Tag Archives: Χρήστος Ηλία Κάτσιος

Υπόμνημα Αντιφασιστικής Επιτροπής Τσάμηδων Προσφύγων στην Αλβανία προς την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (1947)

Ο πρόσφατος πανευρωπαϊκός διαγωνισμός τραγουδιού Eurovision κατέστησε γνωστή σε πλατιά ακροατήρια πανευρωπαϊκά – και δη στη νέα γενιά – την απομάκρυνση από τη συνοριακή περιοχή της Κριμαίας της ΕΣΣΔ των σοβιετικών πολιτών ταταρικής καταγωγής το 1944. Αναζωπυρώθηκε έτσι, και παρότι το όλο θέμα σχετίζεται με τη σημερινή ρωσική κατάληψη της Κριμαίας, μια αντισταλινική-αντικομμουνιστική εκστρατεία, από τους ίδιους, όμως, ανθρώπους που δικαιολογούν, όχι απλώς παρόμοια μεταχείριση μειονότητας (ή αλλοδαπών), αλλά παράτυπη απέλαση πολιτών μετά των απαραίτητων ωμοτήτων (στα πλαίσια δικαιολογημένων κατ’ αυτούς μαζικών αντεκδικήσεων, στις οποίες, βέβαια, μόνο “δικοί μας” δικαιούνται να προβαίνουν).

Το παρακάτω κείμενο αφορά στην αλβανική μουσουλμανική μειονότητα -τους Τσάμηδες- της Ηπείρου (που οι αλβανοί ονομάζουν Τσαμουριά). Η μειονότητα αυτή, που αριθμούσε προπολεμικά γύρω στα 20.000 άτομα, εγκατεστημένη κυρίως στους σημερινούς νομούς Θεσπρωτίας και Πρέβεζας, εκδιώχτηκε σχεδόν πλήρως από δυνάμεις του ΕΔΕΣ το 1944 μετά από σειρά ακραία βίαιων πογκρόμ. Η απογραφή του 1951 (η τελευταία στην οποία καταγράφεται και η γλώσσα ως στοιχείο) βρήκε μόλις 59 αλβανόφωνους μουσουλμάνους σε όλη την Ήπειρο, ενώ βιβλίο που βγήκε το 1991 ανέφερε ότι υπήρχαν 44 άτομα σε τρία χωριά. Οι δε χριστιανοί αλβανόφωνοι, οι οποίοι ούτως ή άλλως δεν προσμετρώνταν στη μειονότητα, “απορροφήθηκαν”. Παρότι ελληνικό δικαστήριο το 1945-46 καταδίκασε μόλις 1.930+179 μειονοτικούς, την πλήρωσαν όλοι.

Το κείμενο που γράφτηκε το 1947 από την Αντιφασιστική Επιτροπή Τσάμηδων Προσφύγων στην Αλβανία, είναι προφανές ότι υπερτονίζει την αντιφασιστική δράση κάποιων τσάμηδων, ενώ δεν πραγματεύεται τις επιπτώσεις στη δυνατότητα μεταπολεμικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων που προέκυψαν λόγω της εκτεταμένης τρομοκρατίας ένοπλων τμημάτων των δεύτερων κατά τη διάρκεια της κατοχής. Παρ’ όλα αυτά, περιγράφει συνοπτικά τη διαδικασία “κάθαρσης” της περιοχής από το μουσουλμανικό στοιχείο στην οποία προέβησαν δυνάμεις του ΕΔΕΣ, αλλά και το προπολεμικό και μεταπολεμικό“ελληνικό” κράτος, καθώς και τα αιτήματα των Τσάμηδων.

Για τη νομική μεταχείριση της μειονότητας από το ελληνικό κράτος και το βάσιμο ή μη του ζητήματος σήμερα (από επίσημη ελληνική σκοπιά) βλ. εδώ: Γ. Κτιστάκης: Περιουσίες Τσάμηδων και Αλβανών στην Ελλάδα (Άρση του εμπολέμου και διεθνής προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου).

Όσον αφορά την ίδια την Αντιφασιστική Επιτροπή Τσάμηδων, μετά το 1947, μάλλον ατονεί η δράση της, καθώς τα μεγάλα διεθνή συνέδρια ειρήνης έχουν τελειώσει, ενώ η Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας δεν επιθυμεί να θέτει άλλο ένα ζήτημα, το οποίο να βαρύνει τις σχέσεις της με το μοναρχοφασιστικό αμερικανόδουλο κράτος της Αθήνας. Το δε 1951 αποδίδει αλβανική υπηκοότητα στα μέλη της εκδιωγμένης μειονότητας.

Προφανώς, το ζήτημα πλέον δεν είναι απλώς ανθρωπιστικό ή οικονομικής φύσης. (Ανθρωπιστικό είναι και από την άλλη πλευρά πλέον: τρεις γενιές έχουν περάσει από τις τότε ιδιοκτησίες των Τσάμηδων. Εξάλλου, δεν είναι βέβαιο ότι δεν έχει απορροφηθεί σε μεγάλο βαθμό η αλβανική μειονότητα Ελλάδας στην αλβανική κοινωνία). Επίσης, όπως κάθε εθνικό ζήτημα, δεν πρέπει να κρίνεται μόνο με βάση “την ελευθερία των εθνών”, όπως θεωρούν καποιοι αστοί εθνικιστές (φυσικά, μόνο για τους “δικούς τους” “αλύτρωτους αδελφούς”), αλλά το βαθμό που η ηγεσία του έθνους ή της μειονότητας δεν έχει προσανατολιστεί προς ιμπεριαλιστές (πράγμα που δυστυχώς δεν ισχύει για την ηγεσία του γειτονικού αλβανικού λαού τις τελευταίες 2,5 δεκαετίες). Στο βαθμό, ωστόσο, που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που ζουν από τότε, είναι εφικτό να λυθεί το ζήτημα, χωρίς πολλές φανφάρες. Και αν χρειάζεται το πρόσθετο κριτήριο της “αντιφασιστικής δράσης” κατά την κατοχή, για να επιτραπεί η είσοδος στη χώρα, ή η εκ νέου απόδοση ιθαγένειας, τότε μπορεί να εφαρμοστούν οι διεθνείς πρακτικές.

