Από τον πολυπολισμό στην «πυραμίδα»: μια ατέρμονη σύγχυση στη συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό

Έναν καιρό, υπήρχε η θέση περί «συλλογικού ιμπεριαλισμού». Η θέση αυτή προωθούνταν από κάποιους όταν η «παγκοσμιοποίηση» ήταν στο φόρτε της ως καθεστώς. Σύμφωνα με αυτή, όλα τα ιμπεριαλιστικά κράτη κυριαρχούσαν συλλογικά επί των άλλων χωρών. Ο πόλεμος ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές αποτελούσε μια ανάμνηση από το παρελθόν. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, τη θέση αυτή υπεράσπιζε ένα τμήμα του Γερμανικού Κομουνιστικού Κόμματος (DKP), του οποίου επικεφαλής ήταν ο Λίο Μάγερ. Η οικονομική βάση της ήταν το πέρασμα στον «διεθνοποιημένο» μονοπωλιακό καπιταλισμό. Υποστηριζόταν ότι, καθώς η δομή της ιδιοκτησίας είχε αποκτήσει έναν χαρακτήρα «διεθνοποιημένο», προέκυπταν επίσης νέοι, «υπερεθνικοί» σχηματισμοί σε κρατικό επίπεδο. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το «διεθνοποιημένο κεφάλαιο» έθετε τα εθνικά κράτη το ένα ενάντια στο άλλο για να διασφαλίσει συνθήκες πιο ευνοϊκές. Οι διακρατικές αντιθέσεις, επομένως, δεν απουσίαζαν, όμως, η «υπερεθνική οργάνωση του διεθνοποιημένου κεφαλαίου» εμπόδιζε αυτές οι αντιθέσεις να λάβουν διαστάσεις επικίνδυνες.

Είναι δύσκολο να μην αφηνόμαστε να παρασυρόμαστε από τη γοητεία του επιφανειακού, από τη σταθερή «επιβεβαίωση» από αυτό. Όμως, δεν θα σταθούμε στη θέση περί «συλλογικού ιμπεριαλισμού», γιατί αυτή έχει πια απορριφτεί από τη ζωή. Ωστόσο, ο πλούτος της ίδιας της ζωής αναδεικνύει νέες τυπολογίες. Μία από αυτές είναι, για παράδειγμα, η θέση περί αντικατάστασης του «μονοπολικού κόσμου» από έναν «πολυπολικό κόσμο». Θα σταθούμε πρώτα σε αυτό τον ισχυρισμό και έπειτα, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (κκε), θα επιδιώξουμε να κάνουμε πιο συγκεκριμένο τον ισχυρισμό ότι η δικαιολογημένη κριτική της λάθος απάντησης δεν αποτελεί εγγύηση για μια ορθή απάντηση.

Πόσους πόλους έχουμε;

Στη συζήτηση που θα αναλύσουμε, το θέμα της βασίζεται στην αλληγορική μεταφορά των «πόλων». Για παράδειγμα, διατυπώνονται ερωτήματα όπως «ο καπιταλιστικός κόσμος σήμερα είναι μονοπολικός, διπολικός, πολυπολικός ή απολικός; Ποιος από αυτούς είναι καλύτερος για τους εργαζόμενους και τους λαούς;»

Στις συζητήσεις που βασίζονται στην πολο-λογία, υιοθετείται ως άξονας η περίοδος που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και, σε γενικές γραμμές, υπάρχει η ακόλουθη κατηγοριοποίηση: διπολισμός μεταξύ 1945-1990, μονοπολισμός μεταξύ 1991-2008 και πολυπολισμός από το 2009 (1). Κάποιοι, ωστόσο, θεωρούν τη σημερινή κατάσταση μεταβατική από τον μονοπολισμό στον πολυπολισμό, παρά μία που τη χαρακτηρίζει ο πολυπολισμός. Αυτοί υποστηρίζουν ότι η ηγεμονία των ΗΠΑ είναι ακόμα εξαιρετικά κυρίαρχη, ότι κράτη όπως η Κίνα και η Ρωσία επιδιώκουν να εξαλείψουν αυτόν τον μονοπολισμό, ενώ οι ΗΠΑ αντιστέκονται, και ότι η εγκαθίδρυση του πολυπολισμού θα ήταν επωφελής για τις εργαζόμενες τάξεις και τους λαούς. Αυτό είναι ό,τι οι Πούτιν και Ξι Τζινπίνγκ προπαγανδίζουν νυχθημερόν!

Πρώτα από όλα, είναι απαραίτητο να απαντήσουμε στο ακόλουθο ερώτημα: ο μονοπολισμός είναι εφικτός στο πλαίσιο του ιμπεριαλισμού; Γνωρίζουμε ότι το φαινόμενο του ιμπεριαλισμού χρειάζεται τουλάχιστον δύο αντίπαλα ιμπεριαλιστικά κράτη, γιατί ένα μονοπώλιο δεν μπορεί να εξαλείψει τον ανταγωνισμό του οποίου είναι το αποτέλεσμα. Μπορεί να περιορίσει και να περιστείλει τον ανταγωνισμό για λίγο, όμως, δεν μπορεί να τον καταστρέψει. Προκειμένου ο τάδε ή ο δείνα ιμπεριαλιστής να μπορεί να εξαλείψει όλους τους άλλους ιμπεριαλιστές, πρέπει να εξαλείψει την ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού και τις υλικές σχέσεις και τις αντιθέσεις που καθιστούν εφικτή αυτή την ανάπτυξη. Από αυτή την άποψη, η απάντηση στο ερώτημα είναι ξεκάθαρη: ο μονοπολισμός δεν είναι εφικτός.

Ωστόσο, μπορεί να υπάρχει μια ιστορική περίοδος πολύ συγκεκριμένη και, ως τέτοια, η μεταβατική της φάση είναι προφανής, από το τέλος ως την αρχή. Για παράδειγμα, η περίοδος μετά το 1989-91, δηλαδή, τα πρώτα χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του «ανατολικού μπλοκ», ήταν μια περίοδος αυτού του τύπου. Στην ισορροπία δυνάμεων εκείνης της περιόδου, οι ΗΠΑ μπορούσαν να καλύψουν το κενό που άφησε αυτή η κατάρρευση και, πράγματι, το έκαναν. Όπως διαβάζουμε σε ένα άρθρο στο Φόρειν Αφαίρς, το κύριο περιοδικό της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ εκείνων των χρόνων, ένας «μονοπολικός κόσμος» ήταν εφικτός. Ο συγγραφέας του, Τσαρλς Κράουτχαμερ, προέβαινε στην ακόλουθη εκτίμηση:

«Ο κόσμος αμέσως μετά τον Ψυχρό Πόλεμο δεν είναι πολυπολικός. Είναι μονοπολικός. Το κέντρο της παγκόσμιας εξουσίας είναι η αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη, οι ΗΠΑ, που έχει δίπλα της τους δυτικούς της συμμάχους». Ωστόσο, στον υπότιτλο που ακολουθεί, αισθάνεται την ανάγκη να προσθέσει: «Αναμφίβολα, με το πέρασμα του καιρού, θα έρθει ο πολυπολισμός»(2).

Για τους σκοπούς του ερωτήματός μας, δεν έχει σημασία αν αυτή η στιγμή διήρκεσε ως το 2008 ή λιγότερο, όπως προτείνει η προαναφερθείσα σχετική κατηγοριοποίηση. Αυτό που μετρά είναι ότι ο πολυπολισμός δεν είναι μια κατάσταση ευκταία, αλλά μια πραγματικότητα του καιρού μας, και πρέπει να είναι λόγω της ίδιας του της φύσης. Έτσι, για παράδειγμα, η σύγκρουση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα αποτελεί τμήμα της πάλης για ηγεμονία ανάμεσα σε κάποια ιμπεριαλιστικά κράτη σε παγκόσμια κλίμακα.

