειροβατούσε σχετικά με τη ζωή, ενώ χρειαζόταν γερή σύνδεση με την πραγματικότητα. Οι ουτοπιστές έβλεπαν τον καπιταλισμό σαν μια ολέθρια συνέπεια της έλλειψης ανθρώπινου λογικού, της αμάθειας, της μη κατανόησης της ίδιας της φύσης. Οι ουτοπιστές ήταν μεταφυσικοί που δεν καταλάβαιναν την αναγκαιότητα, το καθορισμένο της εξέλιξης της κοινωνίας, που υπόκειται σε αντικειμενικούς όρους. Από την άποψη των ουτοπιστών ο σοσιαλισμός μπορούσε να εμφανιστεί σ’ οποιαδήποτε εποχή, ακόμα και πριν από 500 χρόνια, αν κάποια μεγαλοφυία είχε εφεύρει την ιδέα του σοσιαλισμού.

Σε αντίθεση προς τους ουτοπιστές σοσιαλιστές, ο Μαρξ και ο Ένγκελς απέδειξαν ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι απλώς όνειρο, αλλά το αναγκαίο, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της εξέλιξης της κοινωνίας, αποτέλεσμα που δεν καθορίζεται από την «ελεύθερη απόφαση»,, ούτε από την «καλή θέληση» των ανθρώπων, μα απ’ όλη την προηγούμενη εξέλιξη της κοινωνίας. «Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, οι μεγάλοι δάσκαλοι του προλεταριάτου, αντίθετα από τους ουτοπιστές σοσιαλιστές εξήγησαν πρώτοι πως ο σοσιαλισμός δεν είναι μια επινόηση ονειροπόλων (ουτοπιστών), αλλά το αναγκαίο αποτέλεσμα της εξέλιξης της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Έδειξαν πως το κεφαλαιοκρατικό καθεστώς θα πέσει, όπως έπεσε το καθεστώς της δουλοπαροικίας, πως ο καπιταλισμός δημιουργεί ο ίδιος το νεκροθάφτη του στο πρόσωπο του προλεταριάτου» («Ιστορία του ΚΚ(Μπ.) της ΕΣΣΔ» Επιτομή, σελ. 11).

Η ουσία της φιλοσοφικής θεμελίωσης της θεωρίας και της πράξης του επιστημονικού κομμουνισμού συνίσταται στην ανακάλυψη και την έρευνα των νόμων εξέλιξης της κοινωνίας, των νόμων του περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, συνίσταται στην εξήγηση των δρόμων και των μέσων για τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό της κοινωνικής ζωής με βάση τη συνειδητή χρησιμοποίηση των νομοτελειών της κοινωνικής εξέλιξης, που καθορίζουν την αναγκαιότητα του κομμουνισμού σαν ανώτερης βαθμίδας εξέλιξης της ανθρωπότητας.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανέπτυσσαν την υλιστική φιλοσοφία σαν θεωρητικό βάθρο του κομμουνισμού. Εξετάζοντας τον άνθρωπο, τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους σαν κάτι που καθορίζεται από τις μεταβαλλόμενες υλικές συνθήκες της κοινωνικής ζωής, οι θεμελιωτές του μαρξισμού ανακάλυψαν την οργανική σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στη με συνέπεια και ολόπλευρα εφαρμοζόμενη υλιστική αντίληψη του κόσμου και στο σοσιαλισμό.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς επεξέτειναν τον διαλεκτικό υλισμό στην κατανόηση της κοινωνικής ζωής και ένωσαν τη φιλοσοφία με την επαναστατική πράξη, με την πολιτική, με τον αγώνα κατά του καπιταλισμού. Γι’ αυτό ακριβώς χαρακτήριζαν το διαλεκτικό υλισμό, τονίζοντας ότι «για τον πρακτικό υλιστή, δηλ. για τον κομμουνιστή, όλο το ζήτημα είναι ν’ αλλάξει επαναστατικά τον υπάρχοντα κόσμο, να στραφεί πρακτικά κατά της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και να την αλλάξει» (Κ.Μαρξ & Φ. Ένγκελς, Άπαντα, τόμος 4ος, σελ. 33)

Αναπόφευκτη συνέπεια της ιδεαλιστικής αντίληψης της ιστορίας, του μεταφυσικού τρόπου εξέτασης της κοινωνικής ζωής ήταν ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές- ο Φουριέ, ο Σαιν- Σιμόν, ο Όουεν και οι άλλοι ουτοπιστές- δεν καταλάβαιναν τους πραγματικούς δρόμους για την πραγματοποίηση του σοσιαλιστικού ιδανικού. Οι στοχαστές αυτοί φαντάζονταν ότι ο σοσιαλισμός θα πραγματοποιηθεί με τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών, γιατί δεν έβλεπαν ότι στις ιδέες αυτές αντιπαρατίθενται όχι μόνο ιδέες εχθρικές, αλλά και (αυτό είναι το βασικό) τάξεις εχθρικές προς αυτές, που πολεμούν το σοσιαλισμό όχι εξαιτίας της «μη συνειδητότητάς» τους, αλλά επειδή αυτές, οι εκμεταλλευτικές τάξεις, έχουν πλήρη επίγνωση των συμφερόντων τους, είναι εχθρικές προς τους εργαζόμενους. Οι ουτοπιστές δεν καταλάβαιναν το ρόλο της εργατικής τάξης. Γι’ αυτούς το προλεταριάτο ήταν μονάχα αντικείμενο εκμετάλλευσης, όχι όμως υποκείμενο, δημιουργός της νέας κοινωνίας. Σε αντίθεση προς τους ουτοπιστές οι κλασικοί του μαρξισμού, ερμηνεύοντας υλιστικά το περιεχόμενο του σοσιαλιστικού ιδανικού, αποκαλύπτοντας διαλεκτικά την ανειρήνευτη αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, έδειξαν ότι η εχθρική προς το σοσιαλισμό υλική δύναμη μπορεί να ανατραπεί από μια επίσης υλική δύναμη, στην πορεία της ταξικής πάλης μέσω της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Ο μαρξισμός διδάσκει ότι για να πραγματοποιηθεί έμπρακτα το ιστορικό πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό είναι αναγκαία η ταξική οργάνωση του προλεταριάτου, είναι αναγκαίο το Κομμουνιστικό Κόμμα που οδηγεί το προλεταριάτο στη σοσιαλιστική επανάσταση, είναι αναγκαία η δικτατορία του προλεταριάτου. Ο διαλεκτικός υλισμός, σαν διδασκαλία της νομοτελειακής αλλαγής όλων των φαινομένων, οδηγεί με αναγκαιότητα στην ανακάλυψη των συγκεκριμένων δρόμων και μέσων πάλης για τη νίκη του σοσιαλισμού.

Σε αντίθεση προς τον οπορτουνισμό που υποβιβάζει τη σημασία της επαναστατικής φιλοσοφικής θεωρίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα εκτιμά εξαιρετικά το ρόλο της σαν θεωρίας που οργανώνει, κινητοποιεί και μετασχηματίζει. Η ιστορία του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης διδάσκει ότι το κόμμα της εργατικής τάξης δεν μπορεί να εκπληρώσει το ρόλο του καθοδηγητή της εργατικής τάξης στον αγώνα κατά του καπιταλισμού, για τη νίκη του σοσιαλισμού, αν δεν κατέχει τη μοναδικά επιστημονική και επαναστατική θεωρία του εργατικού κινήματος- το μαρξισμό-λενινισμό. Το γεγονός ότι ο διαλεκτικός υλισμός είναι η κοσμοθεωρία του Κομμουνιστικού Κόμματος μαρτυρεί εύγλωττα την τεράστια σημασία της φιλοσοφίας του μαρξισμού, το μεγαλειώδικο ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος στο έργο της ανάπτυξης αυτής της φιλοσοφίας.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα πραγματοποιεί την ένωση του επιστημονικού σοσιαλισμού, που θεωρητική του βάση είναι ο διαλεκτικός υλισμός, με το εργατικό κίνημα. Η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία αποτελεί μεγάλη δύναμη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και του σοβιετικού λαού.

Η δύναμη της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας συνίσταται στο ότι δίνει στο κόμμα τη δυνατότητα να προσανατολιστεί στην κατάσταση, να καταλάβει την εσωτερική σύνδεση των γύρω γεγονότων και να διαγνώσει όχι μόνο πώς και προς τα πού εξελίσσονται τα γεγονότα στο παρόν, αλλά και πως και προς τα πού θα εξελίσσονται στο μέλλον.

Η μαρξιστική δαλεκτική εξοπλίζει το Κομμουνιστικό Κόμμα με τη βαθιά κατανόηση του αλληλοκαθορισμού των φαινομένων, της κίνησης και της εξέλιξής τους πάνω στη βάση των αντιθέσεων που ενυπάρχουν στα ίδια τα φαινόμενα: χάρη σε αυτό η μαρξιστικής διαλεκτική αποτελεί αναντικατάστατο ιδεολογικό όπλο του κόμματος στο έργο του κομμουνιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Ο μαρξιστικός υλισμός δίνει στο κόμμα τη μοναδικά επιστημονική ερμηνεία των γύρω φαινομένων, και χάρη σ’ αυτό το γεγονός το κόμμα καθορίζει σωστά τη γραμμή της πάλης σε κάθε δοσμένο στάδιο εξέλιξης της κοινωνίας.

Η στρατηγική και η τακτική του Κομμουνιστικού Κόμματος, το πρόγραμμά του, η πολιτική του βασίζονται στη βαθύτατη επιστημονικο-φιλοσοφική κατανόηση της πραγματικότητας. Αυτού βρίσκεταιμια από τις σπουδαιότερες πηγές της δύναμης και του ακατανίκητου του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης διεξήγαγε ακατάπαυστα αγώνα για την καθαρότητα της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας. Οι εχθροί του κόμματος- μενσεβίκοι, τροτσκιστές, μπουχαρινικοί- αποπειράθηκαν να υποκαταστήσουν τη μαρξιστική διαλεκτική με τη μεταφυσική, με την υποκειμενιστική μέθοδο εξέτασης της πραγματικότητας. Οι εχθροί του κόμματος αποπειράθηκαν να αντικαταστήσουν το μαρξιστικό φιλοσοφικό υλισμό με τον ιδεαλισμό και με διάφορες αγοραίες «θεωρίες», και τον ιστορικό υλισμό τον υποκαθιστούσαν με την ιδεαλιστική ερμηνεία της ιστορίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα τσάκισε όλες αυτές τις απόπειρες να υπονομευθεί ο ρόλος και η σημασία του διαλεκτικού υλισμού και καθοδηγούμενο από αυτή τη μοναδικά επιστημονική και επαναστατική φιλοσοφική θεωρία, αναπτύσσοντας και πλουτίζοντάς την με την πείρα της ιστορικής εξέλιξης και των νέων δεδομένων της επιστήμης, οδήγησε τους λαούς της μεγάλης Πατρίδας μας στην κοσμοϊστορική νίκη του σοσιαλισμού.

Αυτή είναι η δύναμη της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, που αποτελεί το θεωρητικό θεμέλιο του κομμουνισμού, που δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε βαθιά την πραγματικότητα, να ατενίζουμε με θάρρος προς τα μπρος, να προβλέπουμε την πορεία της ιστορικής εξέλιξης και να κινητοποιούμε τις μάζες για τη νίκη του κομμουνισμού κατά του καπιταλισμού.

σημείωση: το κείμενο δακτυλογραφήθηκε και αναρτήθηκε στο Athens Indymedia στις 6/2/2008

Η θεωρια του «συνδυασμου των δυο σε ενα» ειναι μια αντιδραστικη φιλοσοφια υπερ της παλινορθωσης του καπιταλισμου

από το βιβλίο Τρεις Μεγάλες Διαμάχες στο Φιλοσοφικό Μέτωπο στην Κίνα, 1949-1964, Ξενόγλωσσες Εκδόσεις του Κρατικού Εκδοτικού Οργανισμού της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Πεκίνο 1973, Μετάφραση από την Αγγλική: Βασίλης Καμπίτσης, Αθήνα, 1975

 

Η θεωρία του «συνδυασμού των δύο σε ένα» είναι μια αντιδραστική φιλοσοφία υπέρ της παλινόρθωσης του καπιταλισμού

 

Ο μεγάλος μας ηγέτης πρόεδρος Μάο έχει πει: «Κάθε τι διχάζεται σε δύο». «Ο νόμος της αντίθεσης των πραγμάτων, δηλαδή ο νόμος της ενότητας των αντιθέτων, είναι ο θεμελιακός νόμος του διαλεχτικού υλισμού» (Για τις Αντιθέσεις). Αυτή η επιστημονική θέση του προέδρου Μάο, συμπυκνώνει τον αντικειμενικό νόμο των πραγμάτων κι ερμηνεύει διεισδυτικά τον πυρήνα του διαλεχτικού υλισμού. Είναι ένα ισχυρό όπλο στα χέρια του κινέζικου λαού, στον αγώνα του στα μεγάλα μέτωπα της επανάστασης: την ταξική πάλη, την πάλη για την παραγωγή και τον επιστημονικό πειραματισμό, ένα δυνατό όπλο για τη στερέωση της διχτατορίας του προλεταριάτου, για τη συνέχιση της επανάστασης στις συνθήκες της διχτατορίας του προλεταριάτου.

Η πλατειά διάδοση ανάμεσα στο λαό της μεγάλης αλήθειας ότι το «ένα διχάζεται σε δύο» προκάλεσε τον τρόμο και το μίσος σε μια χούφτα ταξικούς εχθρούς, στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Το 1964, ο Λιου Σιαο Σι, υποκίνησε τον Γιανγκ Χσιεν- τσεν, τον πράχτορά του στους φιλοσοφικούς κύκλους, ν’ αρχίσει μια συζήτηση σχετικά με το ζήτημα ότι το ένα «διχάζεται σε δύο» ή του «συνδυασμού των δύο σε ένα».

Η προλεταριακή μας ηγεσία, μ’ επικεφαλής τον Πρόεδρο Μάο, καθοδήγησε από κοντά τον αγώνα στο φιλοσοφικό μέτωπο της Κίνας, έναν αγώνα που αφορούσε μια θεμελιακή αρχή. Με όπλο τη Μαοτσετουγκική σκέψη, εργάτες, αγρότες και στρατιώτες, στελέχη του κόμματος και διανοούμενοι κριτικάρισαν την αντιδραστική θεωρία του «συνδυασμού των δυο σ’ ένα» με βάση την επαναστατική διαλεχτική θεωρία ότι το ένα διχάζεται σε δύο.

Όντας η «θεωρητική βάση» της αντεπαναστατικής ρεβιζιονιστικής γραμμής του Λιου Σιαο-σι, η θεωρία του «συνδυασμού των δύο σ’ ένα» είχε εισχωρήσει σ’ όλους τους τομείς της ζωής: στον πολιτικό, οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτιστικό και καλλιτεχνικό τομέα. Για να εξαφανίσουμε την ολέθρια επίδραση της αντεπαναστατικής, ρεβιζιονιστικής γραμμής του Λιου Σιάο-σι σ’ όλους τους παραπάνω τομείς, πρέπει να εμβαθύνουμε στην κριτική του αστικού ιδεαλισμού και της μεταφυσικής αυτών των πραχτόρων της αστικής τάξης, στην κριτική της αντιδραστικής θεωρίας του «συνδυασμού των δύο σ’ ένα».

 

Μια αντίδραση στη συνέχιση της επανάστασης στις συνθήκες της διχτατορίας του προλεταριάτου

 

Κάτω απ’ τις διαταγές του Λιου Σιάο- σι, ο αποστάτης Γιανγκ Χσιέν- τσεν, που γίνηκε ένα με τους αντιδραστικούς του Κουομιντανγκ, έκανε, σε κάθε κρίσιμη καμπή της σοσιαλιστικής επανάστασης, την εμφάνισή του και αντιμαχόταν το Κόμμα μας στο φιλοσοφικό πεδίο. Αντιτάχτηκε με λύσσα στην επαναστατική προλεταριακή γραμμή του Προέδρου Μάο κι επιχείρησε να χρησιμοποιήσει την αντιδραστική κοσμοθεωρία του «συνδυασμού των δύο σ’ ένα» για να αποπροσανατολίσει το Κόμμα και τη χώρα μας.

Το 1958, ο Γιανγκ Χσιέν- τσεν, με απώτερα κίνητρα, υπεραμυνόταν της χρησιμοποίησης «της ταυτότητας των αντιθέτων» και με υπαινιγμούς επιτιθόταν στο κόμμα μας γιατί αυτό «μιλούσε μόνο για την πάλη των αντιθέτων, όχι όμως και για την ενότητά τους». Σκοπός του ήταν να προετοιμάσει το έδαφος για τη θεωρία του Λιου Σιάο- Σι περί «εξάλειψης της ταξικής πάλης», σε διαμετρική αντίθεση με το μεγάλο έργο του Προέδρου Μάο «Για τη σωστή λύση των αντιθέσεων στους κόλπους του λαού».