Update (21/05/2016): Συμπτωματικά, ταυτόχρονα με την ανάρτηση, οι εξελίξεις στο ζήτημα τρέχουν. Την εβδομάδα που τελείωσε, το Δικαστήριο της Χάγης αποδέχτηκε φάκελο που υπέβαλε η Δημοκρατική Ένωση Τσάμηδων στην Ολλανδία (Shoqata Demokratike Shqiptare Çamëria – Holandë) και τη Δευτέρα αναμένεται ο φάκελος να λάβει αριθμό πρωτοκόλου. Το Δικαστήριο δέχτηκε ως κατηγορούμενο το Ελληνικό κράτος. Η…Χρυσή Αυγή έσπευσε να βγάλει τα μάτια του ακροατηρίου στο οποίο απευθύνεται, διεθνοποιώντας το ζήτημα, με την υποβολή επερώτησης από τον Ελευθέριο Συναδινό στην Ευρωβουλή.

Φυσικά, δεν είναι βέβαιο ότι το ελληνικό κράτος μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο για τον διωγμό και τις πράξεις βίας (τουλάχιστον για τις διώξεις του 1944). Το ελληνικό κράτος μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο μόνο για την άρση της υπηκοότητας από όλους τους Τσάμηδες παρότι μόνο καποιοι είχαν καταδικαστεί, ή, για το ότι έδωσε σε άλλους την αξιοποίηση των περιουσιών των Τσάμηδων (που δεν είναι βέβαιο σε ποιο τμήμα από αυτές δόθηκαν και νέοι τίτλοι ιδιοκτησίας και σε ποιο δόθηκαν απλώς δικαιώματα χρήσης). Συνεπώς, το πρώτο αίτημα που αναγράφεται στο λινκ περί «αναγνώρισης γενοκτονίας» μάλλον δεν θα γίνει δεκτό. Για τα άλλα, όμως, ζητήματα, το ελληνικό κράτος μάλλον θα κριθεί ένοχο, αφού, όπως γράφει και άρθρο του Βήματος από το 2002, οι Τσάμηδες (πρώτης γενιάς πρόσφυγες) είναι εγγεγραμμένοι στα δημοτολόγια των δήμων της Θεσπρωτίας και της Πρέβεζας. Ένα πρώτο βήμα, λοιπόν, για τους Τσάμηδες, είναι η ανάκτηση της ιθαγένειας σε ατομικό επίπεδο, το επόμενο είναι οι αποζημιώσεις (πάλι σε ατομικό επίπεδο), και έπεται η διεκδίκηση για ανασύστασή τους ως μειονότητα.

****

Υπόμνημα Αντιφασιστικής Επιτροπής Τσάμηδων Προσφύγων στην Αλβανία προς την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ

Εμείς, η Αντιφασιστική Επιτροπή Τσάμηδων Προσφύγων στην Αλβανία, έχοντας πίστη στις δημοκρατικές και ανθρωπιστικές αρχές του ΟΗΕ, και δρώντας εξ ονόματος των Τσάμηδων προσφύγων στην Αλβανία, με το παρόν κείμενο απευθυνόμαστε στη Διερευνητική Επιτροπή αναφορικά με τα χαμένα δικαιώματά μας, την καταπίεση, τις διώξεις και τις σφαγές που διαπράχτηκαν από τους Έλληνες Φασίστες προκειμένου να εξολοθρεύσουν την αλβανική μειονότητα στην Ελλάδα.

Σε συνέχεια των διαμαρτυριών και των εκκλήσεών μας προς τους Μεγάλους Συμμάχους και τα Ηνωμένα Έθνη, σας ζητάμε απονομή δικαιοσύνης αναφορικά με τα ακόλουθα:

  19923166Εγκαταλελειμμένο τζαμί στην Κώτσικα (πηγή)

Επί 32 συνεχόμενα χρόνια, οι ελληνικές σωβινιστικές και αντιδραστικές κλίκες, κατά βάρβαρη παραβίαση κάθε ανθρωπιστικής αρχής, και απαξιώνοντας πλήρως τις διεθνείς συνθήκες, διεξάγουν μια πολιτική εξολόθρευσης έναντι της αλβανικής μειονότητας στην Ελλάδα.

Αρχίζοντας με την ελληνική κατοχή της Τσαμουριάς (σ.parapoda: υποκειμενικός χαρακτηρισμός βάσει των πληθυσμιακών δεδομένων) στις 23 Φεβρουαρίου 1913, η συμμορία του Δεληγιαννάκη (σ.parapoda: Μάρκος Δεληγιαννάκης, επικεφαλής ομάδας κρητικών μαχητών), υποκινούμενη και υποβοηθούμενη από τις τοπικές αρχές, κατέσφαξαν χωρίς καμία αιτία 72 άνδρες, στο ρέμα της Σέλιανης (σ.parapoda: σημερινή Κρυσταλλοπηγή), στην περιοχή της Παραμυθιάςi.

Αυτή η σφαγή σηματοδότησε την απαρχή της κίνησης για εξολόθρευση της αλβανικής μειονότητας και κατέστησε ξεκάθαρο τον προσανατολισμό της ελληνικής πολιτικής έναντι του πληθυσμού μας.

Oι καταδιώξεις, οι διώξεις, οι φυλακίσεις, οι εξορίες, τα βασανιστήρια και οι λεηλασίες υπό το πρόσχημα του αφοπλισμού [του πληθυσμού] μεταξύ 1914-1921, οι τρομοκρατικές δραστηριότητες των λήσταρχων και οι προβοκάτσιες του Στρατηγού Μπαΐρα (σ.parapoda: διοικητή του Ε’ Σώματος Στρατού στην Ήπειρο) το 1921, αποκαλύπτουν την πραγματικότητα των δεινών τα οποία υπέστη ο πληθυσμός μας κατά τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής.

Η Κόσκα (σ.parapoda: σήμερα Κώτσικα), το Λιόπσι (σ.parapoda: χωριό κοντά στους Φιλιάτες), η Βάρφανη (σ.parapoda: σημερινός Παραπόταμος), η Καρβουνάρα (σ.parapoda: Καρβουνάρι), το Καρντίκ (σ.parapoda: Γαρδίκι), η Παραμυθιά, το Margëllëç (σ.parapoda: Μαργαρίτι), η Αρπίτσα (σ.parapoda: Πέρδικα), το Γκρικοχώρι (σ.parapoda: Γραικοχώρι) κ.α. είναι μερικά από τα χωριά που κατέβαλαν ένα αρκετά υψηλό τίμημα ως συνέπεια της τρομοκρατίας.

DSC_0134Ένα ακόμα τζαμί στην Κώτσικα. Το ελληνικό κράτος μόνο στα σχολεία δεν ήταν γαλαντόμο έναντι της μειονότητας (πηγή)

Το 1922-1923, οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν να εκτοπίσουν το μουσουλμανικό στοιχείο της Τσαμουριάς, ως ανταλλάξιμο με τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, υπό το πρόσχημα ότι δήθεν επρόκειτο για Τούρκους. Αυτή η ξεδιάντροπη κίνηση των αρχών της Αθήνας προκάλεσε την αντίδρασή μας και την επέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών η οποία, επαληθεύοντας την αλβανική εθνικότητα του λαού μας, απόρριψε την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης.