Όμως, τι συμβαίνει αν κάποιοι από αυτούς τους πόλους δεν είναι ιμπεριαλιστικοί; Για παράδειγμα, αν, όπως υποστηρίζει το DKP, ανάμεσα σε αυτούς δήθεν υπάρχει μια «αντιιμπεριαλιστική δύναμη» ή ακόμα και μια «δύναμη που βαδίζει προς τον σοσιαλισμό»; Όταν ταυτίζεται το φαινόμενο του ιμπεριαλισμού ουσιαστικά με τις ΗΠΑ και δεν θεωρούνται η Ρωσία και η Κίνα ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, είναι φυσιολογικό να βλέπουμε ευνοϊκά οποιαδήποτε εξέλιξη που απειλεί ή αποδυναμώνει τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους· ιδίως αν, όπως το DKP, δεν βλέπουμε τη Ρωσία ως ιμπεριαλιστική δύναμη, αλλά ως μια από τις χώρες που είναι «υποχρεωμένες να ακολουθούν μια αντιιμπεριαλιστική εξωτερική πολιτική»(!)(3), απέναντι στην επίθεση από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές, είναι πολύ εύκολο το να τρέφουμε «ελπίδες»!(4)

Η ανάλυση είναι η ακόλουθη: από τη μια, υπάρχουν χώρες με ξεκάθαρο ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα (ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιαπωνία και οι διεθνείς τους οργανισμοί όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ). Από την άλλη: «Υπάρχουν χώρες καπιταλιστικές, που συχνά είναι υποχρεωμένες λόγω της ιμπεριαλιστικής επίθεσης να υιοθετήσουν μια εξωτερική πολιτική αντιιμπεριαλιστική. Σε αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η Βραζιλία, η Ν. Αφρική, οι BRICS και ο Οργανισμός για τη Συνεργασία της Σανγκάης» (5) και, τέλος, η Κίνα ως «αντιιμπεριαλιστική δύναμη που βαδίζει στο δρόμο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού»! (6)

Αν διαβάζει κανείς την κατάσταση κατ’ αυτό τον τρόπο, το συμπέρασμα δεν εκπλήσσει: «Σε αυτό το πλαίσιο, όταν κάνουμε λόγο για αναγκαιότητα του να χαιρετίζουμε την τάση για «πολυπολισμό», δεν έχουμε επουδενί αυταπάτες. Δεν πρόκειται πάλι για μια φάση στην οποία ο σοσιαλισμός προχωρά από θρίαμβο σε θρίαμβο. Αλλά είναι μια φάση που πιθανώς θα ανοίξει τον δρόμο προς αυτό. Θα μπορούσε να είναι μια φάση στην οποία ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και τον αντιιμπεριαλισμό είναι πιο ισορροπημένος. Και πολλοί λαοί μη ευρωπαϊκοί αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ξεκάθαρα ότι αυτό αποτελεί μια πρόοδο» (7).

Το ωραίο με αυτές τις αναλύσεις είναι ότι εκπονούνται προκειμένου να μην αποκαλούμε «τα πάντα ιμπεριαλισμό» και ότι δήθεν έχουν μια οπτική που διακρίνει τα πράγματα περισσότερο! (8) Το λυπηρό είναι η στενότητα σκέψης, η επιφανειακότητα της θεωρητικής κατανόησης από κάποιους κύκλους που παριστάνουν ότι δρουν στο όνομα της αριστεράς, ακόμα και του μαρξισμού-λενινισμού· ακόμα περισσότερο, η εκτίμηση στην οποία προβαίνουν, από μια τέτοια περιορισμένη οπτική γωνία για την ανοιχτή σύγκρουση, δηλαδή, για τις άμεσες πολεμικές προετοιμασίες των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κρατών, καθώς και οι δημαγωγικές τοποθετήσεις ιμπεριαλιστών όπως η Κίνα και η Ρωσία σε αυτή τη διαδικασία που έχει ξεκινήσει, που «χαιρετίζονται» και αποτελούν και στοιχεία «ελπιδοφόρα». Λαμβανομένου υπόψη αυτού του πλαισίου, δεν είναι καθόλου παράξενο που κυκλοφορούν εσφαλμένες αναλύσεις για τον ιμπεριαλισμό.

Φυσικά, είναι ξεκάθαρο: η μεγέθυνση των συγκρούσεων ανάμεσα σε ιμπεριαλιστές και η όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ τους μπορούν να δημιουργήσουν νέες δυνατότητες και ευκαιρίες για την εργατική τάξη και τους εργαζομένους. Ωστόσο, για όσους μελετούν τα ζητήματα όχι σε επίπεδο κρατών, αλλά τάξεων και ταξικής πάλης, αυτό που είναι ουσιαστικό είναι η αναγκαιότητα ενός επιπέδου οργάνωσης και πάλης που να μπορεί να αξιοποιήσει αυτές τις πιθανότητες και ευκαιρίες. Αν η εργατική τάξη δεν είναι οργανωμένη και δεν έχει ένα ισχυρό ταξικό κίνημα βασισμένο σε μια τέτοια οργάνωση, αν δεν έχει μια ανεξάρτητη πολιτική γραμμή και ένα κόμμα που να την εγγυάται, αυτές οι δυνατότητες θα αξιοποιηθούν όχι από την εργατική τάξη και τους λαούς, αλλά από τη μονοπωλιακή αστική τάξη της τάδε ή της δείνα χώρας. Εξάλλου, θα μετατραπούν σε όργανα ώστε οι εργαζόμενοι και οι εργάτες να ακολουθούν τα συμφέροντα της μονοπωλιακής αστικής τάξης.

Ως εκ τούτου, όσο ο προαναφερθείς συσχετισμός ταξικών δυνάμεων παραμένει απαράλλαχτος, ο «πολυπολισμός» θα σημαίνει, σε τελική ανάλυση, την όξυνση των διιμπεριαλιστικών αντιθέσεων ακόμα πιο πολύ από όσο σήμερα, την ανάδυση νέων πολέμων δι’ αντιπροσώπων (9), την ενίσχυση της πολιτικής αντίδρασης και του μιλιταρισμού, τη διάχυση του δηλητηρίου που αποτελεί ο εθνικισμός, την παράσυρση των λαών σε νέες καταστροφές κ.ο.κ. Δεν είναι ήδη αυτές οι τάσεις κυρίαρχες; Στις συνθήκες που ορίζονται από το σημερινό, συγκεκριμένο συσχετισμό ταξικών δυνάμεων, δεν είναι προφανές ότι η αποκάλυψη όλων των δυνάμεων και τάσεων που ξεπέφτουν στην κήρυξη και εκθείαση του «πολυπολισμού», η αποκάλυψη του πραγματικού προσώπου της δράσης τους και η προειδοποίηση των λαών είναι ο μόνος επαναστατικός δρόμος; Το να «χαιρετίζουμε» αυτή την πραγματικότητα, εσωτερικοποιώντας το αφήγημα ενός από τους πόλους δεν αποτελεί παρά έκλειψη του λόγου η οποία προκαλείται από την απώλεια της ταξικής θεώρησης των πραγμάτων.

Η ιμπεριαλιστική πυραμίδα

Για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (κκε), προφανώς, δεν μπορούμε να μιλάμε για μια παρόμοια έκλειψη του λόγου. Αντίθετα, για το ΚΚΕ, ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της Κίνας και της Ρωσίας είναι αρκετά ξεκάθαρος. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το ΚΚΕ, οι οπορτουνιστές στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες του κόσμου «υποστηρίζουν ότι η καπιταλιστική παλινόρθωση στις σοσιαλιστικές χώρες είναι καλύτερη, γιατί εξάλειψε τον Ψυχρό Πόλεμο και ο κόσμος, επομένως, έγινε πολυπολικός, δηλαδή, έχει πολλά κέντρα και νέες δυνάμεις», «αλλά ‘ξεχνούν’ το γεγονός ότι αυτά τα νέα ‘κέντρα’ και ‘δυνάμεις’ βασίζονται στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, στην κυριαρχία των μονοπωλίων στην οικονομία, δηλαδή, βρισκόμαστε μπροστά σε νέες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που βρίσκονται σε άνοδο. Κατά τον ίδιο τρόπο, το ΚΚΕ δεν θεωρεί ορθή την ταύτιση του ιμπεριαλισμού με τις ΗΠΑ. Εξάλλου, επικρίνει πολλές δεξιές οπορτουνιστικές και επιφανειακές προσεγγίσεις στη συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό. Για παράδειγμα, ορθώς επικρίνει «την προπαγάνδα του ιμπεριαλισμού ως ενός πράγματος διαφορετικού και ξεχωριστού από τον καπιταλισμό, δηλαδή ως μια πολιτική έννοια αποσπασμένη από την οικονομική βάση του καπιταλισμού» και ορίζει ορθά ότι πολλές εσφαλμένες αναλύσεις για τον ιμπεριαλισμό προκύπτουν από αυτό (10).