Το 1961-62, ο Λιου Σιάο-Σι κι η αντεπαναστατική του κλίκα, σε συμμαχία με το αντικινέζικο ρεύμα των αντιπάλων μας στο εξωτερικό, σχεδίασε μιαν αντεπαναστατική ριζική αναθεώρηση της γενικής γραμμής του Κόμματος. Την ίδια εποχή, ο Γιανγκ Χσιεν Τσεν πάσχιζε να διαδόσει πλατειά την αντιδραστική του φιλοσοφία, αντιτιθέμενος λυσσασμένα, όσο ποτέ άλλοτε, στη φιλοσοφική σκέψη του Προέδρου Μάο. Μιλούσε για «τα κοινά σημεία» στην ενότητα των αντιθέτων, για τα «κοινά σημεία» της Κίνας με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και για τα «κοινά σημεία με μερικές διαφορές» ανάμεσα σ’ εμάς και τους σύγχρονους ρεβιζιονιστές. Προπαγάνδιζε ανοιχτά το «συνδυασμό σε ένα» του προλεταριάτου και της αστικής τάξης, του σοσιαλισμού και του ιμπεριαλισμού, του Μαρξισμού και του ρεβιζιονισμού.

Ο Πρόεδρος Μάο, πρώτος διέκρινε τον κίνδυνο που εγκυμονούσαν τα αντεπαναστατικά, συνωμοτικά σχέδια του Λιου Σιάο-σι και της συμμορίας του κι ειδοποίησε επανειλημμένα το Κόμμα μας και το λαό όλης της χώρας να επαγρυπνούν ενάντια στο ρεβιζιονισμό. Στη 10η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του 8ου συνεδρίου του Κόμματος το 1962, ο πρόεδρος Μάο διατύπωσε με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο τη βασική γραμμή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας για ολόκληρη την ιστορική περίοδο του σοσιαλισμού και μας κάλεσε: «Να μην ξεχνάμε ποτέ την ταξική πάλη». Κάτω απ’ την καθοδήγησή του, το Κόμμα δυνάμωσε την προπαγανδιστική εκστρατεία και τη διαπαιδαγώγηση με βάση την επαναστατική διαλεχτική ότι το ένα διχάζεται σε δύο, προώθησε το κίνημα της σοσιαλιστικής διαπαιδαγώγησης σε πλατειά κλίμακα, ηγήθηκε της ανοιχτής πολεμικής ενάντια στο σύγχρονο ρεβιζιονισμό, καταφέρνοντας συντριπτικά χτυπήματα στους ταξικούς εχθρούς στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας. Όμως όλες αυτές οι προειδοποιήσεις κι αγώνες δεν μπόρεσαν κι ούτε μπορούσαν ν’ αλλάξουν την αντεπαναστατική φύση του Λιου Σιάο-σι, του Γιάνγκ Χσιεν-τσεν και Σια που ανυπομονούσαν να παλινορθώσουν τον καπιταλισμό. Πρώτος ο Γιανγκ Χσιεν-τσεν πλασάρισε ανοιχτά τη θεωρία του του «συνδυασμού των δύο σ’ ένα» στην πρώην Ανώτερη Κομματική Σχολή που καθοδηγούνταν άμεσα απ’ την Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Ύστερα από προσεχτική προετοιμασία, η αντιδραστική του αυτή φιλοσοφία δόθηκε στη δημοσιότητα το 1964.

Ο Λένιν έχει πει πως ο αγώνας στο φιλοσοφικό πεδίο, «σε τελευταία ανάλυση, αντικατοπτρίζει τις τάσεις και την ιδεολογία των ανταγωνιστικών τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία» (Υλισμός και εμπειριοκριτισμός). Η επινόηση της θεωρίας του «συνδυασμού των δύο σε ένα», προοριζόταν απ’ τη μια να ικανοποιήσει τις ανάγκες του ιμπεριαλισμού και του σοσιαλιμπεριαλισμού στο εξωτερικό, τα φιλόδοξα σχέδιά τους για τη συντριβή της μεγάλης σοσιαλιστικής Κίνας, και, απ’ την άλλη, τις ανάγκες της αντεπαναστατικής αστικής τάξης, για την παλινόρθωση του καπιταλισμού στο εσωτερικό. Ήταν μια φιλοσοφία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του Λιου Σιαο-σι, που εξυπηρετούσε τις προσπάθειές του για την παλινόρθωση του καπιταλισμού, κι αντιτιθόταν στη συνέχιση της επανάστασης στις συνθήκες της διχτατορίας του προλεταριάτου.

 

Ολοκληρωτικός αστικός ιδεαλισμός και μεταφυσική

 

Για ν’ αντιταχθούν στη Μαρξιστική φιλοσοφία, όλοι οι οπορτουνιστές και οι ρεβιζιονιστές κάνουν ό,τι μπορούν για να εξαλείψουν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό, ανάμεσα στη διαλεχτική και τη μεταφυσική. Ο Γιανγκ Χσιέν-τσεν, προπαγανδίζοντας την αντιδραστική θεωρία του «συνδυασμού των δύο σ’ ένα», κατέφυγε κι αυτός στην ίδια αντεπαναστατική ταχτική. Έντυσε την αντιδραστική του θεωρία με διαλεχτικό μανδύα και φλυαρούσε ότι «ο συνδυασμός των δύο σ’ ένα» και το «ένα διχάζεται σε δύο» έχουν την ίδια σημασία, προσπαθώντας σκόπιμα ν’ αρνηθεί το βασικό ανταγωνισμό ανάμεσά τους.

Ο Λένιν έχει υποδείξει: «Ο διχασμός σε δύο ενός ενιαίου όλου και η γνώση των αντιφατικών του μερών(…) είναι η ουσία της διαλεχτικής» (Για τη διαλεχτική). «Μπορούμε να ορίσουμε, εν συντομία, τη διαλεχτική σαν τη θεωρία της ενότητας των αντιθέτων. Έτσι θα εκφράσουμε τον πυρήνα της διαλεχτικής, όμως αυτό απαιτεί επεξηγήσεις κι ανάπτυξη» (Κριτική του βιβλίου του Χέγκελ «Η επιστήμη της λογικής»).

Ο Πρόεδρος Μάο ανάπτυξε πιο πέρα τη μεγάλη αλήθεια του Λένιν στα έργα του: Για τις Αντιθέσεις, Για τη σωστή λύση των αντιθέσεων στους κόλπους του λαού και σε άλλα σπουδαία φιλοσοφικά του έργα. Ο Πρόεδρος Μάο λέει: «Ο νόμος της ενότητας των αντιθέτων είναι ο θεμελιακός νόμος του σύμπαντος. Η δράση αυτού του νόμου είναι καθολική: τόσο στην φύση και την ανθρώπινη κοινωνία όσο και στη συνείδηση των ανθρώπων. Ανάμεσα στις αντίθετες πλευρές της αντίθεσης υπάρχει ταυτόχρονα ενότητα και πάλη και αυτό είναι που δημιουργεί την κίνηση και την αλλαγή των πραγμάτων» (Για την ορθή λύση των αντιθέσεων στους κόλπους του λαού). Η αντίληψη ότι το ένα διχάζεται σε δύο, που ο πρόεδρος Μάο φώτισε με ακρίβεια και σε βάθος, συμπυκνώνει το νόμο της ενότητας των αντιθέτων και πιάνει την ουσία του διαλεχτικού υλισμού.

Σύμφωνα με την αντίληψη ότι το ένα διχάζεται σε δύο, οι αντιθέσεις είναι καθολικές. Οι δύο πλευρές μιας αντίθεσης, εξαρτώνται αμοιβαία αλλά και βρίσκονται σε πάλη η μια με την άλλη, κι αυτό είναι που καθορίζει τη ζωή όλων των πραγμάτων. Η φύση, η κοινωνία κι η ανθρώπινη σκέψη, σε πείσμα του «συνδυασμού των δύο σ’ένα» είναι γεμάτες από αντιθέσεις και αγώνες. Δίχως αντιθέσεις δεν θα υπήρχε ούτε φύση, ούτε κοινωνία, ούτε ανθρώπινη σκέψη. Δεν θα υπήρχε τίποτα. Οι αντιθέσεις υπάρχουν σ’ όλα τα προτσές ανάπτυξης των πραγμάτων και τα διαπερνούν απ’ την αρχή ως το τέλος και αυτό είναι που προκαλεί την ανάπτυξη των πραγμάτων. Η σταθερή εμφάνιση και λύση των αντιθέσεων αποτελεί τον παγκόσμιο νόμο της ανάπτυξης των πραγμάτων.

Εφαρμόζοντας την αντίληψη ότι το ένα διχάζεται σε δύο στη σοσιαλιστική κοινωνία, που εξετάζουμε, πρέπει να παραδεχτούμε πως σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής περιόδου υπάρχουν τάξεις, ταξικές αντιθέσεις και ταξική πάλη. Υπάρχει πάλη ανάμεσα στους δύο δρόμους: το σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό. Υπάρχει ο κίνδυνος παλινόρθωσης του καπιταλισμού κι η απειλή ανατροπής κι επίθεσης απ’ τη μεριά του ιμπεριαλισμού και του σοσιαλιμπεριαλισμού. Για να λύσουμε αυτές τις αντιθέσεις, πρέπει να ενισχύσουμε τη διχτατορία του προλεταριάτου και να συνεχίζουμε σταθερά την επανάσταση στις συνθήκες της διχτατορίας του προλεταριάτου. Ακόμα και στην κομμουνιστική κοινωνία, θα υπάρχουν αντιθέσεις και αγώνες ανάμεσα στο νέο και το παλιό, το προοδευτικό και το οπισθοδρομικό, το σωστό και το λαθεμένο. Όπως ακριβώς έδειξε ο Πρόεδρος Μάο: «Οπουδήποτε υπάρχουν ομάδες ανθρώπων- δηλαδή παντού εχτός απ’ τις ακατοίκητες ερήμους- αυτοί είναι κατά κανόνα χωρισμένοι σε αριστερούς, κεντρώους και δεξιούς. Και θα είναι έτσι για 10.000 χρόνια ακόμα». Μόνον όταν υιοθετήσουμε κι εμείς αυτή την αντίληψη και την εφαρμόσουμε στην καθοδήγηση της επαναστατικής πραχτικής μας, θα μπορέσουμε να γίνουμε ολοκληρωμένοι διαλεχτικού υλιστές. Το να αρνούμαστε την αντίληψη ότι το ένα διχάζεται σε δύο, σημαίνει ότι αρνούμαστε την καθολικότητα των αντιθέσεων και ότι προδίνουμε το διαλεχτικό υλισμό και πολιτικά, αυτό οδηγεί αναπόφευχτα στην προδοσία της προλεταριακής επανάστασης και της διχτατορίας του προλεταριάτου.

Ο πυρήνας της θεωρίας του «συνδυασμού των δύο σε ένα», βρίσκεται στη συγχώνευση των αντιθέσεων, στην εξάλειψη της πάλης, στην εναντίωση στην επανάσταση, στο «συνδυασμό» του προλεταριάτου και της αστικής τάξης, στο «συνδυασμό» του Μαρξισμού με το ρεβιζιονισμό, στο «συνδυασμό» του σοσιαλισμού με τον ιμπεριαλισμό και το σοσιαλιμπεριαλισμό. Αυτή η πέρα για πέρα αντιδραστική, αστική ιδεαλιστική και μεταφυσική κοσμοαντίληψη είναι διαμετρικά αντίθετη στην κοσμοαντίληψη ότι το ένα διχάζεται σε δύο.

 

Η θεωρία των «κοινών αναγκών» ανατράπηκε

 

Ο Γιανγκ Χσιέν- τσεν έλεγε και ξανάλεγε πως η ταυτότητα της αντίθεσης συνίσταται στα «κοινά σημεία» και τα «κοινά πράγματα». Αυτός διαστρέβλωσε τη θέση του Λένιν για την ταυτότητα των αντιθέτων και υποστήριζε πως «ταυτότητα στη σφαίρα της διαλεχτικής» σημαίνει «αναζήτηση των κοινών αναγκών».

Ας διαβάσουμε, όμως, τι έγραψε ο μεγάλος Λένιν σχετικά με αυτό το θέμα. Ο Λένιν υπογράμμισε: «Η διαλεχτική είναι η διδασκαλία που μας δείχνει πως τα αντίθετα μπορούν να είναι και πως αυτά συμβαίνει να είναι (πώς γίνονται) ταυτόσημα- κάτω από ποιες συνθήκες είναι ταυτόσημα και μετασχηματίζονται το ένα στο άλλο- και γιατί η ανθρώπινη νόηση δεν πρέπει να τα θεωρεί αυτά σαν νεκρά κι απολιθωμένα, αλλά σαν ζωντανά, αλληλοεξαρτώμενα, κινητά, που μετασχηματίζονται το ένα στο άλλο» (Κριτική στο βιβλίο του Χέγκελ «Επιστήμη της Λογικής»). Εδώ, ο Λένιν μιλά για την ταυτότητα των αντιθέτων. Υπάρχει εδώ ίχνος «κοινών σημείων» και «κοινών αναγκών»; Ο Γιανγκ Χσιεν- τσεν ψευδόταν αδιάντροπα και συκοφαντούσε το Λένιν όταν ισχυριζόταν πως αυτό που εννοούσε ο Λένιν με την ταυτότητα των αντιθέτων ήταν κάποιες «κοινές ανάγκες».

Στο έργο του «Για τις Αντιθέσεις», ο Πρόεδρος Μάο εξηγεί διεξοδικά την άποψη του Λένιν σχετικά με την ταυτότητα των αντιθέσεων: «Όλα τα αντίθετα αλληλοσυνδέονται και όχι μονάχα συνυπάρχουν σε μια ενότητα κάτω από καθορισμένες συνθήκες αλλά ακόμα, κάτω από άλλες καθορισμένες συνθήκες, αλληλομετασχηματίζονται το ένα στο άλλο. Αυτό είναι το πλήρες νόημα της έννοιας «ταυτότητα των αντιθέσεων»».

Η διδασκαλία του Προέδρου Μάο μάς λέει καθαρά: Η πρώτη σημασία της ταυτότητας των αντιθέτων είναι πως, σε δοσμένες συνθήκες, οι δύο αντίθετες πλευρές αλληλοεξαρτώνται για να υπάρχουν. Στην περίοδο της νεοδημοκρατικής επανάστασης της Κίνας, για παράδειγμα, οι δύο αντίθετες πλευρές: οι λαϊκές μάζες, από τη μια, και ο φεουδαρχικός και ο γραφειοκρατικός καπιταλισμός, από την άλλη, το προλεταριάτου και η αστική τάξη, δε θα μπορούσαν να υπάρξουν απομονωμένα το ένα από το άλλο. Η μια πλευρά έχει την άλλη σαν όρο ύπαρξής της και συνυπάρχουν σε μια μοναδική οντότητα. Μόνο αυτή την ερμηνεία πρέπει να δίνουμε στην πρώτη σημασία της έννοιας «ταυτότητα των αντιθέσεων» και να μην επιτρέψουμε ποτέ στο Γιανγκ Χσιεν-τσεν να τη διαστρεβλώνει σε ύπαρξη «κοινών αναγκών». Υπάρχει η παραμικρή «κοινή ανάγκη» στην αλληλεξάρτηση ανάμεσα στις μάζες του καταπιεζόμενου λαού, απ’ τη μια, και τον ιμπεριαλισμό, τη φεουδαρχία και το γραφειοκρατικό καπιταλισμό, απ’ την άλλη; Βέβαια όχι. Ακόμα κι όταν στην εθνικοδημοκρατική επανάσταση η εθνική αστική τάξη συμμετείχε για μιαν ορισμένη περίοδο στο ενιαίο μέτωπο ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τη φεουδαρχία και είχε ορισμένες κοινές ανάγκες με το προλεταριάτο, αυτό πάλι δε σήμαίνε καθόλου ταυτότητα των δύο αντιτιθέμενων πλευρών: του προλεταριάτου και της αστικής τάξης. Όταν μιλούμε γι’ αυτές τις κοινές ανάγκες, παίρνουμε το προλεταριάτο, την αγροτιά, τη μικροαστική τάξη και την αστική τάξη σαν τη μια πλευρά της αντίθεσης και τους τρεις εχθρούς: τον ιμπεριαλισμό, τη φεουδαρχία και το γραφειοκρατικό καπιταλισμό σαν την άλλη πλευρά τις αντίθεσης. Στην αντίθεση όπου το προλεταριάτο και η αστική τάξη είναι οι δύο αντιτιθέμενες πλευρές, η αναμεταξύ του σχέση είναι σχέση εκμεταλλευτή κι εκμεταλλευόμενου και οι ανάγκες του ενός είναι ριζικά αντίθετες προς τις ανάγκες του άλλου.