Όμως παρά την παρέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών και τις πομπώδεις δεσμεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης στη Λωζάννη στις 16 Ιανουαρίου του 1923, οι αρχές των Αθηνών συνέχισαν την πολιτική εξολόθρευσης. Κατέφυγαν σε κάθε είδους επινόηση για να καταστήσουν δύσκολη την παραμονή του αλβανικού στοιχείου στην Τσαμουριά, και δήμευσαν 6.000 εκτάρια γης που ανήκαν σε εκατοντάδες οικογένειες στο Ντούσκο (σ.parapoda: σημερινή Νέα Σελεύκεια), την Ηγουμενίτσα, το Καρντίκ (σ.parapoda: Γαρδίκι), την Καρβουνάρα (σ.parapoda: Καρβουνάρι) κ.α, χωρίς την παραμικρή αποζημίωση.

Η κυβέρνηση των Αθηνών εγκατέστησε τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία στην Τσαμουριά, προκειμένου να την εποικίσει με έλληνες και να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα οδηγούσαν στη μετανάστευση του αυτόχθονος αλβανικού πληθυσμού.

Ολόκληρες οικογένειες εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το γενέθλιό τους τόπο και να μεταναστεύσουν στην Τουρκία, την Αλβανία, την Αμερική και αλλού, και χωριά όπως η Πετροβίτσα και η Σενεντιέλα (σ.parapoda: σημερινή Αγία Κυριακή επαρχίας Πάργας), εγκαταλείφθηκαν πλήρως από τους αλβανούς κατοίκους τους.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν χαίραμε οποιουδήποτε εθνικού δικαιώματος, ούτε καν της χρήσης της μητρικής γλώσσας μας. Στο φανατισμό και την αμάθεια δόθηκε υποστήριξη, αντί να δοθεί στην ανάπτυξη της εθνικής κουλτούρας μας και την πρόοδο. Αντί να ανοίγουν σχολεία, επιδοτούσαν θρησκευτικούς ομίλους στην Αραβική γλώσσα. Το 95% του πληθυσμού μας ήταν αναλφάβητο. Η επαρχία της Τσαμουριάς, μια εύφορη και ευημερούσα γη, παρέμεινε καθυστερημένη, χωρίς οικονομική ανάπτυξη, χωρίς μέσα επικοινωνίας, και στα χέρια δανειστών και μονοπωλιστών όπως: ο Κοτσώνης, οι Πιτουλαίοι (σ.parapoda: Βλάχοι), ο Κουφάλας, ο Ζούλας, ο Ρίγκας και άλλοι που φτώχυναν και σκλάβωσαν ολόκληρη την περιοχή.

Κατά τον πόλεμο ενάντια στο Φασισμό, και ειδικότερα κατά το τέλος του, οι αντιδραστικές μοναρχοφασιστικές δυνάμεις στη Λάκκα Σουλίου, οι οποίες δημιουργήθηκαν από την αντίδραση για να εξυπηρετήσουν τον κατακτητή, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα, στράφηκαν ενάντια και δόλια έσφαξαν τους μουσουλμάνους αλβανούς κατοίκους της Τσαμουριάς.

Εκείνη την εποχή, κατά την οποία τα στρατεύματα του ΕΛΑΣ και τα στρατεύματά μας ήταν αφοσιωμένα στην καταπολέμηση των Γερμανών, η ηγεσία των ΕΟΕΑ, σε συνεργασία με τους Γερμανούς, κινήθηκαν για να κερδίσουν θέσεις προκειμένου να διεξάγουν έναν εμφύλιο πόλεμο. Και όταν οι δυνάμεις μας, προσηλωμένες στο πνεύμα και τις αποφάσεις του Πρωτοκόλου της Καζέρτας (Σαράφη-Ζέρβα), τον Αύγουστο του 1944, εφάρμοσαν τις διαταγές της Κοινής Διοίκησης για την εκδίωξη των Γερμανών, ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας, διοικητής των αντιστασιακών δυνάμεων της Ηπείρου (ΕΛΑΣ-ΕΟΕΑ), έδωσε εντολή για σφαγιασμό του αθώου πληθυσμού της Τσαμουριάς.

Οι σφαγές στην Τσαμουριά ήταν μια ωμή παραβίαση των ανθρωπιστικών αρχών και μια ξεδιάντροπη αγνόηση των αρχών και της φύσης του αντιφασιστικού αγώνα. Οι σφαγές στην Τσαμουριά ήταν το αποτέλεσμα της συνεργασίας και των συμφωνιών με τους Γερμανούς, οι οποίοι, αποσυρόμενοι, άφησαν τις δυνάμεις του Ζέρβα να πάρουν τις θέσεις τους. Να ένα συγκεκριμένο παράδειγμα της συνεργασίας των δυνάμεων του Ζέρβα και των Γερμανών. Ο Θεόδωρος Βήττος, διοικητής των δυνάμεων του Ζέρβα στην περιοχή των Φιλιατών (σ.parapoda: πέθανε ως μοναρχοφασίστας στη Μάχη της Κόνιτσας το 1947), συνάντησε τον διοικητή των αποσυρόμενων γερμανικών δυνάμεων στις 22 Σεπτεμβρίου 1944 στο χωριό Παναρομέν (σ.parapoda: Φανερωμένη), 3 χλμ. έξω από τους Φιλιάτες, μόλις μία μέρα πριν από την είσοδο των δυνάμεων του Ζέρβα στους Φιλιάτες. Ακριβώς μετά τη συνάντηση αυτή, και πριν καν οι γερμανικές δυνάμεις φύγουν πλήρως από τους Φιλιάτες, οι δυνάμεις του Θεόδωρου Βήττου μπήκαν στους Φιλιάτες. Αυτή η στενή συνεργασία ενίσχυσε τη θέση των δυνάμεων του Ζέρβα και τους επέτρεψε να αρχίσουν την τορμοκρατία και τις ευρείας κλίμακας σφαγές σε όλες τις περιοχές της Τσαμουριάς.