Όμως, όπως επισημάνθηκε παραπάνω, η δικαιολογημένη κριτική μιας εσφαλμένης απάντησης δεν αποτελεί εγγύηση για μια ορθή απάντηση. Και αυτή η γενική αλήθεια ισχύει και για το ΚΚΕ. Πράγματι, κατά τον ορισμό της θέσης του σε αυτές τις συζητήσεις, το ΚΚΕ έχει αναπτύξει μια ενδιαφέρουσα αντίληψη, για την οποία χρησιμοποιεί ως αλληγορική μεταφορά την «ιμπεριαλιστική πυραμίδα». Η πυραμίδα, από μια άποψη, αντανακλά την ιεραρχική δομή των κυρίαρχων σχέσεων στο ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα. Στην κορυφή, βρίσκονται τα πιο ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη. Αυτή η εξουσία ελαττώνεται σιγά-σιγά καθώς κατεβαίνουμε προς το κέντρο και τη βάση της πυραμίδας. Με μια έμφαση που μπορεί να ξενίζει, το ΚΚΕ εφιστά την προσοχή στην έννοια του «διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος».

Για την ακρίβεια, η μεταφορά περί «ιμπεριαλιστικής πυραμίδας» χρησιμοποιείται εντός εισαγωγικών σε διάφορα κείμενα του ΚΚΕ ως εξήγηση του «διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος».

Γιατί, όμως, αυτή η έμφαση στο «διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα», ενώ είναι ξεκάθαρο και προφανές, μπροστά στα ιστορικά γεγονότα, ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που αναπτύσσεται μέσα από την παγκόσμια αγορά; Ο λόγος είναι ότι το ΚΚΕ θεωρεί ότι, σε αυτό το πλαίσιο, έχει προκύψει μια νέα κατάσταση. Μια κατάσταση τόσο νέα που, κατά την άποψή του, η μεταφορά του Λένιν περί «αλυσίδας» και «μιας χούφτας ιμπεριαλιστικών κρατών» δεν απεικονίζει πια την σημερινή πραγματικότητα.

Πρέπει να εξετάσουμε το ζήτημα πιο επισταμένα. Κατά το ΚΚΕ, ο «ελληνικός καπιταλισμός», παρότι έχει «ισχυρές εξαρτήσεις από τις ΗΠΑ και την ΕΕ», βρίσκεται «στην ιμπεριαλιστική φάση της ανάπτυξής του» και «κατέχει μια ενδιάμεση θέση» στο εσωτερικό του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος (δηλαδή, στο κέντρο της πυραμίδας) (11). Ωστόσο, όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά όλες οι καπιταλιστικές χώρες της πυραμίδας βρίσκονται στην «ιμπεριαλιστική φάση» της ανάπτυξής τους. Η δύναμή τους μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το επίπεδο της πυραμίδας στο οποίο βρίσκονται, όμως όλες είναι ιμπεριαλιστικές, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο!

Το ΚΚΕ επικρίνει τα επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία οι καπιταλιστικές χώρες, για παράδειγμα η Ελλάδα, «ουσιαστικά κατέχονται από τη Γερμανία» και ότι «το καθεστώς της είναι νεοαποικιακό». Τέτοια επιχειρήματα, στην πραγματικότητα, αποκλείουν την μονοπωλιακή αστική τάξη αυτής της χώρας από το να αποτελεί στόχο (κριτική ορθή, από μια συγκεκριμένη άποψη) και αγνοούν το γεγονός ότι ο καπιταλισμός σε αυτή τη χώρα είναι «στην ιμπεριαλιστική φάση της ανάπτυξής του». Σύμφωνα με το ΚΚΕ, όποιος δεν βλέπει αυτά τα γεγονότα «ταυτίζει τον ιμπεριαλισμό με έναν πολύ περιορισμένο αριθμό χωρών, μια χούφτα χωρών» και «θεωρεί όλες τις άλλες χώρες ως εξαρτώμενες, καταπιεζόμενες, αποικιακές χώρες» (12). Ωστόσο, σήμερα, δεν υπάρχει μόνο εξάρτηση, αλλά και «αλληλεξάρτηση».

Στο ερώτημα για το ποια εξέλιξη έχει καταστήσει απαραίτητη την έννοια της πυραμίδας, η απάντηση του ΚΚΕ είναι ουσιαστικά η παρακάτω: «Την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Δύο παράγοντες, που επηρεάζονται αμοιβαία, αλλά με μια σχετική αυτονομία, βρίσκονται στη βάση αυτού» (13). Πρώτον η αλλαγή των οικονομικών πολιτικών μετά την κρίση του 1973, δηλαδή, η εγκατάλειψη του «νεοκεϋνσιανισμού» (που την ακολούθησαν ιδιωτικοποιήσεις, περιστολή των κοινωνικών δικαιωμάτων, αύξηση των εξαγωγών κεφαλαίου κλπ.). Δεύτερον, οι «ευκαιρίες που δόθηκαν στον ιμπεριαλισμό» από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του ανατολικού μπλοκ («καπιταλιστική παλινόρθωση»)· η εγκαινίαση «ενός νέου κύματος επιθέσεων εκ μέρους του κεφαλαίου, το οποίο συνάντησε μια ανίσχυρη αντίσταση» και η «δημιουργία νέων αγορών στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες». Αυτή η ανάπτυξη είχε συνέπειες: «Η ενότητα των ηγετικών δυνάμεων έναντι του σοσιαλισμού άρχισε να μειώνεται», «εγκαινιάστηκε ένας νέος κύκλος διιμπεριαλιστικών αντιθέσεων κατά την κατανομή των νέων αγορών», που οδήγησε σε πολέμους στα Βαλκάνια, τη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική. «Στα τέλη του 20ού αιώνα, ήταν τρία τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, που αναδείχτηκαν μετά τον παγκόσμιο πόλεμο: (…) ΕΕ, ΗΠΑ και Ιαπωνία. Σήμερα, ο αριθμός των ιμπεριαλιστικών κέντρων έχει αυξηθεί και έχουν αναδυθεί νέες μορφές συμμαχιών, όπως η συμμαχία που προσανατολίζεται προς τη Ρωσία, η συμμαχία της Σανγκάης, οι BRICS, η συμμαχία των λατινοαμερικανικών χωρών ALBA, η Mercosur, κλπ».

Συμπέρασμα: «Δεν είναι μόνο οι χώρες στην κορυφή που ακολουθούν μια ιμπεριαλιστική πολιτική γραμμή, αλλά και οι χώρες που βρίσκονται σε κατώτερα επίπεδα, ακόμα και αυτές που εξαρτώνται από τις πιο μεγάλες δυνάμεις καθότι περιφερειακές και τοπικές δυνάμεις, ακολουθούν τέτοια γραμμή. Η Τουρκία, για παράδειγμα, είναι μια δύναμη τέτοιου τύπου στην περιοχή μας, όπως και το Ισραήλ, τα αραβικά κράτη και οι δυνάμεις που είναι καταλυτικές για την κατάκτηση νέων εδαφών εκ μέρους του μονοπωλιακού κεφαλαίου στην Αφρική, την Ασία και τη Λ. Αμερική. Κατά συνέπεια, βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο της εξάρτησης και της αλληλεξάρτησης» (14).