Ο Πρόεδρος Μάο τονίζει επίσης πως το ζήτημα δεν περιορίζεται στο γεγονός ότι η ύπαρξη κάθε μιας των δύο πλευρών της αντίθεσης προσδιορίζεται απ’ την ύπαρξη της άλλης. Ένα γεγονός ακόμα πιο σημαντικό είναι πως κάθε μια απ’ τις αντιτιθέμενες πλευρές, κάτω από ορισμένες συνθήκες, μετασχηματίζεται στο αντίθετό της, παίρνει τη θέση που κατέχει η αντίθετη πλευρά. Αυτή είναι η δεύτερη σημασία της έννοιας ταυτότητα των αντιθέσεων. Το Κόμμα μας, καθοδηγώντας τον κινέζικο λαό σε δεκάδες ηρωικούς αγώνες, αποσκοπούσε ακριβώς στο να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για την προώθηση του μετασχηματισμού των πραγμάτων, έτσι που να καταχτήσουμε τον τελικό σκοπό της επανάστασης. Μετά τη νεοδημοκρατική επανάσταση, για παράδειγμα, οι επί αιώνες καταπιεζόμενες κι εκμεταλλευόμενες λαϊκές μάζες, μετασχηματίστηκαν σε αφεντικά της χώρας κι ο ιμπεριαλισμός, η φεουδαρχία κι ο γραφειοκρατικός καπιταλισμός, οι τρεις εχθροί που καταπίεζαν κι εκμεταλλεύονταν το λαό ανατράπηκαν ολοκληρωτικά. Με τη σοσιαλιστική επανάσταση στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, η ατομική ιδιοκτησία στην αγροτική οικονομία και τη χειροτεχνία μετατράπηκε σε συλλογική ιδιοκτησία του κράτους. Ο Γιανγκ Χσιεν- τσεν χρησιμοποίησε κάθε μέσο για ν’ αντιταχθεί σ’ αυτούς τους επαναστατικούς μετασχηματισμούς. Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, η αντιδραστική του θεωρία των «κοινών αναγκών» δεν ήταν κάτι άλλο από μια προσπάθεια να υποτάξει για πάντα το προλεταριάτο και τις υπόλοιπες εργαζόμενες μάζες στην αθλιότητα της εκμετάλλευσης και της σκλαβιάς και να επιτρέψει στον ιμπεριαλισμό, τους γαιοχτήμονες και την αστική τάξη να θρονιαστούν για πάντα στην πλάτη τους.

Με βάση την αντιδραστική θεωρία των «κοινών αναγκών», ο Γιανγκ Χσιέν-τσεν κατέβαλε κάθε προσπάθεια να συγκαλύψει το θεμελιακό ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο γραμμές στους κόλπους του Κινέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος. Υποστήριζε πως κι οι δύο γραμμές στο Κόμμα «υπηρετούσαν το σοσιαλισμό» και, κατά συνέπεια, δεν υπήρχε καμία διαμάχη ανάμεσα στους δύο δρόμους.

Ο Πρόεδρος Μάο έδειξε με τρόπο διεισδυτικό πως «Οι ρεβιζιονιστές αρνούνται τις διαφορές ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, ανάμεσα στη διχτατορία του προλεταριάτου και τη διχτατορία της αστικής τάξης. Στην πραγματικότητα, δεν υποστηρίζουν τη γραμμή του σοσιαλισμού αλλά τη γραμμή του καπιταλισμού»(Ομιλία στην Εθνική Συνδιάσκεψη του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος σχετικά με την Προπαγάνδα). Αυτή η επιστημονική θέση του Προέδρου Μάο, εκθέτει απερίφραστα τα αντεπαναστατικά χαρακτηριστικά του Λιου Σιάο-σι, του Γιανγκ Χσιεν-τσεν και των ομοίων τους και χτυπά στην καρδιά τη λεγόμενη θεωρία τους των «κοινών αναγκών».

 

Η θεωρία του «αδιαχώριστου» ανατράπηκε

 

Ο Γιανγκ Χσιεν- τσεν διέδιδε αδιάκοπα την άποψη πως οι αντιτιθέμενες πλευρές ενός πράγματος είναι «αδιαχώριστα συνδεδεμένες». Αυτός παραληρούσε κι έλεγε ότι μαθαίνουμε τη διαλεκτική σημαίνει «μαθαίνουμε πώς να συνδέσουμε τις δύο αντίθετες ιδεολογίες». Αυτό ήταν μια αδέξια προσπάθεια διαστρέβλωσης του διαλεχτικού υλισμού.

Ο διαλεχτικός υλισμός υποστηρίζει πως η φύση ενός πράγματος είναι η ίδια του εσωτερική αντιφατικότητα κι η ιδιότητά του να διαχωρίζεται. Ο Ένγκελς έδειξε πως: «Η διαλεχτική απόδειξε από τα δεδομένα της ως τώρα εμπειρίας μας πάνω στη φύση πως όλα τα πολικά αντίθετα γενικά καθορίζονται απ’ την αμοιβαία αλληλεπίδραση των δύο πόλων, πως ο διαχωρισμός και η αντίθεση αυτών των πόλων υπάρχει μόνο μέσα στην αμοιβαία τους σύνδεση κι ενότητα, κι αντίστροφα, η ενότητά τους υπάρχει μόνο μέσα στο διαχωρισμό τους και η αμοιβαία τους σύνδεση μόνο μέσα στην αντίθεσή τους. (Διαλεχτική της Φύσης)

Αυτό σημαίνει πως δε μπορούμε να μιλάμε για τους δεσμούς των αντιτιθέμενων πλευρών αγνοώντας την πάλη και το διαχωρισμό τους. Η πάλη των δύο αντιτιθέμενων πλευρών οδηγεί αναπόφευχτα στη διάσπαση της αλληοσύνδεσής τους, στην αποσύνθεση της οντότητας, στην αλλαγή της φύσης του πράγματος. Κατά συνέπεια, η αλληλοσύνδεση ανάμεσα στις δύο αντιτιθέμενες πλευρές γίνεται κάτω από καθορισμένους όρους και είναι σχετική, ενώ ο διαχωρισμός τους γίνεται χωρίς όρους και είναι απόλυτος.

Όπως αποδείχνει ο Πρόεδρος Μάο: «Στην κοινωνία όπως και στη φύση, κάθε οντότητα διασπάται αναπόφευχτα στα διαφορετικά συστατικά της μέρη. Υπάρχουν μονάχα διαφορές στο περιεχόμενο και στη μορφή που εκδηλώνονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες»(Ομιλία στην Εθνική Συνδιάσκεψη του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος σχετικά με την Προπαγάνδα). Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να μη μπορεί να διαχωριστεί. Η ανάπτυξη της αντικειμενικής πραγματικότητας έχει επανειλημμένα διαψεύσει την αβάσιμη μεταφυσική ιδέα πως είναι αδύνατος ο διαχωρισμός ενός πράγματος. Στη διάρκεια μονάχα της ανάπτυξης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, πόσες παλιές και νέες ρεβιζιονιστικές, αντιμαρξιστικές φατρίες δεν εμφανίστηκαν; Στη διάρκεια ανάπτυξης του Κόμματός μας, εμφανίστηκαν η «Αριστερή» και η Δεξιά οπορτουνιστική γραμμή των αποστατών Τσεν Του σιέου και Βανγκ Μινγκ κι η αντεπαναστατική ρεβιζιονιστική γραμμή του Λιου Σιάο-σι. Η επαναστατική προλεταριακή γραμμή του Προέδρου Μάο κέρδισε μεγάλες νίκες μέσα ακριβώς από τους αγώνες ενάντια σ’ αυτές τις λαθεμένες γραμμές. Ο επαναστατικός «διαχωρισμός» λοιπόν, δεν είναι κακό, αλλά καλό πράγμα. Βοηθά στην ύψωση της ιδεολογικής συνείδησης του λαού, δυναμώνει την ενότητα του επαναστατημένου λαού, προάγει την ανάπτυξη της προλεταριακής επαναστατικής υπόθεσης και σπρώχνει την κοινωνία προς τα μπρος. Ο Γιανγκ Χσιεν-τσεν δεν είπε λέξη για την πάλη των αντιθέτων και τον αμοιβαίο μετασχηματισμό τους. Αρνιόταν εντελώς τη δυνατότητα διχασμού ενός πράγματος και παρομοίαζε την αλληλεξάρτηση της αμοιβαίας ύπαρξης των δύο αντιτιθέμενων πλευρών ενός πράγματος σαν ακατάλυτο δεσμό. Αλλά στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν τέτοιοι δεσμοί νεκροί, απολιθωμένοι, έξω από αντιθέσεις και μετασχηματισμούς.

Ο Γιανγκ Χσιεν-τσεν υπεράσπιζε τη θεωρία του «αδιαχώριστου», έχοντας λαθεμένα πολιτικά κίνητρα. Όταν το 1956, ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής στην Κίνα μετατράπηκε σε ισχυρό επαναστατικό ρεύμα, τότε αυτός εμφανίστηκε και προπαγάνδιζε παντού πως το προλεταριάτο και η αστική τάξη «θα ωφεληθούν και οι δυο αν συνεργαστούν, ενώ θα χάσουν αν διχαστούν». Αυτή η θεωρία ήταν από την ίδια πάστα με τις απατηλές θεωρίες του Λιου Σιάο σι, όπως η θεωρία του ότι «η εκμετάλλευση που ασκεί η αστική τάξη είναι αγαθό». Όλα αυτά δείχνουν πως όλοι αυτοί αποτελούν μια συμμορία πιστών πραχτόρων της αστικής τάξης.

Η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη είναι βαθιά ανταγωνιστική και αγεφύρωτη και μπορεί να λυθεί μόνο με τη σοσιαλιστική επανάσταση. Όπως τόνισε ο Πρόεδρος Μάο το 1959, στην περίοδο της σοσιαλιστικής επανάστασης ο αγώνας ζωής και θανάτου ανάμεσα στις δύο μεγάλες αντιτιθέμενες τάξεις- το προλεταριάτο και την αστική τάξη- «θα συνεχιστεί(…) τουλάχιστο για 20 χρόνια και πιθανό και για μισό αιώνα ακόμα. Με δυο λόγια, ο αγώνας δε θα σταματήσει πριν να εξαλειφτούν ριζικά οι τάξεις». Από μια πλευρά και κατά μιαν έννοια, συνεχίζοντας σταθερά την επανάσταση στις συνθήκες της προλεταριακής διχτατορίας, το προλεταριάτο ξεχωρίζει ολοκληρωτικά απ’ την αστική τάξη και τις άλλες εκμεταλλεύτριες τάξεις. Στον αγώνα ζωής και θανάτου, ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο τάξεις, πώς μπορούμε να εφαρμόσουμε το «συνδυασμό των δύο σ’ ένα»; Εάν εφαρμόζαμε το «συνδυασμό των δύο σ’ ένα» σχετικά με την αστική τάξη, θα σήμαινε πως ξεχάσαμε τις τάξεις και την ταξική πάλη. Θα σήμαινε πως βάλαμε κατά μέρος τη διχτατορία του προλεταριάτου και τότε «δε θα περνούσε πολύς καιρός, ίσως μόνον μερικά χρόνια, ή μια δεκαετία ή μερικές δεκαετίες, το πολύ, και η αντεπανάσταση θα παλινορθωνόταν αναπόφευχτα σε πανεθνική κλίμακα, το Μαρξιστικό-Λενινιστικό κόμμα θα μετατρεπόταν αναμφίβολα σε ρεβιζιονιστικό, φασιστικό κόμμα κι ολόκληρη η Κίνα θα άλλαζε χρώμα. Σύντροφοι, σας παρακαλώ σκεφτείτε το καλά τι επικίνδυνη κατάσταση θα μπορούσε να δημιουργηθεί!». Ο Γιανγκ Χσιεν- τσεν δε φειδόταν προσπαθειών στην προπαγάνδιση του «συνδυασμού» και όχι του «διχασμού» του προλεταριάτου και της αστικής τάξης, γιατί είχε σαν σκοπό του την πραγματοποίηση της αντεπαναστατικής συνωμοσίας για την παλινόρθωση του καπιταλισμού.

 

Η Θεωρία της «Σύνθεσης που σημαίνει Συνδυασμός των Δύο σε Ένα» ανατράπηκε

 

Ο Γιανγκ Χσιεν-τσεν κι η κλίκα του υποστήριζαν επίσης, πως «ανάλυση σημαίνει «διχασμός του ενός» ενώ σύνθεση σημαίνει «συνδυασμός των δύο σ’ ένα»». Αυτό, δεν ήταν απ’ την πλευρά τους απλή άγνοια της φιλοσοφίας του Μαρξισμού, αλλά σκόπιμη εξάλειψη της σχετικής σχέσης ανάμεσα στην ανάλυση και τη σύνθεση, προσπάθεια αντικατάστασης του διαλεχτικού υλισμού με την αντιδραστική μεταφυσική.

Η Μαρξιστική Φιλοσοφία μάς διδάσκει πως η ανάλυση και η σύνθεση είναι ένας νόμος της αντικειμενικής πραγματικότητας και ταυτόχρονα μια μέθοδος για το λαό να κατανοεί τα πράγματα. Η ανάλυση δείχνει πώς μια ενότητα χωρίζεται σε δύο διαφορετικά μέρη και πώς αυτά αντιπαλεύουν το ένα το άλλο. Η σύνθεση δείχνει πως μεσ’ απ’ την πάλη ανάμεσα στις δύο αντιτιθέμενες πλευρές, η μια υπερισχύει, νικάει και εξαλείφει την άλλη, πως λύνεται μια παλιά αντίθεση κι εμφανίζεται μια καινούργια και πως το παλιό εξαφανίζεται και το καινούργιο θριαμβεύει. Μ’ άλλα λόγια, σύνθεση σημαίνει το ένα «καταβροχθίζει» το άλλο. Να ποια είναι η πορεία της ιστορικής ανάπτυξης: Κάθε τι που είναι επαναστατικό «καταβροχθίζει» πάντα κάθε τι το αντιδραστικό και κάθε τι που είναι σωστό «καταβροχθίζει» πάντα κάθε τι το λαθεμένο. Ωστόσο, αυτό το προτσές περνάει μέσα από πολύπλοκους και ελικοειδείς αγώνες. Ο Πρόεδρος Μάο μάς διδάσκει: «Οι τάξεις παλεύουν. Μερικές θριαμβεύουν, άλλες εξαφανίζονται. Τέτοια είναι η ιστορία. Τέτοια είναι η ιστορία του πολιτισμού εδώ και χιλιάδες χρόνια. Η ερμηνεία της ιστορίας απ’ την άποψη αυτή είναι ιστορικός υλισμός. Η ερμηνεία της απ’ την αντίθετη άποψη είναι ιστορικός ιδεαλισμός» (Αφήστε τις αυταπάτες κι ανασκουμπωθείτε για αγώνα). Η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού είναι ιστορία ταξικής πάλης, όπου οι επαναστατικές τάξεις νικούν και «καταβροχθίζουν» τις αντιδραστικές τάξεις. Ο ιμπεριαλισμός, μ’ επικεφαλής τον ιμπεριαλισμό των Ηνωμένων Πολιτειών, ο σοσιαλιμπεριαλισμός και όλα τα συστήματα εκμετάλλευσης «θα καταβροχθιστούν» τελικά από το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Αυτός είναι ένας αντικειμενικός νόμος, ανεξάρτητα από τη θέληση των ανθρώπων. Όταν αντανακλάται στην ανθρώπινη νόηση, απαιτεί μια συγκεκριμένη ανάλυση και σύνθεση, δηλαδή να αναλύουμε συγκεκριμένα την κίνηση των αντιθέτων σε όλα τα πράγματα και στη βάση αυτής της ανάλυσης να συνθέτουμε και να φωτίζουμε τη φύση των προβλημάτων που περικλείονται, και σε συνέχεια να καθορίζουμε τις μέθοδες επίλυσής τους. Διαφορετικοί τύπου αντιθέσεων  λύνονται με διαφορετικές μέθοδες. Είναι ολότελα φανερό πως η υποκειμενική ή η αντικειμενική ανάλυση και σύνθεση μπορεί να βασίζεται μονάχα στο «διχασμό της ενότητας, κι όχι στο «συνδυασμό των δύο σε ένα».

Η ανάλυση και η σύνθεση συνδέονται αδιάρρηχτα μεταξύ τους. Υπάρχει σύνθεση στην ανάλυση και ανάλυση στη σύνθεση. Ο Ένγκελς είχε πει σχετικά με την επιστήμη της Χημείας: «Η χημεία, όπου η ανάλυση είναι η επικρατέστερη μορφή έρευνας, δεν είναι τίποτα χωρίς τον αντίθετο πόλο, τη σύνθεση» (Διαλεχτική της Φύσης). Ο Γιανγκ Χσιέν- τσεν κι η κλίκα του αρνιόνταν τη σύνδεση ανάμεσα στην ανάλυση και  τη σύνθεση κι έλεγαν πως «ανάλυση σημαίνει «ο διχασμός της ενότητας των αντιθέσεων», ενώ  σύνθεση «ο συνδυασμός των δύο σ’ ένα». Αυτό είναι απ’ την ίδια πάστα σαν τον αστικό δυισμό που κήρυσσε ο Τρότσκι: «Μαρξιστική Πολιτική- Αστική Τέχνη».