Οι δυνάμεις της 10ης Μεραρχίας των ΕΟΕΑ, υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Βασίλη Καμάρα, και ειδικά το 16ο Σύνταγμα αυτής της μεραρχίας, η οποία είχε επικεφαλής τον Κρανιά (σ.parapoda: Λευτέρης Κρανιάς) και τους βοηθούς του Λευτέρη Στρουγγάρηii, το δικηγόρο Σταυρόπουλο, το Μπαλούμη, το Ζώτο, τους διαβόητους εγκληματίες Πανταζαίους (σ.parapoda: τρία αδέρφια από τη Λαμπανίτσα, λήσταρχοι που κρύφτηκαν στον ΕΔΕΣ) κ.α., εισήλθαν στην πόλη της Παραμυθιάς στις 27 Ιούνη 1944. Αντίθετα από τις υποσχέσεις και τη συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ του μουφτή Χασάν Αμπντουλάχου, από τη μια, και του Σαπέρα και του μητροπολίτη Παραμυθιάς, από την άλλη, οι οποίοι δρούσαν σαν πράκτορες του Ζέρβα, οι πλέον πρόστυχες σφαγές άρχισαν να λαμβάνουν χώρα. Ανυπεράσπιστοι άντρες, γυναίκες και παιδιά έγιναν στόχος για τους έλληνες μοναρχοφασίστες. Ο αριθμός όσων σφαγιάστηκαν στην πόλη της Παραμυθιάς και τα περίχωρά της άγγιξε τις 600 ψυχές.

mqdefault

Η εφημερίδα της 8ης μεραρχίας του ΕΔΕΣ ανακοινώνει την είσοδό της στην Παραμυθιά

Στις 28 Ιουλίου 1944, οι δυνάμεις του 40ού Συντάγματος (σ.parapoda: Ευζώνων Άρτας) υπό τον (σ.parapoda: Αντισυνταγματάρχη Γεώργιο) Αγόρο εισήλθαν στην Πάργα και έσφαξαν 52 άντρες, γυναίκες και παιδιά.

Οι δυνάμεις των ΕΟΕΑ, υπό τη διοίκηση του Θεόδωρου Βήττου, του Ηλία Κάτσιουiii, του Χρήστου Μαυρουδή, του Χρήστου Κάτσιου (σ.parapoda: παιδί του Ηλία), του Χάρη Διαμάντη (σ.parapoda: από τη Λαμπανίτσα) και άλλων, πρώτα περικύκλωσαν την πόλη των Φιλιατών, έπειτα, το πρωί του Σαββάτου 23 Σεπτεμβρίου 1944 εισήλθαν στην πόλη. Την ίδια μέρα εισήλθαν στο Σπάταρ (σ.parapoda: Τρικόρυφο). Λεηλάτησαν και κατέσχεσαν από όλες τις οικογένειες ό,τι βρήκαν. Την παραμονή της 23 και το πρωί της 24ης Σεπτεμβρίου 1944, μπήκαν επίσης οι δυνάμεις υπό τους Κρανιά, Στρουγγάρη κ.α. Με το που έφτασαν οι δυνάμεις αυτές, άρχισαν οι σφαγές. 47 άνδρες, γυναίκες και παιδιά σφάχτηκαν στους Φιλιάτες, ενώ 157 δολοφονήθηκαν ή αγνοούνται στο Σπάταρ (σ.parapoda: Τρικόρυφο), πολλοί εκ των οποίων είχαν προσφύγει εκεί από άλλα χωριά. Όλες οι νέες γυναίκες και κορίτσια κακοποιήθηκαν και βιάστηκαν από τους εγκληματίες του Ζέρβα. Λίγες μέρες αργότερα, οι μοναρχοφασίστες περικύκλωσαν όλους τους άντρες που παρέμειναν και, μετά από απόφαση σε ένα δικαστήριο-παρωδία, που αποτελούταν από τον Κωτσίνια-πρόεδρο, το Σταυρόπουλο ως δημόσιο κατήγορο, και 4 άλλα μέλη, 47 αθώοι αλβανοί σφαγιάστηκαν. Στη Γρανίτσα, κοντά στους Φιλιάτες, είναι θαμμένα τα πτώματα 46 ανθρώπων που κατακρεουργήθηκαν με μαχαίρια, και άλλα 45 στο λιβάδι που συνορεύει με την περιοχή του Τζέλο Μέτο.

Άλλες οικογένειες δολοφονήθηκαν, γονείς, παιδιά και μωρά, στα κρεβάτια τους. Γυναίκες και νέες κοπέλες βιάστηκαν. Εκατοντάδες δηλώσεις όσων επιβίωσαν, περιγράφουν τις δολοφονίες και τα ατελείωτα δεινά. Καθιστούν ξεκάθαρα τα εγκλήματα και τους στόχους των Μοναρχο-Φασιστών στην Τσαμουριά.

Να μερικά παραδείγματα:

Η Σανιγιέ Μπολλάτι από την Παραμυθιά κάηκε ζωντανή με βενζίνη, αφού πρώτα της έκοψαν τους μαστούς και της έβγαλαν τα μάτια. Ο Ουμέρ Μουράτι δολοφονήθηκε, έκοψαν το σώμα του σε κομμάτια και τα περιέφεραν στην Παραμυθιά

Στο σπίτι του Σούλο Τάρι είχαν συγκεντρωθεί πάνω από 40 γυναίκες. Ο Τσίλης Πόποβας από το Πόποβο (σ.parapoda:σημερινή Αγία Κυριακή), φορώντας στρατιωτική περιβολή, και μια ομάδα στρατιωτών, εισήλθαν στο σπίτι, πήραν τις ομορφότερες γυναίκες και κορίτσια και άρχισαν να τις βιάζουν σε διπλανό δωμάτιο. Οι φωνές των κοριτσιών και των γυναικών ήταν εκκωφαντικές. Αυτή η ακολασία διήρκεσε όλη τη νύχτα. Οι Σέρι Φέιζο, Φιζρέτ Σούλο Τάρι κ.α. ήταν θύματα αυτής της χυδαιότητας.

Ο Χιλμί Μπεκίρι από τους Φιλιάτες τραυματίστηκε μπροστά στην οικογένειά του και αφέθηκε εκεί, καθώς οι επιτιθέμενοι έφυγαν. Θέλοντας να τον φροντίσουν, η οικογένειά του τον πήγε στον οδοντίατρο Μαυρουδή. Τον κράτησε για λίγες ώρες, όμως αργότερα έστειλε μήνυμα να τον πάρουν από εκεί. Η οικογένεια τον πήγε τότε στο Σταύρο Μουχατζίρη, μετά τον πήγαν στον Σουάιπ Μέτια, όπου πολλές οικογένειες είχαν συγκεντρωθεί. Οι αντάρτες έμαθαν για αυτό και πήγαν εκεί και τον άρπαξαν, του έβγαλαν τα χρυσά δόντια με τανάλιες και τον σκότωσαν. Ο Μάλο Μούχο, ένας 80χρονος που ήταν επί 4 χρόνια ασθενής, σφαγιάστηκε με μπαλτά μπροστά στη γυναίκα του. Τα κομμάτια του εγκεφάλου του έπεσαν ως την αγκαλιά της γυναίκας του που τα μάζεψε και η οποία, αφού τον τύλιξε σε μια κουβέρτα, έφυγε τρέχοντας.