Δεν υπάρχει ανάγκη να αμφισβητήσουμε το προφανές, ότι όλες οι καπιταλιστικές χώρες αποτελούν τμήμα του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος. Ταυτόχρονα, όμως, είναι εξίσου προφανές ότι η ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες μπορεί να διαφέρει, και μπορεί να αλλάζει ως αποτέλεσμα της ανισόμετρης ανάπτυξης. Αυτό που επικρίνουμε είναι το να χαρακτηρίζονται όλες οι χώρες στο εσωτερικό αυτού του συστήματος ως ιμπεριαλιστικές. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα είναι ότι η διαφορά ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες περιορίζεται σε μια διαφορά ποσοτική και παραμελείται η ποιοτική διαφορά ανάμεσά τους, όσον αφορά το στάδιο ανάπτυξης και τη θέση τους. Και έτσι, οι σχέσεις εξάρτησης μεταξύ τους εξηγούνται κυρίως ως «αλληλεξάρτηση». Φυσικά, δεν είναι λιγότερο σημαντικό το γεγονός ότι, από τη στιγμή που υποστηρίζεται ότι όλες οι καπιταλιστικές χώρες βρίσκονται στην ιμπεριαλιστική φάση, το φαινόμενο των εξαρτώμενων χωρών και των καταπιεζόμενων λαών εξαφανίζεται μαζί με τις αντικειμενικές αντιθέσεις που τους οδήγησαν στο να υπάρχουν.

Για λόγους διακηρυγμένους και μη, τις τελευταίες δεκαετίες, το πρόσωπο της παγκόσμιας οικονομίας έχει αλλάξει, τα μερίδια των δυτικών ιμπεριαλιστικών χωρών, ιδίως των ΗΠΑ, στην παγκόσμια αγορά, έχουν μειωθεί, μια χώρα όπως η Κίνα έχει γίνει, στο μεταξύ, μια ιμπεριαλιστική δύναμη· κυρίως στις «χώρες στο κατώφλι» (δηλαδή, στις χώρες που δεν έχουν ακόμα γίνει ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά που έχουν πάψει να είναι καθυστερημένες καπιταλιστικές χώρες όπως στο παρελθόν), ο καπιταλισμός αναπτύσσεται γρήγορα· έχει υπάρξει μια μεγάλη αύξηση των εξαγωγών κεφαλαίου από τις ιμπεριαλιστικές στις καπιταλιστικές χώρες, ιδίως την περίοδο της «παγκοσμιοποίησης» και αυτό έχει ωθήσει μια τεράστια μεγέθυνση στη συσσώρευση κεφαλαίου σε αυτές τις χώρες. Από την άλλη, επιβεβαιώνεται μια νέα φάση διεθνοποίησης του παραγωγικού προτσές, η αναδιαμόρφωση και εμβάθυνση του καταμερισμού εργασίας στην καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία κλπ. Πρόκειται για εξελίξεις πάνω-κάτω γνωστές σε όποιον παρακολουθεί την παγκόσμια οικονομία και τις σχέσεις της (15). Αν είναι έτσι, μπορεί κανείς να πει ότι, παρότι οι αστικές τάξεις των χωρών αυτών έχουν ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες για τις περιοχές τους, λόγω της συσσώρευσης κεφαλαίου, αυτές οι εξελίξεις από μόνες τους δεν καθιστούν ακόμα την Ελλάδα ή την Τουρκία, για παράδειγμα, ιμπεριαλιστικό κράτος/δύναμη. Και όμως, το ΚΚΕ το αμφισβητεί αυτό. Λέει ότι το κάνει και, πράγματι, το έκανε. Πώς;

Το επιχείρημα του ΚΚΕ είναι το ακόλουθο. Καταρχάς, αυτές οι χώρες δεν είναι αποικίες ή νεοαποικίες ή θύματα των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, όπως παγκοίνως πιστεύεται. Σε αυτές τις χώρες, υπάρχουν μονοπώλια, η μονοπωλιακή αστική τάξη εργάζεται για λογαριασμό της και, ενίοτε, μαζί με τα κράτη στην κορυφή (της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας) και εξάγει κεφάλαια σε διάφορες χώρες του κόσμου, ιδίως στην περιφέρειά της. Για παράδειγμα: «Όσοι μιλούν για υποταγή και κατοχή δεν βλέπουν την εξαγωγή κεφαλαίου από την Ελλάδα (που αποτελεί χαρακτηριστικό του καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική του φάση) (…) Το κεφάλαιο εξάγεται για παραγωγικές επενδύσεις σε άλλες χώρες και, φυσιολογικά, στις ευρωπαϊκές τράπεζες» (16).

Ας παραθέσουμε άλλο ένα κείμενο που πραγματεύεται αυτό το σημείο: «Γεγονός είναι ότι η συσσώρευση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου έχει οδηγήσει επί πολλά χρόνια στο σχηματισμό ή την ανάπτυξη των μονοπωλίων, που συνιστούν τον πυρήνα του καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική του φάση (…) Είναι αυτή ακριβώς η εξέλιξη που αποτελεί τη βάση της ανάλυσης του ΚΚΕ για την εκπόνηση της στρατηγικής του και της τακτική του που προκύπτουν από αυτή. Το πρόγραμμα του κόμματος που εγκρίθηκε από το 19ο κομματικό συνέδριο υπογραμμίζει τα ακόλουθα σημεία: η ελληνική αστική τάξη, αρχικά, επωφελήθηκε της αντεπαναστατικής αλλαγής στην εξουσία στις βαλκανικές χώρες και από την ένταξή τους στην ΕΕ. Η ελληνική αστική τάξη υλοποίησε μια σημαντική συγκέντρωση κεφαλαίου και κατέγραψε μια ισχυρή εξαγωγή κεφαλαίου που, μέσω άμεσων επενδύσεων, συνέβαλε στην ενίσχυση των ελληνικών επιχειρήσεων και μονοπωλίων. (…) Αυτή η εξέλιξη που εκφράζει την περαιτέρω ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για τον σοσιαλισμό (17), δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά αφορά το σύνολο των καπιταλιστικών χωρών. Η εξέλιξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού τις τελευταίες δεκαετίες το επιβεβαιώνει» (18).

Παρεμβαίνοντας σε μια διεθνή συνάντηση στην Κούβα το 2022, το μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ Γ. Μαρίνος υπογράμμισε ότι τα πέντε χαρακτηριστικά που αναφέρονται από τον Λένιν κατά τον ορισμό του ιμπεριαλισμού δεν πρέπει να περιορίζονται μόνο στις χώρες που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας: «Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι ίδιον μόνο των κρατών στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας. Αντίθετα, είναι ολιστικές, είναι ίδιον όλων των κρατών, λιγότερο ή περισσότερο ισχυρών, γιατί στη μονοπωλιακή και αντιδραστική εποχή του καπιταλισμού όλα είναι ένα σύνολο».

Φαίνεται ότι στη συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό καταλήγουμε πάντα στο ίδιο σημείο: στη σύγχυση που προκαλείται σήμερα στην ανάλυση των χαρακτηριστικών του ιμπεριαλισμού που εντοπίστηκαν και ορίστηκαν από τον Λένιν.

Η προσέγγιση των πέντε σημείων του Λένιν

Προκαταβολικά αναφέρεται ότι η έκλειψη του λόγου στο DKP και σε διάφορους αριστερούς κύκλους δεν ισχύει για το ΚΚΕ. Ωστόσο, φαίνεται ότι οι πορείες των δύο κομμάτων κατά κάποιο τρόπο αλληλοεπικαλύπτονται όταν πραγματεύονται τα χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού όπως τα εξέφρασε ο Λένιν με τα πέντε σημεία. Ενώ το DKP υποστηρίζει ότι η Κίνα και η Ρωσία, βάσει αυτών των σημείων, δεν είναι ιμπεριαλιστικές, το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι όλες οι καπιταλιστικές χώρες είναι ιμπεριαλιστικές κάνοντας αναφορά στα ίδια πέντε σημεία! Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι αυτό που καθιστά αυτή την αλληλεπικάλυψη εφικτή είναι ο ποζιτιβισμός που διαπερνά την ίδια την ψυχή της σύγχρονης ρεβιζιονιστικής παράδοσης.