Ο Πρόεδρος Μάο, στο έργο του «Για τις Αντιθέσεις» υποδείχνει: «Μόνο όταν οι Μεγάλοι πρωταγωνιστές του προλεταριακού κινήματος Μαρξ και Ένγκελς γενίκευσαν τα θετικά δεδομένα που είχε αποκομίσει η ανθρωπότητα στην πορεία της ανάπτυξης της γνώσης και ιδιαίτερα όταν αφομοίωσαν ύστερα από κριτική εξέταση, τα ορθολογικά στοιχεία της διαλεχτικής του Χέγκελ και δημιούργησαν τη μεγάλη θεωρία του διαλεχτικού και ιστορικού υλισμού, μια δίχως προηγούμενο επανάσταση ξέσπασε στην ιστορία της ανθρώπινης γνώσης». Ο Πρόεδρος Μάο έχει επανειλημμένα εξηγήσει σε βάθος το πώς οι θεμελιωτές του Μαρξισμού ανάλυσαν και γενίκευσαν τα επιτεύγματα της ανθρωπότητας στην πορεία ανάπτυξης της γνώσης. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ποτέ δε δέχτηκαν ή δεν αρνήθηκαν τη διαλεχτική του Χέγκελ συνολικά, αλλά, εφαρμόζοντας το διχασμό της ενότητας κριτικάρισαν το ιδεαλιστικό της περίβλημα κι αφομοίωσαν τον ορθολογικό της πυρήνα. Μια τέτοιου είδους ανάλυση και σύνθεση απόδειξε πλέρια το καθαρό προλεταριακό επαναστατικό πνεύμα τους, την επιστημονική τους αρχιακότητα, που πάντα υπεράσπιζαν μ’επιμονή. Αυτό είναι ένα λαμπρό παράδειγμα για εμάς, που πρέπει να ακολουθούμε.

Το προτσές συνόψισης της πείρας είναι ένα προτσές ανάλυσης και σύνθεσης. Συμμετέχοντας σε διάφορους αγώνες στην κοινωνική πράξη, οι άνθρωποι συσσώρευσαν πλούσια πείρα, άλλοτε θετική, άλλοτε αρνητική. Στη συνόψιση της πείρας μας οφείλουμε να διακρίνουμε οπωσδήποτε το σωστό από το λαθεμένο, να δεχόμαστε κάθε τι το σωστό και ν’ απορρίπτουμε κάθε τι το λαθεμένο. Αυτό σημαίνει πως με οδηγό το Μαρξισμό-Λενινισμό και τη Μαοτσετουγκική Σκέψη, να ανασχηματίζουμε τα πλούσια δεδομένα της πραχτικής μας πείρας. «Να απορρίπτουμε το επουσιώδες και να κρατούμε το ουσιαστικό, να πετάμε το ψεύτικο και να κρατούμε το αληθινό, να περνάμε από τη μια όψη των φαινομένων στην άλλη, από την εξωτερικής τους όψη στην εσωτερική τους», να αναλύσουμε την αισθητηριακή γνώση στο επίπεδο της ορθολογικής γνώσης και ν’ ανακαλύψουμε τους σύμφυτους νόμους του κάθε πράγματος. Η κίνηση των αντιθέτων- ο διχασμός της ενότητας- διαπερνά πέρα για πέρα αυτό το προτσές. Έτσι συνοψίζουμε την εμπειρία μας, γινόμαστε ικανοί να υπερασπίζουμε την αλήθεια και να διορθώνουμε τα λάθη μας, μαθαίνουμε «να μεταδίδουμε τη θετική μας πείρα και να διδασκόμαστε από τα λάθη μας».

 

Η αντιδραστική τάση του διεθνούς ρεβιζιονισμού

 

Μήπως άραγε η αντιδραστική φιλοσοφία του «συνδυασμού των δύο σ’ ένα» ήταν αποκλειστικό δημιούργημα των αποστατών Λιού Σιάο-σι , και της ολιγάριθμης κλίκας τους; Όχι. Ο «συνδυασμός των δύο σ’ ένα» δεν είναι παρά μια παραλλαγή στις νέες ιστορικές συνθήκες, της θεωρίας του «συμβιβασμού των αντιθέσεων» των οπορτουνιστών και ρεβιζιονιστών της παλιάς γενιάς.

Από τότε που εμφανίστηκε ο Μαρξισμός, οι θανάσιμοι εχθροί του επιστημονικού σοσιαλισμού, διαφήμισαν ανοιχτά την αντιδραστική θεωρία του «συμβιβασμού των αντιθέσεων». Ο Προυντόν δήλωσε πως ήθελε να «βρει την αρχή του συμβιβασμού» για να συμφιλιώσει τις αντιθέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο Ντύρινγκ τραύλιζε διάφορες ανοησίες, όπως ότι ο κόσμος είναι «αδιαίρετος» και ότι «δεν υπάρχουν αντιθέσεις στα πράγματα». Οι αντιδραστικοί ηγέτες της 2ης Διεθνούς μάταια προσπάθησαν να αντικαταστήσουν την επαναστατική διαλεχτική με τον αγοραίο εξελιχτικισμό και τις Μαρξιστικές θεωρίες της ταξικής πάλης και της διχτατορίας του προλεταριάτου με τη θεωρία της «ταξικής συνεργασίας». Ο Καούτσκι διατυμπάνιζε την άποψη πως «δεν υπάρχουν δυο τάξεις στην κοινωνία που να μην έχουν κοινά συμφέροντα- κοινά συμφέροντα υπήρχαν ακόμα κι ανάμεσα στο δουλοχτήτη και τους δούλους του». «Υπάρχουν, πραγματικά, κοινά συμφέροντα ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους εργάτες». Ο καθένας τους ξεχωριστά κι όλοι μαζί δεν ήταν παρά παρείσακτοι της Ιστορίας. Η αμείλιχτη κριτική και το ξεσκέπασμά τους από το Μαρξ, τον Ένγκελς και το Λένιν αποκάλυψαν τα πραγματικά χαρακτηριστικά τους.

Όταν μετά τη νίκη της Οχτωβριανής Επανάστασης, ο Σοβιετικός λαός κάτω από την ηγεσία του Στάλιν, ξεκίνησε τη σοσιαλιστική εκβιομηχάνιση και την αγροτική κολλεχτιβοποίηση, ο Ντεμπόριν κι η κλίκα του όρμησαν κι αντιτάχθηκαν με λύσσα στη θεωρία του Λένιν για την ενότητα των αντιθέτων. Υποστήριζαν πως οι αντιθέσεις δεν εμφανίζονται με την έναρξη ενός προτσές, αλλά μόνο σ’ ορισμένο στάδιο της παραπέρα ανάπτυξής του και πως η λύση των αντιθέσεων είναι «ο συμβιβασμός των αντιθέτων». Η θεωρία αυτή του «συμβιβασμού των αντιθέτων» του Ντεμπόριν, ήταν αντανάκλαση στη σφαίρα της φιλοσοφίας της θεωρίας του Μπουχάριν σχετικά με την «εξάλειψη της ταξικής πάλης», που παραδεχόταν πως «ο καπιταλισμός θα εξελιχτεί ειρηνικά σε σοσιαλισμό». Ο Στάλιν κριτικάρισε αυστηρά αυτή την αντιδραστική φιλοσοφία που εξυπηρετούσε την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Παρ’ όλα αυτά, ο σύγχρονος ρεβιζιονισμός, ξαναζωντάνεψε και ξανάφερε στο προσκήνιο την αντιδραστική φιλοσοφία του Ντεμπόριν. Ποζάροντας για σωτήρας ο Χρουστσώφ, κραύγαζε: «Ο κόσμος στέκεται ενωμένος και αδιαίρετος μπροστά στην απειλή της πυρηνικής καταστροφής. Μπροστά της, όλοι μας ανήκουμε στην ανθρώπινη ράτσα». Σ’ απάντησή του, οι υπηρέτες του με τους ακαδημαϊκούς τίτλους κραύγαζαν πως ο νόμος της ενότητας των αντιθέτων είναι πια «ξεπερασμένος», πως η ενότητα «έχει γίνει η πηγή και η κινητήρια δύναμη που παίζει ένα σταθερό ρόλο στην κοινωνική πρόοδο» κτλ. Παρουσίασαν ξεδιάντροπα αυτή την αποστάτρια ρεβιζιονιστική φιλοσοφία σαν «δημιουργική ανάπτυξη του Μαρξισμού-Λενινισμού».

Στην αντιμετώπιση αυτού του εχθρικού, για τη Μαρξιστική φιλοσοφία, ρεύματος ο Πρόεδρος Μάο, έχοντας βαθιά προλεταριακή συνείδηση, τόνισε επανειλημμένα τη μεγάλη σημασία της διάδοσης του διαλεχτικού υλισμού: «Θέλουμε να διαδώσουμε βαθμιαία τη διαλεχτική και να ζητήσουμε από τον καθένα να μάθει το χειρισμό της επιστημονικής διαλεχτικής μεθόδου»(Ομιλία στην Εθνική Συνδιάσκεψη του Κινέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος σχετικά με την Προπαγάνδα). Στο λόγο του στη Συνδιάσκεψη των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων στη Μόσχα το 1957, ο Πρόεδρος Μάο ερμήνευσε ακόμα μια φορά και με διεισδυτικό τρόπο την επαναστατική διαλεχτική του διχασμού της ενότητας, χτυπώντας κατακέφαλα το εχθρικό ρεβιζιονιστικό ρεύμα.

Η ιστορική πείρα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος έχει αποδείξει επανειλημμένα πως, αν ένα Μαρξιστικό-Λενινιστικό κόμμα δεν παρακολουθεί, δεν αναλύει και δεν διευθετεί τα προβλήματα από την άποψη του διαλεχτικού και ιστορικού υλισμού, τότε θα διαπράξει σίγουρα λάθη και θα εκφυλιστεί πολιτικά. Από τότε που ο σύγχρονος ρεβιζιονισμός πρόδωσε ολοκληρωτικά το διαλεχτικό και ιστορικό υλισμό, την προλεταριακή επανάσταση και τη διχτατορία του προλεταριάτου, ήταν εντελώς αναπόφευχτο να πάρει την κατρακύλα στο δρόμο του ρεβιζιονισμού και να εκφυλιστεί σε σοσιαλιμπεριαλισμό.

Σήμερα, η αντιδραστική θεωρία «του συμβιβασμού των αντιθέτων» έχει γίνει όπλο του σοσιαλιμπεριαλισμού στην εντατικοποίηση της φασιστικής του διχτατορίας, στην προώθηση της επιθετικής του πολιτικής και στη συνεργασία και τον ανταγωνισμό του με τον ιμπεριαλισμό των Ηνωμένων Πολιτειών για την παγκόσμια ηγεμονία. Ο σοσιαλιμπεριαλισμός κάνει μεγάλο θόρυβο για τη δημιουργία μιας «σοσιαλιστικής κοινότητας» και για «να μπουν σε πρώτη μοίρα τα κοινά συμφέροντα», πασχίζοντας μάταια να εξαλείψει τις διαφορές ανάμεσα στον επιθετιστή και το θύμα της επίθεσης, ανάμεσα στον εκμεταλλευτή και τον εκμεταλλευόμενο, ανάμεσα σ’ αυτόν που ασκεί τον έλεγχο και σ’ αυτόν που υπόκειται σε έλεγχο. Θέλει από τους εργαζόμενους λαούς των χωρών της «κοινότητας» να θυσιάσουν τα δικά τους συμφέροντα, να παραδώσουν την ανεξαρτησία τους και την κυριαρχία τους και να «συγχωνευτούν» ολοκληρωτικά στην αποικιακού τύπου «κοινότητα» του σοσιαλιμπεριαλισμού. Αλλά η αντιδραστική θεωρία του «συμβιβασμού των αντιθέτων» δε μπορεί με κανένα τρόπο να τον σώσει απ’ την καταστροφή του. Οι σύμφυτοι νόμοι της διαλεχτικής είναι ανεξάρτητοι από τη θέληση και τους πόθους των ρεβιζιονιστών. Σήμερα έχει γίνει ακαταμάχητο ιστορικό ρεύμα η θέληση των λαών ολόκληρου του κόσμου και πολλών μεσαίων και μικρών χωρών να συσπειρωθούν για ν’ αντιταχτούν στον ηγεμονισμό των δύο υπερδυνάμεων, του ιμπεριαλισμού των Ηνωμένων Πολιτειών και του σοσιαλιμπεριαλισμού, και να χαράξουν μια σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους εαυτούς τους και τις δύο υπερδυνάμεις. Η επαναστατική διαλεχτική έχει καταπληκτικά βαθιές ρίζες στις καρδιές των λαών κι εφαρμόζεται από ολοένα και περισσότερα Μαρξιστικολενινιστικά πολιτικά κόμματα κι επαναστάτες λαούς. Έχει γίνει το κοφτερό σπαθί τους στη διεξαγωγή της επανάστασης. Με την ολοένα και σε πιο πλατειά κλίμακα συνένωση της παγκόσμιας αλήθειας του Μαρξισμού-Λενινισμού με τη συγκεκριμένη πραχτική του επαναστατικού κινήματος των αντίστοιχων χωρών τους, οι επαναστάτες λαοί όλων των χωρών θ’ ανατρέψουν ολόκληρο τον παλιό κόσμο και θα κερδίσουν την τελική νίκη στην παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση.

 

 

Σταλιν Διαλεχτικος & Ιστορικος Υλισμος (1938)

σημείωση: το κείμενο μεταφράστηκε και αναρτήθηκε αρχικά στην ιστοσελίδα http://www.kinima.gr/theoria.htm, και αναδημοσιεύτηκε στο Athens Indymedia (https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=644798) στις 29/1/2007.

Στάλιν Διαλεκτικός & Ιστορικός Υλισμός

 

ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ

Ό διαλεκτικός υλισμός (ματεριαλισμός) είναι η γενική θεωρία, η κοσμοθεωρία, των μαρξιστικών – λενινιστικών κομμάτων. Ό διαλεκτικός ματεριαλισμός ονομάστηκε έτσι, γιατί ο τρόπος με τον οποίο παρατηρεί τα φαινόμενα της φύσης (η μέθοδος του, δηλαδή, εξέτασης και γνώσης των φαινομένων) είναι διαλεκτικός, και η αντίληψη, η εξήγηση που δίνει στα φαινόμενα της φύσης, η θεωρία του είναι ματεριαλιστική.

Ό ιστορικός υλισμός προεκτείνει τις αρχές του διαλεκτικού ματεριαλισμού στη μελέτη της κοινωνικής ζωής. Εφαρμόζει τις αρχές αυτές στα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής, στη μελέτη της κοινωνίας, στη μελέτη της ιστορίας της κοινωνίας.

Εξηγώντας τη διαλεκτική τους μέθοδο, ο Μαρξ και ο Εγκελς αναφέρονται συχνά στον Χέγκελ, σαν τον φιλόσοφο που διατύπωσε τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της διαλεκτικής. Αυτό, ωστόσο δε σημαίνει πως η διαλεκτική του Μαρξ και του Εγκελς είναι η ίδια με τη χεγκελιανή διαλεκτική. Γιατί ο Μαρξ κι’ ο Εγκελς δανείστηκαν απ’ τη διαλεκτική του Χέγκελ μόνο τον «λογικό πυρήνα» της, πετώντας το ιδεαλιστικό της φλούδι. Ό Μαρξ κι’ ο «Εγκελς ανάπτυξαν τη διαλεκτική δίνοντας της ένα καινούργιο επιστημονικό χαρακτήρα.

Ή διαλεκτική μου μέθοδος, λέει ο Μαρξ, όχι μόνο διαφέρει βασικά από τη χεγκελιανή μέθοδο, αλλά, στην πραγματικότητα, είναι ακριβώς το αντίθετο. Για τον Χέγκελ, η κίνηση της σκέψης, που την προσωποποιεί με το όνομα της Ιδέας, είναι ο δημιουργός της πραγματικότητας, κι’ η πραγματικότητα δεν είναι παρά η φαινομενική μορφή της Ιδέας. Για μένα, αντίθετα, η κίνηση της σκέψης δεν είναι παρά η αντανάκλαση της πραγματικής κίνησης, που μεταφέρεται και μεταθέτεται στο μυαλό του άνθρωπου. (K. Marx: le Capital, Livre premier, Paris1938.)