Ο Αμπντούλ Νούρκε απήχθη στο Σπάταρ (σ.parapoda: Τρικόρυφο) και τον πήγαν ξυπόλητο ως τους Φιλιάτες, όπου τον περιέφεραν στους δρόμους της πόλεις και τελικά τον σκότωσαν μπροστά από το σπίτι του Νιντ Ταφόκι.

Η οικογένεια του Λίλε Ρουστέμη από το Σουλάσι, η οποία αριθμούσε 16 άτομα, τα περισσότερα εκ των οποίων παιδιά, εξολοθρεύτηκε πλήρως, χωρίς κανένας να επιβιώσει.

katsios-001Ο Ηλίας Κάτσιος

Ο Τζελάλ Μινίτι από την Παραμυθιά αποκεφαλίστηκε με ένα σπαθί πάνω από το πτώμα του μουφτή Χασάν Αμπντουλάχου.

Στους Σαλί Μουχεντίνι, Αμπεντίν Μπάκος, Μουχάμετ Πρόνια και Μάλο Σεϊντίου έκοψαν τα δάχτυλα, τη μύτη, τη γλώσσα και τα πόδια και ενώ αυτοί ούρλιαζαν από τον πόνο, οι αντάρτες του Ζέρβα τραγουδούσαν το τραγούδι του διοικητή τους, έμπλεοι χαράς καθώς έβλεπαν αυτή τη σκηνή τρόμου. Στο τέλος, τους κρέμασαν σε τσιγκέλια.

Παρακάτω είναι η κατάθεση του Εσρέφ Χιμί, κατοίκου της Παραμυθιάς, αναφορικά με τις σφαγές στην Παραμυθιάiv:

Την Τρίτη 27 Ιουνίου 1944, στις 7 το πρωί, οι έλληνες μοναρχοφασίστες εισήλθαν στην Παραμυθιά, με επικεφαλής το συνταγματάρχη Καμάρα, τον αντισυνταγματάρχη Κρανιά, τον καπετάνιο Χρίστο Σταυρόπουλο, δικηγόρο, τον καπετάνιο Λευτέρη Στρουγγάρη, δικηγόρο, τον ανθυπολοχαγό Νικόλαο Ξένο και άλλους. Μόλις μπήκαν στην πόλη, έδωσαν εντολή να μη φύγει κανείς, αφού κανενός η τιμή, η ελευθερία ή η ιδιοκτησία δεν θα απειληθεί με κανέναν τρόπο. Αμέσως όμως το μεσημέρι, άρχισαν οι συλλήψεις ανδρών, γυναικών και παιδιών και οι κλοπές. Μέχρι το επόμενο πρωί όλοι οι άνδρες είχαν δολοφονηθεί.

Αφού με φυλάκισαν για τέσσερις ημέρες, με άφησαν να φύγω, ώστε να θάψω τους νεκρούς. Στην τοποθεσία της Εκκλησίας του Αϊ Γιώργη μπόρεσα να ταυτοποιήσω πέντε από τα πτώματα. Τα άλλα δεν ήταν δυνατό να τα αναγνωρίσω, λόγω των βασανιστηρίων. Τα πέντε θύματα που μπόρεσα να ταυτοποιήσω ήταν οι: Μέτ Κέρε, Σάμι Ασίμι, Μαχμούτ Κούπι, Αντέμ Μπεκίρι, Χάκι Μίλε. Δύο ημέρες αργότερα με έστειλαν στο Γκολατάι, κοντά στο σπίτι του Ντιμίτερ Νικόλα, όπου είχαν δολοφονήσει οχτώ ανθρώπους. Δεν μπόρεσα να τους αναγνωρίσω, γιατί τους είχαν κόψει σε κομμάτια. Γύρω υπήρχαν πτώματα ανθρώπων. Μια γυναίκα ονόματι Σανιγιέ Μπολάτι υπέστη φρικτά βασανιστήρια και την έκαψαν ζωντανή με βενζίνη. Αυτή η τραγωδία έλαβε χώρα την Τετάρτη, ενώ την Παρασκευή το πρωί, το σώμα της περισυνελέχθη, καλύφτηκε με κουβέρτα από τη μητέρα της και δύο πολίτες και κατ’εντολή των μοναρχοφασιστών τοποθετήθηκε σε κελί, όπου δεν άφηναν κανένα να τη δει. Αυτή η δόλια γυναίκα πέθανε εκεί πέντε ημέρες αργότερα. Έκτοτε, το πτώμα της ήταν γεμάτο σκουλήκια.

Όλα όσα καταθέτω εδώ, τα είδα με τα μάτια μου. Αρχικά, κρύφτηκα για πέντε μέρες στο κελάρι, όμως με συνέλαβαν οι μοναρχοφασίστες και με πήγαν στον αντισυνταγματάρχη Κρανιά ο οποίος, αφού με ανέκρινε για λίγο, διέταξε να φυλακιστώ. Στη φυλακή βρήκα άλλα 380 άτομα, περιλαμβανομένων γυναικών και παιδιών. 120 εξ αυτών πέθαναν από την πείνα. Τέσσερα άτομα και εγώ μείναμε στη φυλακή για 15 ημέρες, μετά τις οποίες μας μετήγαγαν στην Πρέβεζα και από κει στα Γιάννενα, όπου μείναμε επί 40 ημέρες. Εκεί υποστήκαμε απερίγραπτα βασανιστήρια. Απελευθερωθήκαμε μετά την άφιξη στρατευμάτων του ΕΑΜ στην πόλη”.