Από αυτή την άποψη, η κριτική στο DKP ισχύει ουσιαστικά και για το ΚΚΕ. Η ποζιτιβιστική ανάγνωση βλέπει τα υπαρκτά στοιχεία στα πέντε σημεία του Λένιν, ήτοι μονοπώλιο, χρηματιστικό κεφάλαιο, εξαγωγή κεφαλαίου κ.ά. Ωστόσο, βλέποντας αυτά τα σημεία, αυτό που είναι επίσης σημαντικό για τη συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό είναι το πλαίσιο στο οποίο υπάρχουν αυτά τα στοιχεία, ο αντίκτυπός του και όσα αυτός επιφέρει. Για παράδειγμα, το ουσιαστικό και αποφασιστικό δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή η εμφάνιση του μονοπωλίου (το μονοπώλιο υπήρχε ακόμα και πριν από τον καπιταλισμό), αλλά το γεγονός ότι το μονοπώλιο που προκύπτει σε αυτή τη φάση του καπιταλισμού «επιτελεί έναν ρόλο αποφασιστικό για την οικονομική ζωή». Ή, διεθνείς καπιταλιστικές ενώσεις μπορούν να εμφανιστούν ακόμα και στην περίοδο του ελεύθερου ανταγωνισμού στη μία ή την άλλη μεμονωμένη επένδυση, όμως, το ουσιαστικό για τον ιμπεριαλισμό είναι ότι αυτές οι ενώσεις είναι σε θέση «να μοιράσουν μεταξύ τους τον κόσμο». Ταυτόχρονα, στην παγκόσμια ιστορία, διάφορες δυνάμεις έχουν μοιραστεί αρκετές περιοχές, αλλά αυτό που είναι ουσιαστικό στον ιμπεριαλισμό, όπως ανέλυε ο Λένιν, είναι «το μοίρασμα ολόκληρου του κόσμου», η «ολοκλήρωσή του» (του μοιράσματος) και η ανάγκη για μια νέα «αναδιανομή».

Εν συντομία, το νέο στοιχείο που κομίζει ο ιμπεριαλισμός είναι η εμφάνιση μιας σχέσης ηγεμονίας, κυριαρχίας και εξουσίας βασισμένης στο ξεπέρασμα της περιόδου του ελεύθερου ανταγωνισμού του καπιταλισμού, με τρόπο παράδοξο (19). Το έδαφος στο οποίο βασίζεται αυτός ο συσχετισμός δύναμης είναι, προφανώς, το φαινόμενο του μονοπωλίου. Ωστόσο, τα φαινόμενα μπορούν ορθά να γίνουν αντιληπτά μαζί με το σχηματισμό τους και τις ιδιότητές τους. Μονοπώλια, πράγματι, αλλά μονοπώλια που σήμερα επιτελούν έναν ρόλο αποφασιστικό στην οικονομική ζωή σε παγκόσμια κλίμακα. Χρηματιστικό κεφάλαιο, πράγματι, αλλά ένα χρηματιστικό κεφάλαιο που αντιστοιχεί στην χρηματιστική ολιγαρχία, κ.ο.κ. Το σημαντικό δεν είναι η ύπαρξη ή η απουσία του μονοπωλίου, του χρηματιστικού κεφαλαίου και του εξαγωγικού κεφαλαίου στη μία ή την άλλη καπιταλιστική χώρα, αλλά η θέση τους, το μερίδιο αγοράς, η ικανότητά τους να επενδύουν και να πλήττουν έναντι των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των μονοπωλίων, με όρους συσχετισμού κυριαρχίας. Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να ορίζουμε αν μια χώρα είναι ιμπεριαλιστική ή όχι μόνο βλέποντας στο ένα ή το άλλο χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού που ανέφερε ο Λένιν. Αντίθετα, για αυτό, είναι απαραίτητο να μελετούμε το σύνολο αυτών των χαρακτηριστικών στο συσχετισμό κυριαρχίας στον οποίο αντιστοιχούν και να βλέπουμε αν αυτός ο υλικός συσχετισμός είναι κυρίαρχος στην οικονομική και πολιτική ζωή και στις εξωτερικές σχέσεις της εν λόγω χώρας. Αν δεν το κάνουμε αυτό, το σύνολο των χαρακτηριστικών του ιμπεριαλισμού μετατρέπεται σε μια έκφραση κενή περιεχομένου.

Εξάλλου, με μια τέτοια προσέγγιση, υπάρχει μια διαφορά όχι αμελητέα ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές καπιταλιστικές χώρες που εξελίχθηκαν από τον ελεύθερο και ανταγωνιστικό καπιταλισμό στον μονοπωλιακό καπιταλισμό ως αποτέλεσμα των εσωτερικών νόμων της ανάπτυξής του, και τις χώρες που έχουν πραγματοποιήσει τη μετάβαση στο ιμπεριαλιστικό στάδιο σε «προχωρημένες» ιστορικές συνθήκες, όταν ο ιμπεριαλισμός κυριαρχούσε στον κόσμο και η διανομή του κόσμου εκ μέρους των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών κρατών είχε ήδη ολοκληρωθεί. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στον δεύτερο τύπο χωρών επέρχεται σε συνθήκες στις οποίες οι πρώτες κυριαρχούν ήδη στην οικονομία, στα μερίδια αγοράς, στις σφαίρες επιρροής και στην τεχνολογία. Δεν αναπτύσσονται έξω από τα μονοπώλια που κυριαρχούν σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά δίπλα και, συχνά, μέσω αυτών. Μόνο σε κάποιο σημείο της ανάπτυξής τους, δηλαδή, από τη στιγμή που καταφέρνουν να φτάσουν μια συσσώρευση κεφαλαίου, ένα μερίδιο αγοράς, μια στρατιωτική δύναμη και ένα τεχνολογικό πλεονέκτημα/ανωτερότητα που μπορούν να τις διαφοροποιήσουν από τα μονοπώλια και τα ιμπεριαλιστικά κράτη που κυριαρχούν στον κόσμο, μπορούν να παρουσιάζονται ως μια ιμπεριαλιστική δύναμη.

Με άλλα λόγια, μπορούν να αναδειχθούν σε ιμπεριαλιστική δύναμη στο βαθμό στον οποίο καταφέρνουν να βλάψουν και να ξεπεράσουν τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια που αντιπαρατίθενται σε αυτές σε κάποιο επίπεδο και σε κάποιο πεδίο. Η καρδιά του ζητήματος είναι η ρήξη/ξεπέρασμα του υπάρχοντος μονοπωλίου/μονοπωλιοποίησης που κυριαρχεί σε διάφορους τομείς, πεδία και υποκείμενα. Για μια καπιταλιστική χώρα που δεν έχει φτάσει αυτό το επίπεδο ανάπτυξης, το γεγονός ότι μια εταιρία της στον τάδε ή τον δείνα τομέα είναι μονοπώλιο, έχει χρηματιστικό κεφάλαιο ή εξάγει κεφάλαιο, δεν καθιστά τη χώρα αυτή αυτομάτως ιμπεριαλιστική. Το αντίθετο θα σήμαινε ότι προσεγγίζουμε τη θεωρία του ιμπεριαλισμού του Λένιν με μια αντίληψη ποζιτιβιστική, αρνούμαστε την εσωτερική ενότητα των χαρακτηριστικών του ιμπεριαλισμού όπως αυτός έχει αναδειχτεί, ξεχνούμε ότι η ανάπτυξη των καπιταλιστικών χωρών σήμερα επέρχεται στις συνθήκες της εποχής του ιμπεριαλισμού και, επομένως, αποσπούμε την ταχύτητα και τις μορφές της ανάπτυξής τους από την ύπαρξη και τις τάσεις του ιμπεριαλισμού. Εν ολίγοις, δεν πιάνουμε το νόημά του.