Εξηγώντας και καθορίζοντας τον υλισμό τους, o Μαρξ κι’ ο Εγκελς αναφέρονται συχνά στον Φόϋερμπαχ (Feuerbach), σαν στον φιλόσοφο που αποκατάστησε τα δίκαια του υλισμού. Αυτό, ωστόσο, δεν πάει να πει πως ο ματεριαλισμός του Μαρξ και του Εγκελς είναι ταυτόσημος, είναι ο ίδιος, με τον ματεριαλισμό του Φόϋερμπαχ. Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ κι’ ο Εγκελς δεν πήρα από τον υλισμό του Φόϋερμπαχ παρά μόνο τον «κεντρικό πυρήνα» του και τον αναπτύξανε σε μια επιστημονική φιλοσοφική θεωρία του υλισμού, απορρίπτοντας τις ιδεαλιστικές του θέσεις σχετικά με το ιδεολογικό μέρος, την ηθική και τη θρησκεία. Είναι γνωστό πως, παρ’ όλο που ο Φόϋερμπαχ ήταν υλιστής, στο βάθος στάθηκε πάντα ενάντιος στον χαρακτηρισμό του ματεριαλισμού. Πολλές φορές, ο Εγκελς είπε πως ο Φόϋερμπαχ «έμεινε αιχμάλωτος στα πεδίκλια της ιδεαλιστικής παράδοσης, αντίθετα με τη βάση του» (τη ματεριαλιστική), κι’ ακόμα, πως «ο πραγματικός ιδεαλισμός του Φοϋερμπαχ» φαίνεται «μόλις φτάνουμε στη φιλοσοφία του της θρησκείας και στην ηθική του» (Fr Engels: Ludwig Feuerbach et la fin de la philosophie classique allemande, Paris1935)

Ή λέξη διαλεκτική βγαίνει από το αρχαίο ελληνικό «διαλέγομαι», που πάει να πει μιλάω, συνομιλώ, λογομαχώ για επιστημονικά πράματα. Στην αρχαιότητα, με τη λέξη «διαλεκτική» υπονοούσαν την τέχνη που μεταχειρίζονταν κανείς, μιλώντας, για να φτάσει στην Αλήθεια, ξεσκεπάζοντας και ξεπερνώντας τις αντιθέσεις, που έχουνε μέσα τους οι συλλογισμοί του αντίπαλου. Ορισμένοι φιλόσοφοι τής Αρχαιότητας φρονούσαν ότι η εύρεση των Αντιθέσεων, που βρίσκονται μέσα στη σκέψη και η σύγκρουση ανάμεσα στις αντίθετες γνώμες ήταν το καλύτερο μέσο για την ανακάλυψη της αλήθειας. Προεκτείνοντας τον διαλεκτικό αυτό τρόπο της σκέψης στη μελέτη των φαινόμενων της φύσης έχουμε τη διαλεκτική μέθοδο για τη γνώση της φύσης. Σύμφωνα μ’ αυτή τη μέθοδο, τα φαινόμενα της φύσης βρίσκονται σε αιώνια κίνηση και σε αιώνια αλλαγή και η εξέλιξη της φύσης είναι το αποτέλεσμα της εξέλιξης των αντιθέσεων της φύσης, το αποτέλεσμα της αμοιβαίας ενέργειας των αντίθετων δυνάμεων της φύσης.

Απ’ την ίδια της την ουσία, η διαλεκτική είναι ολότελα το αντίθετο από τη μεταφυσική.
1ο) Ή μαρξιστική διαλεκτική μέθοδος έχει για χαρακτηριστικά της τα παρακάτω ουσιώδη σημεία, Α, Β, Γ, Δ.

Α) Αντίθετα από τη μεταφυσική, η διαλεκτική θεωρεί τη φύση όχι σαν μια τυχαία συσσώρευση αντικειμένων, φαινομένων που είναι χωρισμένα αναμεταξύ τους, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο και απομονωμένα, άλλα σαν ένα σύνολο ενωμένο, με συνάφεια. Με άλλα λόγια, ένα σύνολο όπου τα αντικείμενα και τα φαινόμενα είναι οργανικά δεμένα αναμεταξύ τους, αλληλεξαρτημένα και αμοιβαία καθορίζουν τις συνθήκες και τους όρους της υπόστασης τους. Το ένα επιδρά πάνω στο άλλο.

Γι’ αυτό, σύμφωνα με τη διαλεκτική μέθοδο κανένα φαινόμενο της φύσης δεν μπορεί να κατανοηθεί εάν το εξετάσουμε απομονωμένο, έξω δηλαδή, από τα φαινόμενα που το περιβάλλουνε. Γιατί οποιοδήποτε φαινόμενο, σ’ οποιοδήποτε κλάδο, μπορεί να χάσει κάθε του νόημα αν εξεταστεί έξω από τις γύρω του συνθήκες, αν δηλαδή, αποσπαστεί από τις συνθήκες αυτές. Κι’ αντίθετα, οποιοδήποτε φαινόμενο μπορεί να κατανοηθεί και να δικαιολογηθεί αν εξεταστεί έχοντας υπ’ όψιν την αδιάσπαστη σύνδεση του με τα τριγύρω του φαινόμενα, αν το πάρουμε, δηλαδή, όπως το καθορίζουνε τα άλλα φαινόμενα που το περιβάλλουνε.

Β) Αντίθετα από τη μεταφυσική, η διαλεκτική θεωρεί τη φύση όχι σαν μια κατάσταση ανάπαυσης και ακινησίας, όχι σαν κατάσταση στάσιμη και αμετάβλητη, άλλα σαν μια κατάσταση κίνησης και αλλαγής αδιάκοπης. Κατάσταση ανανέωσης και εξέλιξης ακατάπαυστης, όπου πάντοτε, κάτι γεννιέται και αναπτύσσεται, κάτι απογίνεται και χάνεται.

Γι’ αυτό το λόγο, η διαλεκτική μέθοδος εξετάζει τα φαινόμενα όχι μονάχα από την άποψη της αμοιβαίας σχέσης τους και της αλληλοεπίδρασης τους, άλλα κι’ από την άποψη της κίνησης τους, της αλλαγής τους, της εξέλιξης τους, από την άποψη της εμφάνισης τους και της εξαφάνισης τους.

Εκείνο που ’χει, πρώτ’ απ’ όλα, σημασία για τη διαλεκτική μέθοδο δεν είναι αυτό που σε μια ορισμένη στιγμή, φαίνεται σταθερό και μόνιμο, αλλά αυτό που αρχίζει κιόλας ν’ απογίνεται και να χάνεται. Αυτό που ’χει, πρώτ’ απ’ όλα, σημασία, είναι αυτό που γεννιέται ή εξελίσσεται κι’ αν ακόμα, για μια στιγμή, μοιάζει άστατο, γιατί για τη διαλεκτική μέθοδο, ακαταμάχητο είναι μόνο εκείνο που γεννιέται κι’ εξελίσσεται.

Ολόκληρη η φύση, λέει ο Εγκελς, απ’ τα πιο μικρά μόρια ως τα πιο μεγάλα σώματα, απ’ τον κόκκο της άμμου ως τον ήλιο, από το πρωτοκύτταρο ως τον άνθρωπο, υφίσταται μια σειρά ατέλειωτη σταθμών εξέλιξης, ένα αιώνιο, δηλαδή, «προτσές» εμφάνισης και εξαφάνισης, μέσα σε μια ακατάπαυστη παλίρροια, μέσα σε μια ατέλειωτη κίνηση και μέσα σε μια αιώνια αλλαγή

Γι’ αυτό, λέει ο Εγκελς, η διαλεκτική εξετάζει τα πράματα και την αντανάκλαση τους στο μυαλό του ανθρώπου, πρώτ’ απ’ όλα, μέσα στις σχέσεις που ’χουνε αναμεταξύ τους, μέσα στην αλληλοσύνδεσή τους, μέσα στην κίνηση τους, μέσα στην εμφάνιση και στην εξαφάνιση τους.

Γ) Αντίθετα από τη μεταφυσική, η διαλεκτική θεωρεί το «προτσές» της εξέλιξης, όχι σαν ένα απλό «προτσές» ανάπτυξης, όπου οι ποσοτικές αλλαγές δεν φτάνουνε σε ποιοτικές αλλαγές, αλλά σαν μια εξέλιξη από ποσοτικές αλλαγές ασήμαντες και αργές σε αλλαγές ολοφάνερες και ριζικές, σε αλλαγές ποιοτικές, που οι ποιοτικές αλλαγές είναι όχι βαθμιαίες, άλλα γρήγορες, ξαφνικές και γίνονται με άλματα, από μια κατάσταση σε μιαν άλλη. Οι αλλαγές αυτές δεν είναι τυχαίες, άλλα αναγκαίες. Είναι το αποτέλεσμα της συσσώρευσης των βαθμιαίων κι’ ανεπαίσθητων ποσοτικών αλλαγών.

Γι’ αυτό το λόγο η διαλεκτική μέθοδος θεωρεί ότι το «προτσές» της εξέλιξης πρέπει να κατανοηθεί όχι σαν μια κίνηση κυκλική, όχι σαν ένα απλό ξαναπέρασμα άπ’ τον ίδιο δρόμο, αλλά σαν μια προοδευτική κίνηση, προς τα πάνω, σαν το πέρασμα από την παλιά ποιοτική κατάσταση σε μια καινούργια ποιοτική κατάσταση, σαν μια εξέλιξη που από το απλό πάει στο σύνθετο, απ’ το κατώτερο στο ανώτερο.

Η φύση, λέει ο Εγκελς, είναι η λυδία λίθος της διαλεκτικής και πρέπει να ειπωθεί πως οι νέες φυσικές επιστήμες δώσανε σ’ αυτή τη δοκιμασία υλικό, που είναι εξαιρετικά πλούσιο και που αυξάνει κάθε μέρα. Κ’ έτσι αποδείξανε πως η φύση, σε τελευταία ανάλυση, ενεργεί διαλεκτικά και όχι μεταφυσικά, ότι δεν κινείται μέσα σ’ ένα κύκλο, τον ίδιο πάντα, που επαναλαμβάνεται συνεχώς ο ίδιος, ότι η φύση ζει μιαν ιστορία πραγματική. Κ’ είναι σωστό ν ‘αναφερθεί, πρώτα απ’ όλους, ο Ντάρβιν, που κατάφερε ένα σκληρό χτύπημα στη μεταφυσική αντίληψη της φύσης, αποδείχνοντας πως ολόκληρος ο οργανικός κόσμος, όπως υπάρχει σήμερα, τα φυτά και τα ζώα και -επόμενο είναι- ο άνθρωπος, είναι το προϊόν ενός «προτσές» εξέλιξης, που διαρκεί από εκατομμύρια χρόνια.

Ό Εγκελς δείχνει ότι στη διαλεκτική εξέλιξη οι ποσοτικές αλλαγές μεταβάλλονται σε αλλαγές ποιοτικές:

Στη φυσική κάθε αλλαγή είναι ένα πέρασμα από την ποσότητα στην ποιότητα, είναι το αποτέλεσμα της ποσοτικής αλλαγής της ποσότητας της κίνησης, οποιουδήποτε σχήματος αχώριστου από το σώμα ή οποιουδήποτε σχήματος που μεταδίνεται στο σώμα. Κατά τον ίδιο τρόπο, που η θερμοκρασία του νερού είναι στην αρχή άσχετη με την κατάσταση του σαν υγρό. Αν όμως αυξηθεί ή ελαττωθεί η θερμοκρασία του νερού, έρχεται στιγμή, όπου η κατάσταση του αλλάζει και το νερό μεταβάλλεται στην μια περίπτωση σε ατμό και στην άλλη σε πάγο…. Κατά τον ίδιο τρόπο, για να μεταβληθεί σε φωτεινό ένα σύρμα από πλατίνα χρειάζεται ηλεκτρικό ρεύμα μιας ορισμένης δύναμης. Με ίδιο τρόπο, κάθε μέταλλο λιώνει σε ορισμένους βαθμούς θερμοκρασίας, Ακριβώς όπως κάθε υγρό, κάτω από μια ορισμένη πίεση, φτάνει στο σημείο που πήζει ή πού βράζει, εφόσον τα μέσα μας μας επιτρέπουνε να πετύχουμε τις απαραίτητες θερμοκρασίες για κάθε περίπτωση. Και κατά τον ίδιο τρόπο, κάθε αέριο έχει ένα κρίσιμο σημείο, που, όταν φτάσει σε αυτό, μπορεί να μετατραπεί σε υγρό, πιέζοντας το ή κρυώνοντας το κάτω από καθορισμένες συνθήκες… Οι συνιστώσαι, όπως λένε στη φυσική -τα σημεία μετατροπής από τη μια κατάσταση στην άλλη-, τις περισσότερες φορές, δεν είναι άλλο από τα δεσμικά σημεία , όπου η πρόσθεση ή η αφαίρεση της κίνησης (ποσοτική αλλαγή) προκαλεί μια ποιοτική αλλαγή μέσα σ’ ένα σώμα, όπου, όπως είναι επόμενο, η ποσότητα μεταβάλλεται σε ποιότητα.

Και σχετικά με τη χημεία: Μπορεί να ειπωθεί πως η χημεία είναι η επιστήμη των ποιοτικών αλλαγών των σωμάτων, που οφείλονται στις ποσοτικές αλλαγές. Ο ίδιος ο Χέγκελ το γνώριζε. Ας πάρουμε το οξυγόνο: Αν ενώσουμε, σ’ ένα μόριο, τρία άτομα, αντί δυο άτομα. Οπως είναι φυσικό, έχουμε ένα σώμα νέο, το όζον, που ξεχωρίζει καθαρά απ’ το κοινό οξυγόνο για τη μυρωδιά του και για τις αντιδράσεις του. Και τι να πει κανείς για τους διάφορους συνδυασμούς του οξυγόνου με το άζωτο ή με το θειάφι, όπου ο κάθε συνδυασμός μας δίνει κ’ ένα σώμα ποιοτικά διαφορετικό απ’ όλα τα άλλα

Κι’ ο Εγκελς κατακρίνει τον Ντύριγκ, που κοροϊδεύει τον Χέγκελ, παρ’ όλο που του παίρνει, με τρόπο τη θεωρία του σύμφωνα με την οποία το πέρασμα απ’ το βασίλειο του κόσμου χωρίς αισθήσεις στον κόσμο των αισθήσεων, από το βασίλειο του ανόργανου κόσμου στο βασίλειο της οργανικής ζωής, είναι ένα άλμα σε μια νέα κατάσταση :

Είναι, κυριολεκτικά, η δεσμική χεγκελιανή γραμμή των μετρητικών σχέσεων, όπου μια πρόσθεση ή μια αφαίρεση καθαρά ποσοτική προκαλεί, σε ορισμένα δεσμικά σημεία, ένα ποιοτικό άλμα, όπως π.χ. είναι η περίπτωση του νερού που το ζεσταίνουμε ή το κρυώνομε, όπου το σημείο όπου βράζει ή το σημείο όπου παγώνει είναι οι δεσμοί της εκτέλεσης του άλματος -κάτω από την κανονική πίεση- σε μια καινούργια κατάσταση συνένωσης μορίων, όπου, όπως είναι επόμενο, η ποσότητα μεταβάλλεται σε ποιότητα.

Δ) Αντίθετα από τη μεταφυσική, η διαλεκτική ξεκινάει από την άποψη ότι τα αντικείμενα και τα φαινόμενα της φύσης σέρνουν μέσα τους αντιθέσεις (εσωτερικές), γιατί όλα έχουν μια πλευρά αρνητική και μια πλευρά θετική, ένα παρελθόν και ένα μέλλον, όλα έχουνε στοιχεία πού χάνονται ή πού αναπτύσσονται.

Ή πάλη αυτών των αντίθετων στοιχείων, η πάλη ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο, ανάμεσα σ’ αυτό που πεθαίνει και σ’ αυτό πού γεννιέται, ανάμεσα σ’ αυτό πού χάνεται και σ’ αυτό πού εξελίσσεται, είναι το εσωτερικό περιεχόμενο του «προτσές» της εξέλιξης, της μετατροπής των ποσοτικών αλλαγών σε αλλαγές ποιοτικές.

Γι’ αυτό, σύμφωνα με τη διαλεκτική μέθοδο, το «προτσές» ανάπτυξης από το κατώτερο στο ανώτερο δεν πραγματοποιείται πάνω στο πλάνο μιας αρμονικής εξέλιξης των φαινομένων, άλλα πάνω σ’ αυτό που φανερώνει τις αντιθέσεις που είναι αχώριστες από τα αντικείμενα κι’ από τα φαινόμενα, πάνω στο πλάνο μιας «πάλης» αντιθέτων τάσεων, πού ενεργούνε με βάση αυτές τις αντιθέσεις.

Ή διαλεκτική -λέει ο Λένιν- με την καθαυτού έννοια της λέξης, είναι η μελέτη των αντιθέσεων μέσα στην ίδια ουσία των πραγμάτων.. ..Ή εξέλιξη είναι η «πάλη» των αντιθέτων.