Ο Ντερβίς Σούλο από το Σπάταρ (σ.parapoda: Τρικόρυφο) των Φιλιατών, περιγράφει τις σφαγές στο Σπάταρ (σ.parapoda: Τρικόρυφο) ως εξής:

Το πρωί ενός Σαββάτου το Σεπτέμβριο του 1944, ολόκληρος ο πληθυσμός συγκεντρώθηκε στο τζαμί του χωριού. Οι στρατιώτες άρχισαν να αρπάζουν και να βιάζουν γυναίκες, κορίτσια ακόμα και γριές. Η Πάτσε Τσουλάνι βιάστηκε, της έκοψαν τα μαλλιά αλλά και τα αυτιά και τελικά τη σκότωσαν στο δεντρόκηπό της, στη γειτονιά του Μούτσο. Στο σπίτι μας είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του Σάκο Μπανούσι από τη Σκορπιώνα, η οποία αριθμούσε οχτώ γυναίκες, άντρες και παιδιά. Αφού βίασαν τις γυναίκες, των οποίων τα στήθη έκοψαν με μαχαίρια, τους σκότωσαν όλους…

Στο σπίτι του Νταμίν Μουχαμέτι, 5 γυναίκες και 3 παιδιά σκοτώθηκαν…Στο σπίτι του Φετίν Μουχαμέτι, βασάνισαν και βίασαν τη Χανέ Ισούφι και άλλη μια γυναίκα..Στο σπίτι του Ντέλο Σερίφι, έκοψαν τα κεφάλια του 80χρονου Σουλειμάν Ντιμίτσε και της γυναίκας του. Στο σπίτι του Μέτο Μπράχο, 20 άτομα, άντρες, γυναίκες και παιδιά, κάηκαν ζωντανά…Tον 70χρονο Κίτσε Νουρτσία τον μαχαίρωσαν μέχρι θανάτου. Στον αμπελώνα του Ζούλε και την αυλή του Αβδούλ Νούρτσε, είδα 20 ανθρώπους σφαγμένους. Στο σπίτι του Χάτζι Λατίφι, η κόρη του Χάτζι Γκουλάνι βιάστηκε, ενώ στην κατοικία του Μέιντι Μέτο, η Χάβα Αϊσια βιάστηκε, ενώ η Νάνω Αράπη βιάστηκε και δολοφονήθηκε”.

Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής συγκεντρωμένα στοιχεία, τα θύματα και οι αγνοούμενοι από την αλβανική μειονότητα στην Ελλάδα κατά τις σφαγές του 1944-45 αριθμούν τα 2.877 άτομα, που κατανέμονται κατά επαρχία ως ακολούθως: Φιλιάτες και περίχωρα 1.286 άτομα, Ηγουμενίτσα και περίχωρα 192, Παραμυθιά και περίχωρα 673 και Μαργαρίτι και Πάργα 626. Αυτή ήταν η μοίρα όσων δεν ήταν σε θέση να εγκαταλείψουν την Τσαμουριά, με την εξαίρεση λίγων γυναικών που σήμερα είναι μάρτυρες των ωμοτήτων που έλαβαν χώρα στην Παραμυθιά, την Πάργα, το Σπάταρ (σ.parapoda: Τρικόρυφο) και τους Φιλιάτες. Τα λόγια που βγαίνουν από τα στόματά τους καθιστούν ξεκάθαρα τα εγκλήματα και τις βαρβαρότητες που οργανώθηκαν από την ελληνική μοναρχοφασιστική αντίδραση στην Τσαμουριά.

margariti3Απομεινάρι μιναρέ στο Μαργαρίτι

Αυτή η σφαγή, που είναι εμπνευσμένη από τα καλύτερα αισθήματα σωβινιστικού και θρησκευτικού μίσους, προκάλεσε την εκτόπιση σχεδόν 23.000 Τσάμηδων, οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο στην Αλβανία υπό τις πιο άθλιες συνθήκες.

Συνολικά 60 χωριά με πάνω από 5.800 σπίτια καταλήφθηκαν, καταστράφηκαν και κάηκαν.

Ένας απολογισμός των καταστροφών αποκαλύπτει ότι οι μοναρχοφασιστικές δυνάμεις του Ζέρβα ιδιοποιήθηκαν τα παρακάτω περιουσιακά στοιχεία που έμειναν πίσω [από τους Τσάμηδες] στην Τσαμουριά: 17.000 αιγοπρόβατα, 1.200 βοοειδή, 1.050.000 κιλά δημητριακών, 4.000.000 κιλά ελαιόλαδο, συν η παραγωγή της χρονιάς 1944-45 που αριθμούσε σε 11.000.000 κιλά δημητριακών και 3.000.000 κιλά ελαιόλαδου. Κατά την φυγή, 110.000 αιγοπρόβατα και 2.400 βοοηθεί ψόφησαν ή χάθηκαν.

Αυτό δείχνει ξεκάθαρα την οικονομική καταστροφή που έπληξε το λαό μας που αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς έχοντας μαζί του μόνο τα ρούχα του.

Αυτή η καταστροφή συνέβη επειδή ο λαός μας, μαζί με τον ελληνικό λαό, πάλεψαν στο πλευρό του ΕΑΜ, αντί να προσχωρήσει στο στρατόπεδο των συνεργατών που συμμάχησαν με τους κατακτητές.

Η Τσαμουριά συνέβαλε υλικά και ηθικά στο μεγάλο αντιφασιστικό πόλεμο. Εκατοντάδες νέοι Τσάμηδες εντάχθηκαν στις τάξεις του ΕΛΑΣ, όταν το ΕΑΜ σάλπισε το σήμα για την ελευθερία. Με τη διεύρυνση του αντιφασιστικού πολέμου εναντίον των γερμανών κατακτητών, ο πληθυσμός της Τσαμουριά ανεπιφύλαχτα ρίχτηκε στον πόλεμο εναντίον του κατακτητή και σχημάτισε τo 4ο τάγμα του 15ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Από το μικρό πληθυσμό της Τσαμουριάς προέκυψαν πάνω από 500 άντρες οι οποίοι πολέμησαν με αποφασιστικότητα εναντίον των ναζιφασιστών κατακτητών και των προδοτών που βρίσκονταν στο στρατόπεδο του Ζέρβα.

Το αίμα του εθνικού ήρωα Αλί Ντέμη, και του μάρτυρα Μπίντο Σέικο, και το αίμα των μαρτύρων Μουχαρέμ Μουρτεζάι, Ιμπραήμ Χαλούμι, Χουσέν Βεϊσέλη και άλλων, που χύθηκε μαζί με εκείνο των ελλήνων παρτιζάνων στο Πέρασμα της Κεραμίτσας, αποδεικνύει αυτο το γεγονός.

Στην Τσαμουριά, στο τέλος του πολέμου, τα στρατεύματα υπό τη διοίκηση του στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα έδρασαν στις περιοχές και τα χωριά μας όχι σαν απελευθερωτές, αλλά σαν εκτελεστές και ορκισμένη εχθροί του αλβανικού στοιχείου.