Στον «Ιμπεριαλισμό», ο Λένιν, αναφέροντας τον γερμανό οικονομολόγο Κέστνερ για τις επιπτώσεις από την ανάδυση των καρτέλ, ο οποίος έλεγε ότι τα καρτέλ όχι μόνο επιτυγχάνουν υψηλά κέρδη σε σχέση με τη μη μονοπωλιακή βιομηχανία, αλλά και έχουν «αποκτήσει έναντι της τελευταίας μια σχέση ιδιοκτησίας άγνωστη τον καιρό του ελεύθερου ανταγωνισμού», συνέχιζε ως ακολούθως: «Οι υπογραμμισμένες λέξεις αποσαφηνίζουν την ουσία του πράγματος, που οι αστοί οικονομολόγοι παραδέχονται τόσο σπάνια παρά τη θέλησή τους, και που οι σημερινοί υποστηρικτές του οπορτουνισμού, με τον Καρλ Κάουτσκι επικεφαλής, επιδιώκουν με μεγάλο ζήλο να περάσουν στα κουτουρού και να παραμερίσουν. Η σχέση ιδιοκτησίας και η βία που τη συνοδεύει: αυτό είναι ό,τι αποτελεί το τυπικό χαρακτηριστικό της «πολύ πρόσφατης φάσης της εξέλιξης του καπιταλισμού», ό,τι θα έπρεπε αναπόφευκτα να προκύπτει και πράγματι προέκυψε από το σχηματισμό των παντοδύναμων οικονομικών μονοπωλίων» (20).

Να γιατί, κατά τον Λένιν «ο ιμπεριαλισμός είναι μονοπωλιακός καπιταλισμός» και ποτέ καπιταλισμός με μονοπώλια! Και είναι για αυτό τον λόγο που οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι σήμερα δεν αρνούνται την ύπαρξη των μονοπωλίων, αλλά την κατάργηση από αυτά του ελεύθερου ανταγωνισμού! Και για τους ίδιους λόγους, η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού, η οποία προκύπτει από τον ανταγωνισμό και από την αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, αποκτά με τον ιμπεριαλισμό το χαρακτηριστικό μιας σπασμωδικής ανάπτυξης. Η ιδιαιτερότητα της ανάπτυξης της Κίνας σε ιμπεριαλιστική δύναμη αποτελεί ένα τρανταχτό παράδειγμα όσων αποδεικνύονται εδώ (21).

Η ποζιτιβιστική οπτική, αντίθετα, αγνοεί τόσο το ιστορικό, όσο και την ιστορικότητα του ιστορικού. Περιορίζει την ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό σε μια απλή διαπίστωση γεγονότων: υπάρχουν τα μονοπώλια, υπάρχει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, υπάρχει η εξαγωγή κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, πολλές καπιταλιστικές χώρες μπορούν να ξεφύγουν λέγοντας ότι βρίσκονται στην «ιμπεριαλιστική φάση»! Καταρχάς, αυτά τα χαρακτηριστικά είναι αυτά της εξέλιξης του ελεύθερου ανταγωνιστικού καπιταλισμού σε μονοπωλιακό καπιταλισμό. Από αυτή την άποψη, εκφράζουν πτυχές που διαφέρουν, αντιτίθενται και διαφοροποιούνται από το σημείο σύγκρισης, δηλαδή, τον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνιστικού καπιταλισμού. Δεύτερον, στις συνθήκες του παγκόσμιου καπιταλισμού, στις οποίες ο ιμπεριαλισμός, ο μονοπωλιακός καπιταλισμός και, επομένως, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τάσεις του υπάρχουν εδώ και πάνω από έναν αιώνα, η εμφάνιση των παραπάνω χαρακτηριστικών στη μία ή την άλλη καπιταλιστική χώρα είναι μια εξέλιξη όχι μόνο κατανοητή, αλλά και καθόλου αντίθετη στις τάσεις του ιμπεριαλισμού. Για αυτούς τους λόγους, η καπιταλιστική ανάπτυξη που παρατηρείται δεν καθιστά αυτές τις χώρες απευθείας ιμπεριαλιστικές.

Γιατί; Γιατί τα μονοπώλια, το χρηματιστικό κεφάλαιο κλπ. στις χώρες αυτές δεν σχηματίζονται στις συνθήκες ενός παγκόσμιου καπιταλισμού ελεύθερου ανταγωνισμού. Αντίθετα, τα μονοπώλια και το χρηματιστικό κεφάλαιο αυτών των χωρών σχηματίζονται και επιδιώκουν να δρουν στις συνθήκες μιας συγκεκριμένης παγκόσμιας οικονομίας όπου η οικονομική και χρηματοπιστωτική εξουσία, οι παγκόσμιες αγορές, οι σφαίρες επιρροής και οι τεχνολογικές δυνατότητες μοιράζονται από κοινού από τα μεγάλα μονοπώλια και τα ιμπεριαλιστικά κράτη, όπου επικρατεί ένας συγκεκριμένος και ιδιαίτερος συσχετισμός δυνάμεων. Γιατί αυτό το σημείο είναι σημαντικό; Γιατί τα μονοπώλια κλπ. σε αυτές τις χώρες δεν σχηματίζονται σε αντίθεση με τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια και το χρηματιστικό κεφάλαιο. Αντίθετα, με μερικές εξαιρέσεις, προκύπτουν και επιδιώκουν να αναπτυχθούν σε συνεργασία με αυτά, στηριζόμενα σε αυτά ως μικροί συνέταιροι, ενίοτε ακόμα και ως προεκτάσεις τους.

Στις χώρες στις οποίες τα προτσές συγκέντρωσης κεφαλαίου είναι τόσο εξαρτώμενα και μειονεκτούντα εξαρχής, άραγε, δεν είναι εφικτό η τάδε ή η δείνα ομάδα χρηματιστικού κεφαλαίου, το τάδε ή το δείνα μονοπώλιο, ακόμα και σε μικρή κλίμακα, να αποκτήσει ένα προβάδισμα αγοράς από μόνο του; Σε ένα ιστορικό προτσές κατά το οποίο ο καπιταλισμός επεκτείνεται σε παγκόσμια κλίμακα, τέτοιες σπάνιες πιθανότητες και δυνατότητες μπορούν να προκύψουν και πράγματι προκύπτουν. Ωστόσο, οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Με λίγα λόγια, το να κοιτάμε τα πέντε χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού του Λένιν αφαιρώντας τα από τις υλικές σχέσεις που ορίζει ο σημερινός ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός, και ιδιαίτερα ο συσχετισμός δύναμης, δεν αποτελεί παρά μια ποζιτιβιστική ανάγνωση της θεωρίας του ιμπεριαλισμού.

Παγκόσμιος Νότος και αλληλεξάρτηση

Αναμφίβολα, τα τελευταία 40 χρόνια, ο καπιταλισμός έχει αναπτυχθεί σε παγκόσμια κλίμακα, ιδίως την περίοδο της άνθισης της «παγκοσμιοποίησης», όταν, δηλαδή, το δυτικό χρηματιστικό κεφάλαιο, μεθυσμένο από τη θριαμβολογία της στροφής μετά το 1989-91, δεν άφησε άθιχτη καμία αγορά και μετέφερε τα παραγωγικά του προτσές σε ξένες χώρες, ιδίως αυτές «στο κατώφλι της ανάπτυξης». Αυτή η φαινομενική διάχυση του καπιταλισμού και των καπιταλιστικών σχέσεων, για μια σύντομη χρονική περίοδο, είχε πολύπλευρα αποτελέσματα τόσο σε αυτές τις χώρες όσο και στην παγκόσμια οικονομία. Για παράδειγμα, αξίζει να θυμίσουμε ότι, μαζί με την καπιταλιστική ανάπτυξη στις μη ιμπεριαλιστικές χώρες, διαπιστώθηκε ένα σημαντικό επίπεδο εκβιομηχάνισης και συγκέντρωσης κεφαλαίου. Σύμφωνα με το επίπεδο συσσώρευσης, η μονοπωλιακή αστική τάξη αυτών των χωρών, όπως είναι γνωστό, επιδίδεται στην εξαγωγή κεφαλαίων, ιδίως στις γειτονικές χώρες, πραγματοποιεί επενδύσεις επικεντρωμένες στον τάδε ή τον δείνα τομέα και βρίσκεται μπροστά σε ευκαιρίες επέκτασης του ίδιου της του μεριδίου αγοράς. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του δ.σ. της TÜSİAD (Τουρκικής Ένωσης Βιομηχανιών & Επιχειρήσεων), της οργάνωσης των τούρκων μεγάλων καπιταλιστών, «σε όλο τον κόσμο, οι αλυσίδες προμηθειών αλλάζουν και τα κέντρα παραγωγής μετακινούνται. Υπάρχουν ευκαιρίες πολύ σημαντικές για τις οικονομίες που ξέρουν να διαβάζουν ορθά αυτό το προτσές» (22). Επιπροσθέτως, η ανάδυση μιας νέας ιμπεριαλιστικής δύναμης όπως η Κίνα αυξάνει τις πιθανότητες των μονοπωλιακών αστικών τάξεων αυτών των χωρών, που μπορούν να αποκτήσουν μία ισχύ βάσει συμφωνίας που προηγουμένως δεν είχαν, ιδίως έναντι των δυτικών μονοπωλίων.