Αυτά είναι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της μαρξιστικής διαλεκτικής μεθόδου.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ποια σημασία, μέγιστη, παίρνει η επέκταση των αρχών της διαλεκτικής μεθόδου στη μελέτη της κοινωνικής ζωής, στη μελέτη της ιστορίας της κοινωνίας, ποια σημασία, μέγιστη, παίρνει η εφαρμογή αυτών των αρχών στην ιστορία της κοινωνίας, στην πραχτική δράση του κόμματος του προλεταριάτου.

Εάν είναι αλήθεια πως δεν υπάρχουνε στον κόσμο απομονωμένα φαινόμενα, αν είναι αλήθεια το ότι όλα τα φαινόμενα αλληλοσυνδέονται και αμοιβαία καθορίζουν την υπόσταση τους, είναι φανερό ότι κάθε κοινωνικό καθεστώς και κάθε κοινωνικό κίνημα, μέσα στην ιστορία, πρέπει να κρίνονται, όχι με την άποψη της «αιώνιας δικαιοσύνης» ή με οποιαδήποτε άλλη ιδέα που ανεξέλεγκτα γεννήθηκε, όπως συχνά κάνουν οι ιστορικοί, άλλα με το φακό των συνθηκών που γεννήσανε αυτό το καθεστώς κι’ αυτό το κοινωνικό κίνημα και με τις όποιες. συνθήκες, είναι συνδεμένα.

Το καθεστώς της σκλαβιάς μέσα στις σημερινές συνθήκες θα ήτανε χωρίς νόημα, θάταν ένας παραλογισμός αφύσικος, Άλλα το καθεστώς της σκλαβιάς μέσα στις συνθήκες της πρωτόγονης κοινότητας που περνούσε το στάδιο της αποσύνθεσης της είναι ένα φαινόμενο ολότελα νοητό, καταληπτό και λογικό, γιατί σημαίνει ένα βήμα προς τα μπρος, συγκρίνοντας το με το καθεστώς της πρωτόγονης κοινότητας.

Το να διεκδικηθεί η εγκαθίδρυση της αστικής Αβασίλευτης Δημοκρατίας μέσα στις συνθήκες του τσαρισμού και της αστικής κοινωνίας π. χ. στη Ρωσία του 1905, ήταν ολότελα καταληπτό, σωστό και επαναστατικό, γιατί η αστική Αβασίλευτη Δημοκρατία, σήμαινε, τότε, ένα βήμα προς τα μπρος. Άλλα το να διεκδικηθεί η εγκαθίδρυση της αστικής Αβασίλευτης Δημοκρατίας μέσα στις σημερινές συνθήκες της Ε.Σ.Σ.Δ. θάτανε χωρίς νόημα, γιατί ή αστική ‘Αβασίλευτη Δημοκρατία, σε σύγκριση με τη Σοβιετική Δημοκρατία, είναι ένα βήμα προς τα πίσω.

Ολα είναι εξαρτημένα από τις συνθήκες, από τον τόπο κι’ από το χρόνο.
Είναι φανερό πως χωρίς αυτή την ιστορική αντίληψη των κοινωνικών φαινομένων, η ύπαρξη και η τελειοποίηση της επιστήμης της ιστορίας είναι αδύνατη. Μόνο μια τέτοια αντίληψη προφυλάγει την επιστήμη της ιστορίας από το να καταντήσει ένα χάος συμπτώσεων και ένας σωρός από παράλογα λάθη.

Ας εξακολουθήσουμε. Αν είναι αλήθεια πως ο κόσμος κινείται και εξελίσσεται αιώνια, αν είναι αλήθεια ότι η εξαφάνιση του παλιού και η γέννηση του νέου είναι νόμος της εξέλιξης, είναι φανερό ότι δεν υπάρχουνε κοινωνικά καθεστώτα «αμετάβλητα», και «αρχές αιώνιες» ατομικής ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης. Οτι δεν υπάρχουν «αιώνιες αρχές» υποταγής των αγροτών στους γαιοκτήμονες, των εργατών στους κεφαλαιοκράτες.

Κατά συνέπεια, το καπιταλιστικό καθεστώς μπορεί ν’ αντικατασταθεί με το σοσιαλιστικό καθεστώς, όπως, στον καιρό του, το καπιταλιστικό καθεστώς αντικατάστησε το φεουδαρχικό.

Κατά συνέπεια, πρέπει να βασίζουμε τη δράση μας όχι στα κοινωνικά στρώματα που σταματήσανε να εξελίσσονται, ακόμα κι’ αν αυτά αντιπροσωπεύουνε τη στιγμή αυτή τη δύναμη πού δεσπόζει, αλλά στα κοινωνικά στρώματα που εξελίσσονται και που έχουνε μέλλον, ακόμα κι’ αν τη στιγμή αυτή, δεν αντιπροσωπεύουνε τη δύναμη που κυριαρχεί.

Στα 1880 -1890, την εποχή του αγώνα των μαρξιστών ενάντια στους «ποπουλιστές», το προλεταριάτο τής Ρωσίας ήτανε μια πολύ μικρή μειοψηφία μπροστά στη μάζα των χωρικών, που σκέφτονταν ατομικά και που αποτελούσανε τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού. Σαν τάξη κοινωνική όμως, το προλεταριάτο αναπτύσσονταν, ενώ η αγροτιά, σαν κοινωνική τάξη, πάθαινε διαρροή. Κι’ ακριβώς γι’ αυτό, γιατί το προλεταριάτο αναπτύσσονταν, οι μαρξιστές βασίσανε τη δράση τους απάνω του. Γι’ αυτό δε γελαστήκανε, αφού είναι γνωστό ότι το προλεταριάτο, που δεν ήτανε παρά μια δύναμη ασήμαντη, έγινε κατόπι μια ιστορική και πολιτική δύναμη πρώτης σειράς.

Κατά συνέπεια, για να μην κάνουμε λάθη στην πολιτική, πρέπει να βλέπουμε προς τα μπρος και όχι προς τα πίσω.

Ας εξακολουθήσουμε. Αν είναι αλήθεια πως το πέρασμα από τις αργές ποσοτικές αλλαγές σε απότομες και γρήγορες ποιοτικές αλλαγές είναι ένας νόμος της εξέλιξης, είναι φανερό ότι οι επαναστάσεις που έγιναν από τις καταπιεζόμενες τάξεις αποτελούν ένα φαινόμενο απόλυτα φυσικό, αναπόφευκτο.

Κατά συνέπεια, το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό και η απελευθέρωση της εργατικής τάξης από την καπιταλιστική σκλαβιά μπορούνε να πραγματοποιηθούνε, όχι με αργές αλλαγές, όχι με μεταρρυθμίσεις, αλλά μόνο με μια ποιοτική αλλαγή του καπιταλιστικού καθεστώτος, με την επανάσταση.

Κατά συνέπεια, για να μην κάνει κανείς λάθος στην πολιτική, πρέπει να είναι επαναστάτης και όχι ρεφορμιστής (μεταρρυθμιστής).

Αν είναι αλήθεια πως η ανάπτυξη γίνεται με το φανέρωμα των εσωτερικών αντιθέσεων, με τη σύγκρουση των αντιθέτων δυνάμεων, με βάση τους τις εσωτερικές αυτές αντιθέσεις, σύγκρουση προορισμένη να τις ξεπεράσει, είναι φανερό πως η ταξική πάλη του προλεταριάτου είναι φαινόμενο ολότελα φυσικό, αναπόφευκτο.

Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να σκεπάζουμε τις αντιθέσεις του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος, αλλά να τις φανερώνουμε και να τις ξεσκεπάζουμε διάπλατα, όχι να καταπνίγουμε την πάλη των τάξεων, αλλά να την οδηγούμε ως το τέλος.

Για να μην κάνει κανείς λάθη στην πολιτική, πρέπει ν’ ακολουθεί πολιτική προλεταριακή ταξική, αδιάλλακτη, κι’ όχι ρεφορμιστική, όχι δηλαδή, πολιτική εναρμόνισης των προλεταριακών συμφερόντων με τα αστικά συμφέροντα, όχι συμβιβαστική πολιτική «ολοκλήρωσης» του καπιταλισμού μέσα στο σοσιαλισμό.

Να, λοιπόν, τι διδάσκει η μαρξιστική διαλεκτική μέθοδος όταν εφαρμόζεται στην κοινωνική ζωή, στην ιστορία της κοινωνίας.

Ό μαρξιστικός φιλοσοφικός ματεριαλισμός, με τη σειρά του, είναι από την ίδια του τη βάση το αντίθετο ακριβώς του φιλοσοφικού ιδεαλισμού.

2ο) Ό μαρξιστικός φιλοσοφικός ματεριαλισμός (υλισμός) έχει τα εξής θεμελιώδη χαρακτηριστικά:

Α) Αντίθετα από τον ιδεαλισμό, που θεωρεί τον κόσμο σαν την ενσάρκωση της «απόλυτης Ιδέας», του «παγκόσμιου πνεύματος», της «συνείδησης», ο φιλοσοφικός ματεριαλισμός του Μαρξ ξεκινάει από αυτήν εδώ την αρχή: ο κόσμος, απ’ την ίδια του τη φύση, είναι υλικός, τα πάμπολλα φαινόμενα του σύμπαντος είναι οι διάφορες εκδηλώσεις της ύλης, που βρίσκεται σε κίνηση. Οι σχέσεις και οι αλληλοεπιδράσεις των φαινομένων, αποκαταστημένες με τη διαλεκτική μέθοδο, αποτελούν τους απαραίτητους νόμους της εξέλιξης της ύλης, πού βρίσκεται σε κίνηση. Κι’ ακόμα: ο κόσμος εξελίσσεται σύμφωνα με τους νόμους της κίνησης της ύλης και δεν έχει ανάγκη από κανένα «παγκόσμιο πνεύμα».

Η ματεριαλιστική αντίληψη του κόσμου, λέει ο Εγκελς, σημαίνει απλούστατα την αντίληψη της φύσης όπως ακριβώς είναι, χωρίς καμιά ξένη προσθήκη.
Σχετικά με τη ματεριαλιστική αντίληψη του αρχαίου φιλόσοφου Ηράκλειτου, για τον οποίο ο κόσμος είναι ένας, δεν δημιουργήθηκε από κανένα θεό ούτε από κανένα άνθρωπο, ήτανε, είναι και θα είναι μια φλόγα αιώνια ζωντανή, που φουντώνει και σβήνει σύμφωνα με καθορισμένους νόμους, ο Λένιν γράφει:

Υπέροχη έκθεση των αρχών του διαλεκτικού ματεριαλισμού.

Β) Αντίθετα από τον ιδεαλισμό, που βεβαιώνει πως μόνο η συνείδηση μας υπάρχει πραγματικά, ότι ο υλικός κόσμος, το ον, η φύση δεν υπάρχουνε παρά μόνο στη συνείδηση μας, στα αισθήματα μας, στις παραστάσεις, στην αντίληψη μας, ο μαρξιστικός φιλοσοφικός ματεριαλισμός ξεκινάει από την αρχή ότι η ύλη, η φύση, το ον είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα, που υπάρχει ανεξάρτητα και έξω από τη συνείδηση. Οτι η ύλη είναι ένα πρώτο δεδομένο γιατί είναι η πηγή των αισθημάτων, των παραστάσεων, της συνείδησης, ενώ η συνείδηση είναι ένα δεύτερο δεδομένο, παράγωγο, γιατί είναι η αντανάκλαση της ύλης, του όντος. Οτι η σκέψη είναι ένα προϊόν της ίλης, όταν η ύλη στην εξέλιξη της φτάνει σ’ ένα ψηλό βαθμό τελειότητας, και πιο λιανά: η σκέψη είναι προϊόν του μυαλού, και το μυαλό είναι το όργανο της σκέψης. Κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε κανείς να χωρίσει τη σκέψη από την ύλη, χωρίς να κινδυνέψει να πέσει σε λάθος πολύ χοντρό.

Το ζήτημα της σχέσης, που υπάρχει ανάμεσα στη σκέψη και στο ον, ανάμεσα στο πνεύμα και στη φύση, λέει ο Εγκελς, είναι το υπέρτατο ζήτημα κάθε φιλοσοφίας… Συμφωνά με την απάντηση πού δίνανε στο ζήτημα αυτό, οι φιλόσοφοι χωρίζονταν σε δυο μεγάλα στρατόπεδα. Αυτοί πού βεβαιώνανε πως το πνεύμα υπάρχει πριν από τη φύση, αποτελούσανε το στρατόπεδο του ιδεαλισμού. Οι άλλοι, που θεωρούσανε πως η φύση υπήρχε πριν, ανήκανε στις διάφορες σχολές του ματεριαλισμοϋ. Και πιο πέρα:

Ό υλικός κόσμος, που είναι αντιληπτός με τις αισθήσεις, όπου ανήκουμε εμείς οι ίδιοι, είναι η μόνη πραγματικότητα… Ή συνείδηση μας και η σκέψη μας, όσο κι’ αν φαίνονται υπέροχες, δεν είναι παρά τα προϊόντα ενός οργάνου καμωμένου από ύλη, που ανήκει στο σώμα μας, του μυαλού… Ή ύλη δεν είναι προϊόν του πνεύματος, αλλά το ίδιο το πνεύμα δεν είναι παρά το ανώτερο προϊόν της ύλης. Σχετικά με το πρόβλημα της ύλης και της σκέψης, ο Μαρξ γράφει :

Δε θα μπορούσε κανείς να χωρίσει τη σκέψη από τη σκεπτόμενη ύλη. Ή ύλη αύτη είναι το υπόστρωμα όλων των αλλαγών πού γίνονται
Στον ορισμό πού δίνει για τον μαρξιστικό φιλοσοφικό ματεριαλισμό, ο Λένιν εκφράζεται μ’ αυτά τα λόγια :

Ό ματεριαλισμός παραδέχεται, κατά τρόπο γενικό, ότι το πραγματικό αντικειμενικό ον (η ύλη) είναι ανεξάρτητο από τη συνείδηση, από τα αισθήματα κι’ από την πείρα… Ή συνείδηση δεν είναι παρά η αντανάκλαση του όντος, στην καλλίτερη περίπτωση μια αντανάκλαση περίπου σωστή (πλήρη, με ιδεώδη ακρίβεια). Και αλλού γράφει:

α) Ή ύλη είναι αυτό που ενεργώντας πάνω στα όργανα των αισθήσεων μας, παράγει τα αισθήματα. Η ύλη είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα που μεταφέρεται απ’ τα αισθήματα μας… Ή ύλη, η φύση, το ον, το φυσικό είναι το δεδομένο το πρώτο, ενώ το πνεύμα, η συνείδηση, τα αισθήματα, το ψυχικό είναι το διδόμενο το δεύτερο

β) Ή εικόνα του κόσμου είναι μια εικόνα που δείχνει πως κινείται η ύλη και πως η «ύλη σκέφτεται

γ’) Το μυαλό είναι το όργανο της σκέψης

Γ) Αντίθετα από τον Ιδεαλισμό που αμφισβητεί τη δυνατότητα της γνώσης του κόσμου και των νόμων του, που δεν πιστεύει στην αξία των γνώσεων μας, που δεν αναγνωρίζει την αντικειμενική αλήθεια και θεωρεί τον κόσμο γεμάτο πράματα που υπάρχουνε ανεξάρτητα από κάθε τι τριγύρω, «αυτά καθ’ έαυτά», που δε μπορούν ποτέ να κατανοηθούν από την επιστήμη, ο μαρξιστικός φιλοσοφικός ματεριαλισμός ξεκινάει από αυτή την αρχή: Ο κόσμος και οι νόμοι του μπορούν πολύ καλά να κατανοηθούν Η γνώση μας των νόμων της φύσης επικυρωμένη από την πείρα, από την πρακτική, είναι γνώση έγκυρη κ’ έχει την έννοια αντικειμενικής αλήθειας. Δεν υπάρχουν στον κόσμο πράματα που είναι αδύνατο να γνωρίσουμε, παρά μονάχα πράματα πού είναι ακόμα άγνωστα και που θ’ ανακαλυφθούν και θα τα γνωρίσουμε με τα μέσα της επιστήμης και της πρακτικής.