25305707

Το εγκαταλελειμμένο χωριό Λιόπσι

Βάσει της συμφωνίας της Καζέρτας (Σαράφη-Ζέρβα), τον Αύγουστο του 1944 τα στρατεύματα της αντίστασης έφτιαξαν κοινό μέτωπο εναντίον των ναζιστικών στρατευμάτων, υπό κοινή διοίκηση, σε καθορισμένες επιχειρησιακές ζώνες. Αυτή η συμφωνία παραβιάστηκε στην Τσαμουριά. Τα στρατεύματα του Ζέρβα ήρθαν σε συμφωνία με τους Γερμανούς και επιτέθηκαν στα στρατεύματά μας και παρεμπόδιζαν τις κινήσεις του 4ου Τάγματος του 15ου Συντάγματος στη ζώνη των Φιλιατών. Οι επιχειρήσεις και οι σφαγές στην επαρχία Φιλιατών σχετίζονται άμεσα με αυτή την κατάσταση, και σε πλήρη παραβίαση του γράμματος και του πνεύματος της συνεργασίας που προνοούσε η Καζέρτα. Το τελευταίο χωριό της Τσαμουριάς, η Κώτσικα, η οποία ήταν μια από τις βάσεις οργάνωσης των αντιστασιακών δυνάμεων του εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου στην Τσαμουριά καταστράφηκε και κάηκε. Ήταν η τελική πράξη της καταστροφής της Τσαμουριάς.

Μια Επιτροπή του Τσάμικου Αντιφασιστικού Συμβουλίου στάλθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 1944 για να συναντήσει την Ελληνική κυβέρνηση Παπανδρέου και διαμαρτυρήθηκε για τις σφαγές στην Τσαμουριά, ζητώντας παράλληλα αποζημιώσεις. Η κυβέρνηση Παπανδρέου αρνήθηκε να λάβει οποιαδήποτε μέτρα ή να δεσμευτεί καθ’οιονδήποτε τρόπο επί του ζητήματος αυτού.

Μετά τις επιχειρήσεις του Δεκεμβρίου του 1944 και την απελευθέρωση της Τσαμουριάς από τη Ζερβική κατοχή, ένα τμήμα του πληθυσμού μας επαναπατρίστηκε και παρέμεινε στην επαρχία Φιλιατών. Έπειτα, στις 12 Μαρτίου 1945, κυβερνητικές δυνάμεις από τη φρουρά της Κέρκυρας, παραβιάζοντας τη συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουαρίου 1945) οργάνωσαν και πρόστυχα προέβησαν σε ωμές σφαγές στη Βάναρη Φιλιατών. Αυτό αποκάλυψε εκ νέου τη στάση και την πολιτική των αρμόδιων αρχών της ελληνικής κυβέρνησης, αναφορικά με την εξολόθρευση του αλβανικού πληθυσμού της Τσαμουριάς.

194503 Cham refugees Kavaja

Τσάμηδες πρόσφυγες στην Καβάγια της Αλβανίας το Μάρτη του 1945, μετά τη δεύτερη εκδίωξη (πηγή)

Την επαύριο της μετανάστευσής μας στην Αλβανία, η δημοκρατική κυβέρνηση της Αλβανίας έδωσε στις μάζες μας απεριόριστη υλική και ηθική βοήθεια. Ένα κονδύλι 240.000 φράγκων δόθηκε από την αλβανική κυβέρνηση για το λαό μας και ολόπλευρες προσπάθειες έγιναν για την απάλυνση των αξιοθρήνητων συνθηκών διαβίωσής μας.

Ανταποκρινόμενη σε αυτή την κατάσταση, η αποστολή της ΟΥΝΡΑ στην Αλβανία απέσπασε την έγκριση από την έδρα της στην Ουάσινγκτον, για τη χορήγηση 1.450.000 δολαρίων ως άμεση ανακούφιση των προσφύγων, λόγω της δύσκολης κατάστασης στην οποία βρισκόμασταν.

Ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες, οι Τσάμηδες πρόσφυγες συνέχισαν να συμβάλλουν όλο και πιο πολύ στο μέτωπο. Στη Συνδιάσκεψη του Σάλεσι (Κονίσπολη), η οποία διεξήχθη στα τέλη Σεπτεμβρίου 1944, η φωνή των εξόριστων Τσάμηδων υψώθηκε έντονα υπέρ της συνεργασίας εναντίον του κατακτητή και των αδικιών που διέπραξαν οι έλληνες μοναρχοφασίστες.

Στο συνέδριο της Αυλώνας στις 23 Σεπτεμβρίου 1945, οι αντιπρόσωποι των Τσάμηδων που εκπροσωπούσαν όλοι ομάδες Τσάμηδων προσφύγων στην Αλβανία, τοποθετήθηκαν ενάντια στις σφαγές που διέπραξαν εναντίον τους οι έλληνες μοναρχοφασίστες, και απαίτησαν με τη μορφή υπομνημάτων προς τη Διάσκεψη του Λονδίνου, να υπάρξει μια διερεύνηση για το πρόβλημά τους, και αποζημίωση εκ μέρους όσων είναι υπεύθυνοι για αυτή την αβάσιμη αιματοχυσία και τα αμέτρητα δεινά στην Τσαμουριά. Το Συνέδριο κατέληξε με ένα ψήφισμα που συνόψιζε τα παραπάνω.

Όντας στην εξορία, επανειλημμένα έχουμε απευθύνει εκκλήσεις προς τον κόσμο, αναφορικά με τα δικαιώματά μας που στερηθήκαμε, και ζητήσαμε τον επαναπατρισμό μας.

Στις 30 Οκτωβρίου 1944, το Τσάμικο Αντιφασιστικό Συμβούλιο απηύθυνε κείμενο διαμαρτυρίας προς την Ελληνική Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, το [Συμμαχικό] Ανώτατο Επιτελείο Μεσογείου, τις Συμμαχικές κυβερνήσεις και την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ, όπου πραγματευόταν τις βάρβαρες πράξεις των ελλήνων φασιστών στην Τσαμουριά.

Στις 9 Μαΐου 1945, το Τσάμικο Αντιφασιστικό Συμβούλιο απέστειλε στις Στρατιωτικές Αποστολές [των Συμμάχων] αντίγραφο του τηλεγραφήματος που είχε παραλήπτη τον Πρόεδρο της Διάσκεψης του Αγίου Φραγκίσκου, αναφορικά με τα δικαιώματα των Τσάμηδων, βάσει του Χάρτη του Ατλαντικού.

Στις 27 Ιουνίου 1945, τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας από το Τσάμικο Αντιφασιστικό Συμβούλιο ενάντια στις σφαγές στην Τσαμουριά, στάλθηκαν στη δημοκρατική κυβέρνηση της Αλβανίας, τις Συμμαχικές Στρατιωτικές Αποστολές, τη Σοβιετική, την Αγγλική, την Αμερικανική, τη Γαλλική και την Τσεχοσλοβακική, καθώς επίσης και στη Γιουγκοσλαβική πρεσβεία, και τους αλβανούς της Αμερικής, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Ένα υπόμνημα προς τον [Εργατικό] βουλευτή κ. Hutchinson στη Μεγάλη Βρετανία απεστάλη επίσης, στις 26 Νοέμβρη 1945.