Εδώ και καιρό, πράγματι, οι χώρες «στο κατώφλι της ανάπτυξης», δηλαδή, Βραζιλία, Ινδία, Μεξικό, Ν. Αφρική (Η Τουρκία είναι μια από αυτές τις χώρες με ένα ιδιαίτερο πλαίσιο), είναι σε θέση να πάρουν πιο μεγάλες αποφάσεις κατά τη σύγκρουση με τις μεγάλες δυνάμεις, ιδίως έναντι των δυτικών ιμπεριαλιστών και, προς στιγμήν, είναι σε θέση να επωφελούνται από την όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στις κύριες ιμπεριαλιστικές χώρες. Η Ινδία είναι ένα συγκεκριμένο παράδειγμα των αυξανόμενων δυνατοτήτων πολιτικής και οικονομικής συνεργασίας. Η Ινδία είναι η 6η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Στις σημερινές περιστάσεις, δεν αισθάνεται υποχρεωμένη να ακολουθεί τη μία ή την άλλη μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη. Ήδη επιδίδεται σε διάφορες ειδικές οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές συνεργασίες με καθεμιά εξ αυτών.

Σύμφωνα με το ΚΚΕ, αυτές οι καταστάσεις είναι ενδεικτικές του «φαινομένου της εξάρτησης και της αλληλεξάρτησης». Η «αλληλεξάρτηση» βασικά δεν αλλάζει αν μία από αυτές τις χώρες είναι μέλος μιας συγκεκριμένης ιμπεριαλιστικής συμμαχίας. Το ότι ανήκει η Ελλάδα στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, για παράδειγμα, «περιορίζει την ικανότητα της ελληνικής αστικής τάξης να δρα με τρόπο ανεξάρτητο», αλλά, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, η «αλληλεξάρτηση» δεν εξαφανίζεται, μετασχηματίζεται μόνο σε «άνισες σχέσεις αλληλεξάρτησης» (!) (23). Και, άλλη μια φορά, διαβάζουμε ότι η «αλληλεξάρτηση» ισχύει ακόμα και για τα κλασικά ιμπεριαλιστικά κράτη: «Ακόμα κι αν ένα ή περισσότερα κράτη βρίσκονται στην κορυφή [της πυραμίδας] και είναι στην πρωτοπορία της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και της αναδιανομής των αγορών, συνεχίζουν να υπάρχουν σε ένα καθεστώς αμοιβαίας εξάρτησης με άλλες χώρες. Η Γερμανία, για παράδειγμα, μπορεί να είναι η ηγέτιδα δύναμη στην Ευρώπη, αλλά η εξαγωγή των κεφαλαίων της και των βιομηχανικών της προϊόντων εξαρτάται από την ικανότητα των χωρών της Ευρώπης και της Κίνας να τα αγοράσουν» (24).

Ας αφήσουμε την εξάρτηση που αναφέρεται στο παραπάνω απόσπασμα. Πέραν του ότι αποτελεί αντικείμενο διιμπεριαλιστικών σχέσεων, πρόκειται για έναν τύπο «εξάρτησης» που υπάρχει από τότε που υπάρχουν η παγκόσμια αγορά, η οικονομία και οι σχέσεις εξαγωγής/εισαγωγής. Είναι φυσιολογικό, στο σημερινό επίπεδο αλληλοσύνδεσης της παγκόσμιας οικονομίας, τέτοιες αμοιβαίες «εξαρτήσεις» να αυξάνονται. Αλλά, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, υπάρχουν σοβαρές διαφορές στις δυνατότητες ανάμεσα στα καπιταλιστικά, ακόμα και τα ιμπεριαλιστικά κράτη στο ξεπέρασμα των μειονεκτημάτων που προκύπτουν από αυτόν τον τύπο αμοιβαίας «εξάρτησης». Όταν οι διιμπεριαλιστικές αντιθέσεις εγκαταλείψουν τις μορφές στις οποίες υπήρχαν ως εκείνη τη στιγμή, όταν υποστούν μια αναδιαμόρφωση που θα ανταποκρίνεται στο νέο επίπεδο εντατικοποίησης των αντιθέσεων (είναι, από μια άποψη, αυτό που συμβαίνει σήμερα!) και όταν οι ανοιχτές συγκρούσεις θα έρθουν στο προσκήνιο, ακόμα και αυτή η αμοιβαία «εξάρτηση» θα γίνει αγνώριστη. Η λέξη «de-risking», ο στόχος της μείωσης της αλληλεξάρτησης σε στρατηγικά πεδία και τομείς, για την οποία μιλούν αυτές τις μέρες οι δυτικοί ιμπεριαλιστές, δείχνει ότι η αλλαγή για την οποία κάναμε λόγο έχει ήδη αρχίσει ως προτσές.

Αλλά για να έρθουμε στο κύριο σημείο, όπως συχνά συμβαίνει, το μυστικό βρίσκεται στην αντίθεση! Είναι ακριβώς στον προαναφερθέντα αντιφατικό ισχυρισμό («άνισες σχέσεις αλληλεξάρτησης») που εκφράζεται το σημαντικό σημείο για το θέμα μας και το σημείο στο οποίο εκφράζουμε αντίρρηση. Αν υπάρχει μια άνιση αλληλεξάρτηση, και αν υπάρχουν άλλοι παράγοντες που καθορίζουν αυτή την ανισότητα, τότε, σε μια σχέση, το ένα μέρος είναι εξαρτώμενο και το άλλο όχι. Η πραγματική διαφορά στην «αλληλεξάρτηση» είναι ακριβώς αυτή η ανισότητα. Από αυτή την άποψη, ο ισχυρισμός περί «αλληλεξάρτησης» χρησιμεύει επίσης και στο να καλύψει την εξάρτηση του ενός μέρους.

Μην πάμε παρακάτω. Το ζήτημα είναι πού να εντοπίσουμε αυτές τις εξελίξεις. Προφανώς, η ομάδα των BRICS δεν μπορεί να ειδωθεί μόνο υπό το πρίσμα του «Παγκόσμιου Νότου», καθώς Κίνα και Ρωσία δεν είναι εκεί για λόγους φιλευσπλαχνίας. Ο ρόλος των BRICS για αυτούς τους δύο ιμπεριαλιστές είναι προφανής: μεταξύ άλλων, η ενίσχυση των δυνάμεών τους ενάντια στα αντίπαλα ιμπεριαλιστικά κράτη, με την υποστήριξη των χωρών του «παγκόσμιου νότου» σε μία ευρεία γκάμα τομέων, από τις πρώτες ύλες ως τη γεωπολιτική. Πολλά παραδείγματα μπορούν να δείξουν ότι ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Επί τη ευκαιρία, αρκεί να παρατηρήσουμε τη σύνθεση των συνόδων και των διεθνών διασκέψεων που τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη διοργανώνουν. Ένα ακόμα σημαντικό σημείο σε αυτό το πλαίσιο είναι ότι η Κίνα και η Ρωσία είναι σε θέση να αξιοποιούν με επιτυχία τις δικαιολογημένες αντιιμπεριαλιστικές αντιδράσεις ενάντια στα δυτικά ιμπεριαλιστικά κράτη σε αυτές τις χώρες και να αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στην καλλιέργεια ενός ίματζ ότι δεν είναι αποικιοκράτες όπως οι δυτικοί, και να το δείχνουν στην πράξη, μέσω των επενδύσεων στις υποδομές ή τις δυνατότητες που παρέχονται στο πλαίσιο της ομάδας των BRICS (25).