Ό Εγκελς κατακρίνει τη θέση του Καντ και των άλλων ιδεαλιστών, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος και τα πράματα, που υπάρχουν «αυτά καθ εαυτά», είναι αδύνατο να γνωσθούνε και υποστηρίζει τη γνωστή ματεριαλιστική θέση, σύμφωνα με την οποία οι γνώσεις μας είναι έγκυρες. Και γράφει πάνω σ’ αυτό το ζήτημα:

Ή πιο αποφασιστική ανασκευή αυτής τής αλλόκοτης φιλοσοφικής ιδιοτροπίας, όπως άλλωστε κι’ όλων των άλλων, είναι η πρακτική, και μάλιστα η πείρα και η βιομηχανία. Εάν μπορούμε να αποδείξουμε την ορθότητα της αντίληψης που έχουμε για ένα φυσικό φαινόμενο δημιουργώντας το εμείς οι ίδιοι, παράγοντας το με τη βοήθεια των ίδιων των δικών του συνθηκών, και, αυτό που σημαίνει πιότερο, βάζοντας το στην εξυπηρέτηση των σκοπών μας, όλα αυτά τα ακατανόητα «αυτά καθ’ εαυτά» του Καντ παίρνουνε τέλος.

Οι χημικές ουσίες που παράγονται μέσα στους οργανισμούς των φυτών και των ζώων ήτανε πράματα «καθ’ εαυτά», ώσπου η οργανική χημεία βάλθηκε να τις παρασκευάζει τη μια μετά απ’ την άλλη. Με τον τρόπο αυτό, το «αυτό καθ’ εαυτό» έγινε: αυτό για μας, όπως, π.χ., η χρωματική ύλη του ριζαριοϋ η άλιζαρίνη, που δεν την παίρνουμε πια από τις ρίζες του ριζαριού που καλλιεργείται στα χωράφια, αλλά που την βγάζουμε, με πιο λίγα έξοδα και πολύ πιο άπλα, από την πίσσα τον γαιάνθρακα. Το ηλιακό σύστημα του Κόπερνικ, τρακόσα χρόνια, ήτανε μια υπόθεση για την οποία μπορούσανε να στοιχηματίζουνε με εκατό, με χίλια, με δέκα χιλιάδες προς ένα, αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, ήτανε μια υπόθεση. Οταν όμως ο Λεβερριέ, με τη βοήθεια αριθμών που πέτυχε, χάρη στο σύστημα αυτό, υπολόγισε όχι μονάχα την ανάγκη της ύπαρξης ενός άγνωστου πλανήτη, μα και το μέρος όπου ο πλανήτης αυτός έπρεπε να βρίσκεται, μέσα στο ουράνιο διάστημα, κι’ όταν, αργότερα, ο Γκάλλε τον ανακάλυψε πραγματικά, το σύστημα του Κόπερνικ αποδείχθηκε.

Ό Λένιν κατηγορεί για φιντεϊσμό τον Μπογκντάνωφ, τον Μπαζαρώφ, τον Ίουσκέβιτς και τους άλλους οπαδούς του Μαχ. Υπερασπίζει την πολύ γνωστή ματεριαλιστική θέση, σύμφωνα με την οποία οι επιστημονικές μας γνώσεις των νόμων της φύσης είναι έγκυρες και οι επιστημονικοί νόμοι είναι αντικειμενικές αλήθειες. Και λέει σχετικά :

Ό σύγχρονος φιντεϊσμός δεν απορρίπτει καθόλου την επιστήμη. Απορρίπτει μόνο τους «υπερβολικούς ισχυρισμούς», μ’ άλλα λόγια, τον ισχυρισμό της ανακάλυψης της αντικειμενικής αλήθειας. Αν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια (όπως φρονούν οι ματεριαλιστές), αν οι φυσικές επιστήμες αντανακλώντας τον εξωτερικό κόσμο στην ανθρώπινη «πείρα», είναι οι μόνες ικανές για να μας δώσουνε την αντικειμενική αλήθεια, κάθε φιντεϊσμός πρέπει απόλυτα ν’ απορριφθεί. Αυτά, με λίγα λόγια, είναι τα χαρακτηριστικά του μαρξιστικού φιλοσοφικού υλισμού. Εύκολα μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί τη μεγάλη σημασία που παίρνει η προέκταση των αρχών του φιλοσοφικού ματεριαλισμού στη μελέτη της κοινωνικής ζωής, στη μελέτη της ιστορίας της κοινωνίας. Καταλαβαίνει κανείς τη μεγάλη σημασία της εφαρμογής των αρχών αυτών στην ιστορία της κοινωνίας, στην πρακτική δράση του κόμματος του προλεταριάτου. Αν είναι αλήθεια πως η σύνδεση των φαινόμενων της φύσης και η αλληλοεπίδραση τους είναι νόμοι απαραίτητοι της εξέλιξης της φύσης, επόμενο είναι πως και η αλληλοεπίδραση και η σύνδεση των φαινόμενων της κοινωνικής ζωής δεν είναι συμπτώσεις, άλλα νόμοι αναγκαίοι της κοινωνικής εξέλιξης.

Κατά συνέπεια, η κοινωνική ζωή, η ιστορία της κοινωνίας, παύει να είναι συσσώρευση «συμπτώσεων», γιατί η ιστορία της κοινωνίας γίνεται μια αναγκαία εξέλιξη της κοινωνίας και η μελέτη τής ιστορίας της κοινωνίας γίνεται επιστήμη.
Κατά συνέπεια, η πραχτική δράση του κόμματος του προλεταριάτου πρέπει να βασίζεται, όχι πάνω στους αξιέπαινους πόθους των «εκλεχτών ατομικοτήτων», στις απαιτήσεις της «λογικής», της «παγκόσμιας ηθικής», και στα ρέστα, αλλά, πάνω στους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης, στη μελέτη των νόμων αυτών.

Αν είναι αλήθεια ότι ο κόσμος μπορεί να γνωσθεί και ότι η γνώση μας των νόμων της εξέλιξης της φύσης είναι γνώση έγκυρη, που έχει τη σημασία μιας αλήθειας αντικειμενικής, είναι επόμενο ότι η κοινωνική ζωή, ότι η εξέλιξη της κοινωνίας μπορούνε κι αυτές να γνωριστούνε και ότι τα δεδομένα της επιστήμης σχετικά με τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης είναι δεδομένα έγκυρα, που σημαίνουν αντικειμενικές αλήθειες.

Κατά συνέπεια, η επιστήμη της ιστορίας της κοινωνίας, παρ’ όλο που τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής είναι πολύπλοκα, μπορεί να γίνει μια επιστήμη τόσο σωστή, όσο και η βιολογία π. χ., και ικανή να κάνει τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης χρήσιμους για πραχτικές εφαρμογές.

Το κόμμα του προλεταριάτου, στην πραχτική του δράση, δεν πρέπει να εμπνέεται από οποιοδήποτε κι’ αν είναι, τυχαίο αίτιο, αλλά από τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης κι’ από τα πραχτικά συμπεράσματα, που βγαίνουν από τους νόμους αυτούς.
Κατά συνέπεια, από κει που άλλοτε, ο σοσιαλισμός ήταν ένα όνειρο για ένα καλλίτερο μέλλον τής ανθρωπότητας, γίνεται, τώρα, μια επιστήμη.

Η σχέση ανάμεσα στην επιστήμη και στην πραχτική δράση, ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, η ενότητα τους, πρέπει να γίνει το καθοδηγητικό αστέρι του κόμματος του προλεταριάτου.

Αν είναι αλήθεια πως η φύση, το ον, ο υλικός κόσμος είναι το πρώτο δεδομένο, ενώ η συνείδηση, η σκέψη είναι το δεύτερο δεδομένο, το παράγωγο, αν είναι αλήθεια ότι ο υλικός κόσμος είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα, που υπάρχει ανεξάρτητα από τη συνείδηση των ανθρώπων, ενώ η συνείδηση είναι μια αντανάκλαση αυτής της πραγματικότητας της αντικειμενικής, τότε, είναι επόμενο πως η υλική ζωή της κοινωνίας, το ον της (το είναι της), είναι το πρώτο δεδομένο, ενώ η πνευματική της ζωή είναι δεύτερο δεδομένο, παράγωγο. Κι’ ακόμα βγαίνει πως η υλική ζωή της κοινωνίας είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα, που υπάρχει ανεξάρτητα από τη θέληση του άνθρωπου, ενώ η πνευματική ζωή της κοινωνίας είναι αντανάκλαση αυτής της αντικειμενικής πραγματικότητας, μια αντανάκλαση του όντος.

Πρέπει ν’ αναζητάμε την πηγή της πνευματικής ζωής της κοινωνίας, την καταγωγή των κοινωνικών ιδεών, των κοινωνικών θεωριών, των πολιτικών ιδεολογιών, των πολιτικών θεσμών, όχι μέσα στις ίδιες τις ιδέες, στις θεωρίες, στις ιδεολογίες και στους θεσμούς, αλλά μέσα στις συνθήκες της υλικής ζωής της κοινωνίας, μέσα στο κοινωνικό ον, που αντανακλά αυτές τις ιδέες, θεωρίες, ιδεολογίες κ.λ.π.

Εάν στις διάφορες περίοδες της ιστορίας της κοινωνίας παρατηρεί κανείς διάφορες κοινωνικές ιδέες και θεωρίες, διάφορες ιδεολογίες και θεσμούς πολιτικούς, εάν, κάτω από το καθεστώς της σκλαβιάς, βρίσκομε τέτοιες ιδέες και θεωρίες κοινωνικές, τέτοιες ιδεολογίες και τέτοιους θεσμούς πολιτικούς, ενώ στην περίοδο του φεουδαρχισμού συναντούμε άλλες, και στην περίοδο του καπιταλισμού άλλες πάλι, αυτό δεν εξηγείται από τη «φύση» η από «αυτές καθ’ εαυτές» τις ιδέες, θεωρίες, ιδεολογίες, αλλά από τις διάφορες συνθήκες της υλικής ζωής της κοινωνίας στις διαφορετικές περίοδες της κοινωνικής εξέλιξης.

Το ον της κοινωνίας, οι συνθήκες της υλικής ζωής της κοινωνίας, να τι καθορίζει τις ιδέες, τις θεωρίες, τις πολιτικές ιδεολογίες και τους πολιτικούς θεσμούς της κοινωνίας.

Σχετικά μ’ αυτό, ό Μαρξ έγραψε :

Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την υπόσταση τους, άλλα το αντίθετο, η κοινωνική τους υπόσταση είναι που καθορίζει τη .συνείδηση τους.
Κατά συνέπεια, για να μην κάνει κανείς λάθη στην πολιτική, για να μην αφήνεται σε όνειρα κούφια, το κόμμα του προλεταριάτου πρέπει να βασίζει τη δράση του, όχι στις αφηρημένες «αρχές της ανθρώπινης λογικής», αλλά πάνω στις συγκεκριμένες συνθήκες της υλικής ζωής της κοινωνίας, που είναι η αποφασιστική δύναμη της κοινωνικής εξέλιξης. Οχι στους αξιέπαινους πόθους των «μεγάλων ανδρών», αλλά στις πραγματικές ανάγκες τής εξέλιξης τής υλικής ζωής της κοινωνίας.

Ή κατάντια των ουτοπιστών, ακόμα και των ποπουλιστών, των αναρχικών και των σοσιαλεπαναστατών, εξηγείται, ανάμεσα στα άλλα, κ’ από το γεγονός που δεν αναγνωρίζανε τον πρωταρχικό ρόλο των συνθηκών της υλικές ζωής της κοινωνίας στην εξέλιξη της κοινωνίας. Πέφτοντας στον ιδεαλισμό, βασίζανε την πραχτική τους δράση, όχι πάνω στις ανάγκες της εξέλιξης της υλικής ζωής της κοινωνίας, αλλά, ανεξάρτητα κ’ ενάντια στις ανάγκες αυτές, πάνω σε «ιδεώδη πλάνα» και σε «παγκόσμια σχέδια», άσχετα με την πραγματική ζωή της κοινωνίας.
Αυτό ποy κάνει τη δύναμη και τη ζωντάνια του μαρξισμού-λενινισμού είναι το ότι, στην πραχτική του δράση, στηρίζεται με ακρίβεια στις ανάγκες της εξέλιξης της υλικής ζωής της κοινωνίας, χωρίς ποτέ ν’ απομακρύνεται από την πραγματική ζωή της κοινωνίας.

Απ’ αυτό που λέει ο Μαρξ, ωστόσο, δεν βγαίνει πως οι ιδέες και οι θεωρίες, οι κοινωνικές, οι ιδεολογίες και οι θεσμοί, οι πολιτικοί, δεν έχουνε σημασία στην κοινωνική, ζωή. Πως, αντίστροφα, κι’ αυτές δεν ενεργούνε πάνω στην κοινωνική υπόσταση, πάνω στην εξέλιξη των υλικών συνθηκών της κοινωνικής ζωής. Μέχρι δω μιλήσαμε μόνο για την καταγωγή των κοινωνικών ιδεών και των κοινωνικών θεωριών, των πολιτικών ιδεολογιών και των πολιτικών θεσμών, μιλήσαμε μόνο για την εμφάνιση τους. Είπαμε πως η πνευματική ζωή της κοινωνίας είναι μια αντανάκλαση των συνθηκών της υλικής ζωής. Άλλα ό,τι άφορα τη σημασία αυτών των κοινωνικών ιδεών και κοινωνικών θεωριών, αυτών των πολιτικών ιδεολογιών και των πολιτικών θεσμών, ό,τι άφορα το ρόλο τους στην ιστορία. Ο ιστορικός υλισμός κάθε άλλο παρά τον αρνιέται, κι’ αντίθετα, υπογραμμίζει το ρόλο τους, το σημαντικό και τη σημασία τους τη μέγιστη στην κοινωνική ζωή, στην ιστορία της κοινωνίας.
Οι ιδέες και οι θεωρίες οι κοινωνικές διαφέρουνε. ‘Έχει παλιές ιδέες και θεωρίες, που κάνανε τα χρόνια τους και που εξυπηρετούνε τα συμφέροντα των δυνάμεων της κοινωνίας που πεθαίνουνε. Ή σημασία τους είναι το ότι φρενάρουνε την εξέλιξη της κοινωνίας, την πρόοδο της. Εχει ιδέες και θεωρίες καινούργιες, πρωτοποριακές, που εξυπηρετούνε τα συμφέροντα των πρωτοποριακών δυνάμεων της κοινωνίας. Ή σημασία τους είναι το ότι ευκολύνουνε την εξέλιξη της κοινωνίας, την πρόοδο της.
Κι’ αυτό, που έχει πιότερη σημασία, είναι το ότι παίρνουν τόσο περισσότερη σημασία, όσο πιο πιστά αντανακλούνε τις ανάγκες της εξέλιξης της υλικής ζωής της κοινωνίας.

Οι καινούργιες κοινωνικές ιδέες και θεωρίες δεν προβάλλουνε παρά μόνο όταν η εξέλιξη της υλικής ζωής της κοινωνίας έχει βάλει νέα καθήκοντα μπροστά στην κοινωνία. Άλλα μια και προβάλλουνε, γίνονται δύναμη εξαιρετικής σημασίας, που ευκολύνει την εκπλήρωση των νέων καθηκόντων, που βάζει μπροστά στην κοινωνία η εξέλιξη της υλικής ζωής της κοινωνίας. Ευκολύνουνε την πρόοδο της κοινωνίας. Κ’ είναι αυτή τη στιγμή, ακριβώς, που εμφανίζεται όλη η σημασία του οργανωτικού, επιστρατευτικού και μεταμορφωτικού ρόλου των καινούργιων ιδεών και θεωριών, των νέων πολιτικών ιδεολογιών και θεσμών. Στην πραγματικότητα, εάν νέες ιδέες και θεωρίες προβάλουνε, πάει να πει, ακριβώς, πως είναι απαραίτητες στην κοινωνία, γιατί δίχως την οργανωτική, την επιστρατευτική και τη μεταμορφωτική τους ενέργεια, η λύση των επιτακτικών προβλημάτων που φέρνει μαζί της η εξέλιξη της υλικής ζωής της κοινωνίας είναι αδύνατη. Προκαλούμενες από τα καινούργια καθήκοντα, που βάζει μπροστά στην κοινωνία η εξέλιξη της υλικής ζωής της κοινωνίας, οι καινούργιες κοινωνικές ιδέες και θεωρίες χαράζουν ένα δρόμο, γίνονται κληρονομιά των λαϊκών μαζών, που τις κινητοποιούνε και τις οργανώνουν ενάντια στις δυνάμεις της κοινωνίας πού πεθαίνουνε, ευκολύνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την ανατροπή των δυνάμεων αυτών που φρενάρουνε την ανάπτυξη της υλικής ζωής της κοινωνίας.