Τηλεγραφήματα απεστάλησαν επίσης προς τη Γενική Διεύθυνση της ΟΥΝΡΑ από την Τσάμικη Αντιφασιστική Επιτροπή (25 Σεπτεμβρίου 1945), ζητώντας βοήθεια.

Ένα υπόμνημα επίσης στάλθηκε στην Προεδρία της Διάσκεψης των Συμμαχικών Υπουργών Εξωτερικών στο Λονδίνο από τους αντιπροσώπους του Τσάμικου Συνεδρίου το Σεπτέμβριο του 1945.

Επίσης, ένα υπόμνημα προς τη Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στο Λονδίνο, στάλθηκε από την Τσάμικη Αντιφασιστική Επιτροπή στις 11 Ιανουαρίου 1946, θέτοντας ξανά το ζήτημα των σφαγών και ζητώντας τα οφειλόμενα δικαιώματα [των Τσάμηδων].

Τέλος, ένα υπόμνημα προς τη Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη από την Τσάμικη Αντιφασιστική Επιτροπή στάλθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1945 και αργότερα.

Είμαστε θύματα του μοναρχικού καθεστώτος που κυριαρχεί στην Ελλάδα σήμερα. Μαζί με τον αδελφικό ελληνικό λαό, βιώνουμε τις συνέπειες της τρομοκρατίας που έχει εξαπλωθεί πάνω του σε όλη την Ελλάδα.

Επί 2,5 χρόνια τώρα, περιφερόμαστε στην Αλβανία στην εξαθλίωση, μακριά από την Πατρίδα, ενώ τις εύφορες εκτάσεις μας τις εκμεταλλεύονται άδικα πράκτορες των μοναρχοφασιστών στην Τσαμουριά.

Οι ωδίνες μας στην εξορία δεν είχαν και δεν έχουν όρια. Χιλιάδες έχουν εξαφανιστεί ως αποτέλεσμα της κατάστασης που έχει προκύψει.

Παρά τις διαμαρτυρίες μας και τα κατοχυρωμένα δικαιώματά μας, συνεχίζουμε να ζούμε στην εξορία, ενώ η ελληνική κυβέρνηση, χωρίς καμία δικαιολογία, απασχολείται με τον εποικισμό ξένων κατοίκων στην Τσαμουριά, ώστε να αποτρέψει την επιστροφή μας.

Εξ ονόματος του λαού μας, διαμαρτυρόμαστε άλλη μια φορά εναντίον όλων αυτών των γεγονότων και παρουσιάζουμε ενώπιον της Διερευνητικής Επιτροπής του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, την τραγωδία που έχει λάβει χώρα στην Τσαμουριά, εφιστώντας την προσοχή στις βάρβαρες πράξεις που έχουν γίνει με πρόθεση την εξάλειψη του τσάμικου πληθυσμού.

19450923 Vlora Cham Congress 2

Από το αντιφασιστικό συνέδριο των Τσάμηδων προσφύγων. Διακρίνονται στη μέση από δεξιά προς αριστερά ο σοβιετικός, ο άγλλος και ο αμερικανός αντιπρόσωπος.

Τονίζουμε την ανάγκη γρήγορης επίλυσης του τσάμικου προβλήματος, και όντας πεπεισμένοι ότι τα αιτήματά μας θα υλοποιηθούν, τα θέτουμε ενώπιόν σας:

  1. Να ληφθούν άμεσα μέτρα για την αποτροπή εγκατάστασης ξένων στοιχείων στα σπίτια μας.

  2. Να επαναπατριστούν όλοι οι Τσάμηδες.

  3. Να επιστραφούν όλες οι περιουσίες μας και να αποζημιωθούμε για όλες τις ζημιές στην κινητή και ακίνητη περιουσία μας

  4. Να δοθεί βοήθεια για την ανοικοδόμηση των σπιτιών μας και την επανεγκατάστασή μας

  5. Να ληφθούν μέτρα για τη διασφάλιση των προνοιών των διεθνών συνθηκών και εντολών όπως η διασφάλιση των νομικών, πολιτικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων και η ασφάλεια του προσώπου

  6. Να δικαστούν και να τιμωριστούν όλοι οι υπεύθυνοι για τα εγκλήματα.

Με τους πλέον διακεκριμένους χαιρετισμούς μας:

Η ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΣΑΜΗΔΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

Τάχο Σέικο, Κασέμ Ντέμη, Ρετζέπ Τσάμη, Ταχήρ Ντέμη, Βεχήπ Ντέμι, Ντερβίς Ντογιάκα, Χιλμί Σέιτι

Τίρανα, 1947

Πηγή: Agron Fico, Diaspora e Rilindur (Tirana: Albin, 2006), σ.σ. 46-61. Μετάφραση από τα αλβανικά στα αγγλικά Peter R. Prifti (εδώ)

Σημειώσεις parapoda:

i Η σφαγή επαληθεύεται στο βιβλίο του Σταύρου Παπαμώκου «Η Σέλλιανη χθες και σήμερα» (Αθήνα, 1997): «Ο οπλαρχηγός Μάρκος Δεληγιαννάκης επί κεφαλής ομάδας κρητικών μαχητών, αλλά και άλλων ενόπλων από τα γύρω χριστιανικά χωριά, κατέβηκαν στα τουρκοχώρια της Τσιαμουριάς και συνέλαβαν 72 Τουρκαλβανούς, τους οποίους μετέφεραν δεμένους στο απόμερο και ολοσκότεινο ρέμα ‘Μπιντούρια και Κατσικιά’ της Σέλλιανης και τους εκτέλεσαν»(σ.160)

ii Αρχικά ήταν με τον ΕΛΑΣ αυτός, τοπικά, πάνω από την Παραμυθιά, Σέλιανη- Σαλονίκη- Πόποβο

iii Ταγματάρχης αρχικά του ΕΛΑΣ, στο 15ο Σύνταγμα, που τον κέρδισε ο συνάδελφός του Βήττος στον ΕΔΕΣ. Αργότερα, κάτοχος των εκτάσεων του τσάμικου χωριού Μουζάκα (νοτίως του Παλαιοχωρίου και πριν τον Κυπάρισσο), όταν οι κάτοικοί του εκδιώχθηκαν

iv Ο διοικητής του 16ου Συντάγματος του ΕΔΕΣ, αντισυνταγματάρχης Αριστείδης Κρανιάς, που έφτασε στην Παραμυθιά, έγραψε ότι «αυτό που επακολούθησε δεν περιγράφεται»