Μ’ αυτό τον τρόπο είναι που, προκαλούμενες από τα επιτακτικά καθήκοντα της εξέλιξης της υλικής ζωής της κοινωνίας, της εξέλιξης της κοινωνικής υπόστασης, οι ιδέες και οι θεωρίες, οι θεσμοί, οι πολιτικοί, ενεργούν, κατόπι, οι ίδιοι πάνω στην κοινωνική υπόσταση, πάνω στην υλική ζωή της κοινωνίας, δημιουργώντας τις αναγκαίες συνθήκες για τη λύση των επιτακτικών προβλημάτων της υλικής ζωής της κοινωνίας, για να κάνουνε δυνατή την κατοπινή της εξέλιξη.
Ό Μαρξ είπε σχετικά μ’ αυτό : Ή θεωρία γίνεται δύναμη υλική μόλις αγκαλιάσει τις μάζες. Κατά συνέπεια, για να έχει τη δυνατότητα να επιδράσει πάνω στις συνθήκες της υλικής ζωής της κοινωνίας και για να κάνει πιο γρήγορη την εξέλιξη της, το κόμμα του προλεταριάτου πρέπει να στηρίζεται σε μια κοινωνική θεωρία, σε μια κοινωνική ιδέα που να ερμηνεύει ακριβώς τις ανάγκες της εξέλιξης της υλικής ζωής της κοινωνίας, κ’ ύστερα, νάναι ικανή να βάλει σε κίνηση τις μεγάλες λαϊκές μάζες, ικανή να τις κινητοποιήσει.

Ή κατάντια των «οικονομιστών» και των μενσεβίκων εξηγείται, ανάμεσα στα άλλα, κι’ από το γεγονός που δεν αναγνωρίζανε τον επιστρατευτικό, οργανωτικό και μεταμορφωτικό ρόλο της πρωτοποριακής θεωρίας, της πρωτοποριακής ιδέας. Πεσμένοι στον κοινό ματεριαλισμό κατεβάζανε το ρόλο αυτόν περίπου στο μηδέν. Γι’ αυτό καταδικάζανε το Κόμμα λέγοντας πως αδρανούσε και φυτοζωούσε.
Αυτό που κάνει τη δύναμη και τη ζωντάνια του μαρξισμού-λενινισμού είναι το ότι στηρίζεται σε μια θεωρία πρωτοποριακή, που αντανακλά ακριβώς τις ανάγκες της ανάπτυξης της υλικής ζωής και της κοινωνίας. Είναι το ότι ανεβάζει τη θεωρία στο ψηλό επίπεδο που της ταιριάζει και θεωρεί καθήκον του να χρησιμοποιήσει, πέρα για πέρα, την επιστρατευτική, οργανωτική και μεταμορφωτική δύναμη της.

Κ’ είναι μ’ αυτό τον τρόπο που ο ιστορικός υλισμός λύνει το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στο κοινωνικό ον και στην κοινωνική συνείδηση, ανάμεσα στις συνθήκες της εξέλιξης της υλικής ζωής και στην εξέλιξη της πνευματικής ζωής της κοινωνίας.

Ενα ζήτημα απομένει να διευκρινίσουμε : τι πρέπει να εννοούμε, σύμφωνα με τον ιστορικό υλισμό, μ’ αυτές τις «συνθήκες της υλικής ζωής της κοινωνίας», που, σε τελευταία ανάλυση, καθορίζουνε τη φυσιογνωμία της κοινωνίας, τις ιδέες της, τις ιδεολογίες της, τους θεσμούς της τους πολιτικούς κ.λ.π ;

Τι είναι αυτές οι «συνθήκες της υλικής ζωής της κοινωνίας»; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα;

Είναι βέβαιο πως η έννοια «συνθήκες της υλικής ζωής της κοινωνίας» περιέχει, πρώτ’ απ’ όλα, τη φύση που περιτριγυρίζει την κοινωνία, το γεωγραφικό περιβάλλον, που είναι μια από τις απαραίτητες και διαρκείς συνθήκες της υλικής ζωής της κοινωνίας και που είναι φανερό, επιδρά στην εξέλιξη τής κοινωνίας. Ποιος ο ρόλος του γεωγραφικού περιβάλλοντος στην κοινωνική εξέλιξη; Γιατί νάναι το γεωγραφικό περιβάλλον η κύρια δύναμη που καθορίζει τη φυσιογνωμία της κοινωνίας, το χαρακτήρα του κοινωνικού καθεστώτος των ανθρώπων, το πέρασμα από ένα καθεστώς σε άλλο;

Σ’ αυτη την ερώτηση ο ιστορικός υλισμός απαντάει αρνητικά.
Το γεωγραφικό περιβάλλον είναι αναμφισβήτητα μια από τις διαρκείς και απαραίτητες συνθήκες της εξέλιξης της κοινωνίας, και είναι φανερό πως επιδρά στην εξέλιξη:κάνει πιο γρήγορο ή πιο αργό το ρεύμα της κοινωνικής εξέλιξης. Άλλα αυτή η επίδραση δεν είναι προσδιοριστική, γιατί οι αλλαγές και ή εξέλιξη της κοινωνίας πραγματοποιούνται ασύγκριτα πιο γρήγορα από τις αλλαγές και την εξέλιξη του γεωγραφικού περιβάλλοντος. Μέσα σε τρεις χιλιάδες χρόνια, τρία διάφορα κοινωνικά καθεστώτα αντικατασταθήκανε στην Ευρώπη: η πρωτόγονη κομμούνα, η σκλαβιά και η φεουδαρχία. Και προς τ’ ανατολικά της Ευρώπης, στο έδαφος της Έ. Σ. Σ. Δ., τέσσερα. Ωστόσο, μέσα στην ίδια περίοδο, οι γεωγραφικές συνθήκες της Ευρώπης ή δέν αλλάξανε καθόλου, ή αλλάξανε τόσο λίγο που κ’ οι ίδιοι οι γεωγράφοι αποφεύγουνε να μιλήσουνε σχετικά. Κι’ αυτό το καταλαβαίνομε εύκολα. Για να γίνουν αλλαγές τόσο μικρής σημασίας, χρειάζονται εκατομμύρια χρόνια, ενώ αρκούνε μερικές εκατοντάδες χρόνια ή δυο χιλιάδες χρόνια περίπου για να μεσολαβήσουνε αλλαγές, και μάλιστα πολύ σημαντικές, στο κοινωνικό καθεστώς των ανθρώπων.

Απ’ αυτό βγαίνει πως το γεωγραφικό περιβάλλον δεν μπορεί νάναι η κύρια αίτια, η προσδιοριστική αιτία της κοινωνικής εξέλιξης, γιατί αυτό που μένει περίπου αμετάβλητο δεκάδες χιλιάδες χρόνια δεν μπορεί να είναι η κύρια αιτία της εξέλιξης εκείνου που επιδέχεται ριζικές αλλαγές μέσα σε μερικές εκατοντάδες χρόνια.
Είναι βέβαιο πως η αύξηση και η πυκνότητα του πληθυσμού περιέχονται κι’ αυτές στην έννοια «συνθήκες της υλικής ζωής της κοινωνίας», γιατί οι άνθρωποι είναι ένα απαραίτητο στοιχείο των συνθηκών της υλικής ζωής της κοινωνίας και χωρίς ένα ελάχιστο όρο, ένα μίνιμουμ ανθρώπων δεν θα μπορούσε να υπάρξει καμιά υλική ζωή της κοινωνίας. Ή αύξηση του πληθυσμού δε θα μπορούσε νάτανε η κύρια δύναμη που προσδιορίζει τον χαρακτήρα του κοινωνικού καθεστώτος των ανθρώπων;

Και σ’ αυτή την ερώτηση ο ιστορικός υλισμός απαντάει αρνητικά.
Ή αύξηση του πληθυσμού επιδρά, βέβαια, στην κοινωνική εξέλιξη, την διευκολύνει ή την αργοπορεί, αλλά δεν μπορεί να είναι η κύρια δύναμη της κοινωνικής εξέλιξης. Κ’ η επίδραση της πάνω στην κοινωνική εξέλιξη δεν μπορεί νάναι προσδιοριστική, γιατί η αύξηση του πληθυσμού, μονάχη της, δεν μας δίνει τη λύση του προβλήματος.
Γιατί το α’ κοινωνικό καθεστώς το διαδέχεται ακριβώς το β’ καινούργιο κοινωνικό καθεστώς κι’ όχι κανένα άλλο; Γιατί την πρωτόγονη κομμούνα τη διαδέχεται, ακριβώς, η σκλαβιά; Τη σκλαβιά, το φεουδαρχικό καθεστώς; Το φεουδαρχικό καθεστώς το διαδέχεται το αστικό και όχι κανένα άλλο καθεστώς;

Αν η αύξηση του πληθυσμού ήταν η δύναμη που καθορίζει την κοινωνική εξέλιξη, μια μεγαλύτερη πυκνότητα του πληθυσμού θάπρεπε να φέρνει αναγκαστικά ένα τύπο ανώτερου κοινωνικού καθεστώτος. Αλλά, στην πραγματικότητα, δε συμβαίνει τίποτα τέτοιο. Ή πυκνότητα του πληθυσμού στην Κίνα είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι είναι στις Ενωμένες Πολιτείες• κι’ όμως οι Ενωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε ανώτερο επίπεδο από την Κίνα, από την άποψη της κοινωνικής εξέλιξης: στην Κίνα κυριαρχεί σήμερα να μισοφεουδαρχικό καθεστώς, ενώ στις Ενωμένες Πολιτείες, από πολύν καιρό, φτάσανε στο ανώτερο στάδιο της καπιταλιστικής εξέλιξης.
Ή πυκνότητα του πληθυσμού στο Βέλγιο είναι δέκα εννέα φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι στις Ενωμένες Πολιτείες και είκοσι έξη φορές μεγαλύτερη άπ’ ό,τι στην Ε.Σ.Σ.Δ. Κι’ όμως οι Ενωμένες Πολιτείες βρίσκονται σ’ ένα επίπεδο ανώτερο απ’ ό,τι το Βέλγιο, από άποψη κοινωνικής εξέλιξης. Και συγκρίνοντας το με την Ε.Σ.Σ.Δ., το Βέλγιο καθυστερεί ολόκληρη μια ιστορική εποχή: στο Βέλγιο κυριαρχεί το κεφαλαιοκρατικό καθεστώς, ενώ η Ε.Σ.Σ.Δ. τέλειωσε κιόλας με τόν καπιταλισμό, εγκαθίδρυσε το σοσιαλισμό. Από τα παραπάνω βγαίνει ότι η αύξηση του πληθυσμού δεν είναι και δεν μπορεί νάναι η κύρια δύναμη της εξέλιξης της κοινωνίας, η δύναμη που καθορίζει το χαρακτήρα του κοινωνικού καθεστώτος, τη φυσιογνωμία της κοινωνίας.
Και ποια νάναι, λοιπόν, μέσα στο σύστημα των συνθηκών της υλικής ζωής της κοινωνίας, η κύρια δύναμη που προσδιορίζει τη φυσιογνωμία της κοινωνίας, το χαραχτήρα του κοινωνικού καθεστώτος, την εξέλιξη της κοινωνίας από ένα καθεστώς σ’ ένα άλλο;

Ό ιστορικός υλισμός θεωρεί ότι αυτή η δύναμη είναι ο τρόπος της απόχτησης των μέσων για την ύπαρξη, των απαραίτητων μέσων για τη ζωή των ανθρώπων, ο τρόπος της παραγωγής των υλικών αγαθών: της τροφής, των ρούχων, των παπουτσιών, της στέγης, της καύσιμης ύλης, των οργάνων παράγωγης κ.λ.π., των αγαθών που είναι απαραίτητα για να μπορέσει να ζήσει και να εξελιχτεί η κοινωνία.

Για να ζήσει κανείς χρειάζεται τροφή, ρούχα, παπούτσια, σπίτι, καύσιμη ύλη κ.λ,π. Για νάχει αυτά τα υλικά αγαθά πρέπει να τα παράγει. Και για να τα παράγει πρέπει νάχει τα όργανα της παραγωγής, που με τη βοήθεια τους οι άνθρωποι παράγουνε την τροφή, τα ρούχα. τα παπούτσια, το σπίτι, την καύσιμη ύλη κ.λ.π. Πρέπει να ξέρει κανείς να παράγει αυτά τα όργανα, πρέπει να ξέρει να τα χρησιμοποιεί.

Τα όργανα της παραγωγής, που με τη βοήθεια τους παράγονται τα υλικά αγαθά, οι άνθρωποι, που μεταχειρίζονται αυτά τα όργανα της παραγωγής και παράγουνε τα υλικά αγαθά χάρη σε κάποια πείρα παραγωγής και χάρη στις συνήθειες της δουλειάς, νάτα τα στοιχεία, που, παρμένα όλα μαζί, κάνουνε τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας.

Άλλα οι παραγωγικές δυνάμεις δεν είναι παρά μια άποψη της παραγωγής, μια άποψη του τρόπου της παραγωγής, άποψη που δείχνει τον τρόπο, το φέρσιμο, των ανθρώπων μπροστά στ’ αντικείμενα και στις δυνάμεις της φύσης, που χρησιμοποιούνε για την παραγωγή των υλικών αγαθών. Ή άλλη άποψη της παραγωγής, η άλλη άποψη του τρόπου της παραγωγής είναι οι σχέσεις των ανθρώπων αναμεταξύ τους, μέσα στο «προτσές» της παραγωγής, οι σχέσεις παραγωγής ανάμεσα στους ανθρώπους.

Στην πάλη τους με τη φύση, που την εκμεταλλεύονται για την παραγωγή των υλικών αγαθών, οι άνθρωποι δεν είναι απομονωμένοι ο ένας από τον άλλον, δεν είναι άτομα ξέχωρα. Γι’ αυτό, κάτω απ’ οποιεσδήποτε συνθήκες, η παραγωγή είναι κοινωνική παραγωγή. Στην παραγωγή των υλικών αγαθών, οι άνθρωποι αποκατασταίνουν αναμεταξύ τους σχέσεις παραγωγής. Οι σχέσεις αυτές μπορούν νάναι σχέσεις συνεργασίας και αλληλοβοήθειας ανάμεσα στους ελεύθερους από κάθε εκμετάλλευση ανθρώπους. Μπορούνε νάναι σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής. Τέλος, μπορούνε νάναι σχέσεις μετάβασης από μια μορφή σχέσεων παραγωγής σε μιαν άλλη. Άλλα οποιοσδήποτε κι’ αν είναι ο χαρακτήρας που κρύβουνε οι σχέσεις παραγωγής, οι σχέσεις αυτές είναι πάντοτε, κάτω από όλα τα καθεστώτα, στοιχείο απαραίτητο της παραγωγής, όσο κ’ οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας.

Στην παραγωγή, λέει ο Μαρξ, οι άνθρωποι δεν ενεργούνε μόνο πάνω ατή φύση. άλλα και αναμεταξύ τους. Παράγουν μονάχα συνεργαζόμενοι μ’ ένα τρόπο καθορισμένο και ανταλλάσσοντας, αναμεταξύ τους, τις ενέργειες τους. Για να παράγουνε, αποχτούνε σχέσεις αναμεταξύ τους καθορισμένες και μόνο μέσα στα όρια αυτών των σχέσεων των κοινωνικών πραγματοποιείται η ενέργεια τους πάνω στη φύση, που γίνεται η παραγωγή. Απ’ αυτά βγαίνει πώς ή παραγωγή, ο τρόπος παραγωγής, αγκαλιάζει τόσο τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, όσο και τις σχέσεις παραγωγής ανάμεσα στους ανθρώπους, και είναι η ενσάρκωση της άνωσης τους μέσα στο «προτσές» της παραγωγής των υλικών αγαθών.

Μια από τις ιδιότητες της παραγωγής, η πρώτη, είναι ότι ποτέ δεν σταματάει σ’ ένα ορισμένο σημείο για πολύ καιρό, για μια μεγάλη περίοδο. Βρίσκεται πάντα στο δρόμο της αλλαγής και της εξέλιξης. Κι’ ακόμα, η αλλαγή του τρόπου παραγωγής φέρνει την αναπόφευκτη αλλαγή ολόκληρου του κοινωνικού καθεστώτος, των κοινωνικών ιδεών, των πολιτικών ιδεολογιών και των πολιτικών θεσμών. Ή αλλαγή του τρόπου παραγωγής προκαλεί τη μεταποίηση όλου του κοινωνικού και του πολιτικού συστήματος. Στους διαφόρους βαθμούς της εξέλιξης, οι άνθρωποι χρησιμοποιούνε διάφορα μέσα παραγωγής, η πιο άπλα, οι άνθρωποι ζούνε ένα είδος ζωής διαφορετικής. Στην περίοδο της πρωτόγονης κομμούνας υπάρχει ένας τρόπος παραγωγής. Κάτω από το καθεστώς της σκλαβιάς ένας άλλος. Κάτω από τη φεουδαρχία, ένας τρίτος και συνέχεια. Το κοινωνικό καθεστώς των ανθρώπων, η πνευματική τους ζωή, οι ιδεολογίες τους, οι πολιτικοί τους θεσμοί διαφέρουνε, σύμφωνα με τους τρόπους παραγωγής.

Ή ίδια η κοινωνία, οι ιδέες της, οι θεωρίες της, οι ιδεολογίες της και οι πολιτικοί θεσμοί της ανταποκρίνονται, ουσιαστικά, στον τρόπο παραγωγής της κοινωνίας.