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι προαναφερθείσες εξελίξεις είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Από την άλλη, υπάρχει η ανάπτυξη και οι θέσεις που κατακτώνται από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές χώρες τα τελευταία 40 χρόνια, ήτοι η παραγωγή με τρομακτικά ποσοστά εκμετάλλευσης στις χώρες στις οποίες η εργατική δύναμη είναι χαμηλού κόστους, ο περιορισμός του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στις ίδιες τους τις χώρες, η επιβολή μονοπωλιακών τιμών, η απόκτηση ενός επιπέδου συγκέντρωσης κεφαλαίου ασύγκριτου με αυτό των αναπτυσσόμενων καπιταλιστικών χωρών, η ανανέωση της μονοπωλιακής θέσης τους στην τεχνολογία κλπ. Συνεπώς, η μονοπωλιοποίηση, η μονοπωλιακή κυριαρχία, το επίπεδο συσσώρευσης, το πλεόνασμα κεφαλαίου και η μεγέθυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα κλπ. στις κλασικές ιμπεριαλιστικές χώρες έχουν φτάσει διαστάσεις ασύγκριτες με εκείνες τον καιρό του Λένιν. Σήμερα, για παράδειγμα, μόνο το μονοπώλιο της Apple έχει μια χρηματοπιστωτική ισχύ ανώτερη από το ΑΕΠ πολλών χωρών. Ως εκ τούτου, αν και χρειάζεται να εφιστούμε την προσοχή στην ανάπτυξη του καπιταλισμού σε διάφορες χώρες του κόσμου και στα μονοπώλια και στο χρηματιστικό κεφάλαιο που σχηματίζονται, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε το επίπεδο συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στις ιμπεριαλιστικές χώρες και τις νέες ευκαιρίες που αυτό τους παρέχει.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, μπορεί κανείς να δει ότι η ανάπτυξη των ιμπεριαλιστικών χωρών έχει μια πτυχή που καθιστά την ανάπτυξη του ίδιου του «παγκόσμιου νότου» σχετική, ακριβώς με όρους του φαινόμενου του μονοπωλίου και των σχέσεων κυριαρχίας που από αυτό προκύπτουν. Σαφώς, αυτές οι χώρες έχουν μια σημαντική καπιταλιστική ανάπτυξη σε σχέση με τη θέση που είχαν στο παρελθόν, όμως η σχετικότητα αυτής γίνεται αυτομάτως κατανοητή, όταν λαμβάνονται ως μέτρο σύγκρισης οι κλασικές ιμπεριαλιστικές χώρες, όχι η δική τους θέση στο παρελθόν. Με όρους κριτηρίων όπως η μονοπωλιακή θέση σε τομείς στρατηγικούς και κλειδιά, και συγκεκριμένα η τεχνολογία, η κυριαρχία της αγοράς, οι σφαίρες επιρροής, η συσσώρευση και τα αποθέματα κεφαλαίου, η στρατιωτική, η χρηματοπιστωτική και η διπλωματική ισχύς, η διαφορά ανάμεσα στις κλασικές ιμπεριαλιστικές χώρες και τις καπιταλιστικές χώρες που αναπτύχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες δεν έχει θεμελιωδώς αλλάξει. Η μεταφορά περί «πυραμίδας», με τη διάκρισή της ανάμεσα σε αυτόν που βρίσκεται ψηλά και αυτόν που βρίσκεται χαμηλά σε αυτήν, δεν μοιάζει να αρνείται αυτή τη διαφορά, αλλά, με το να χαρακτηρίζει όλους ιμπεριαλιστές μετατρέπει αυτή τη διαφορά σε μια καθαρά ποσοτική ανάμεσα σε χώρες ποιοτικά παρόμοιες. Ωστόσο, στην πραγματική ζωή, δηλαδή στις σκληρές συνθήκες ανταγωνισμού του παγκόσμιου καπιταλισμού, επιβεβαιώνεται καθημερινά ότι αυτή η διαφορά δεν είναι μόνο ποσοτική. Αντίθετα, για να χρησιμοποιήσουμε και την έκφραση του Χέγκελ, η ποσότητα είναι και ποιότητα, δηλαδή, αυτή ακριβώς η ποσοτική διαφορά δημιουργεί μια ποιοτική διαφορά σε όρους επιβολής της σχέσης κυριαρχίας και ηγεμονίας, η οποία αποτελεί τη φύση του μονοπωλίου (26).

Δεν χρειάζεται να ξεχνούμε ότι το σημερινό πλαίσιο των συσχετισμών δύναμης και του μοιράσματος της παγκόσμιας οικονομίας, πολύ πιο αλληλοσυνδεδεμένο από όσο χτες, δεν θα είναι μόνιμο. Όπως η πρόβλεψη ότι «δεν θα υπάρξουν ξανά πόλεμοι», που διατυπώθηκε στη βάση αυτής της κατάστασης αλληλοσύνδεσης, αποκαλύφτηκε αβάσιμη, κατά τον ίδιο τρόπο δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες ανάπτυξης που παρέχει σήμερα αυτή η κατάσταση θα παραμείνουν για πάντα οι ίδιες. Πράγματι, τα ποσοστά αγοράς των κλασικών ιμπεριαλιστικών χωρών δεν αυξάνονται όπως παλιότερα. Αντίθετα, δείχνουν σημάδια μείωσης σε διάφορους τομείς. Η προηγούμενη θέση τους στην παγκόσμια οικονομία αρχίζει να κλονίζεται. Η ικανότητά τους να περιορίζουν τον ανταγωνισμό και να επιβάλλονται αποδυναμώνεται. Ωστόσο, αυτή η τάση δεν μπορεί να θεωρείται ότι έχει μία κατεύθυνση και είναι μόνιμη. Αντίθετα, οξύνονται οι αντιθέσεις του ιμπεριαλισμού, προκαλώντας την αντίσταση όσων έχουν χάσει έδαφος. Όταν η όξυνση φτάσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο, δηλαδή, όταν η αλλαγή στο συσχετισμό δύναμης επιταχυνθεί και φτάσει ένα στάδιο απαράδεκτο για το ένα ή το άλλο ιμπεριαλιστικό κέντρο, το γενικό πλαίσιο που καθιστά εφικτή τη σημερινή πορεία θα μετατραπεί γρήγορα και η γλώσσα της ισχύος και της βίας θα μιλήσει, με όλη της την καταστροφικότητα.

Τότε, το αργότερο, θα είναι ξεκάθαρο ποιος είναι ιμπεριαλιστής και ποιος όχι!

Κόμμα Εργασίας (ΕΜΕΡ), Τουρκία

Σημειώσεις

[1] Goldberg, J. (2023) “Weltordnung zwischen Globalisierung und Nationalstaaten” («Η παγκόσμια τάξη πραγμάτων μεταξύ παγκοσμιοποίησης και εθνικών κρατών»), περιοδικό Z, 134, 18-27, sf. 21

[2] Αναφέρεται από τον Γκόλντμπεργκ, ό.π., σ.22 (αρχικό άρθρο: Τσαρλς Κράουτχαμερ «Η μονοπολική στιγμή», Φόρειν Αφαίρς, Γενάρης 1990)

[3] Στην ομιλία του στην «20ή συνάντηση κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων», ο Γκίντερ Πολ, Γραμματέας Διεθνών Σχέσεων του DKP, υποστήριξε ότι η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας στη Συρία και την Ουκρανία/Ντονμπάς είναι «αντικειμενικά αντιιμπεριαλιστική»! Βλ.

http://solidnet.org/article/20-IMCWP-Written-Contribution-of-German-CP/

[4] Τέτοιες ελπίδες δεν περιορίζονται μόνο στη Γερμανία, αλλά υπάρχουν και σε άλλους αριστερούς, ως και μαρξιστικούς κύκλους σε άλλες χώρες.

[5] Από την ομιλία του «πατριάρχη του κόμματος» προέδρου Κίμπελ στο 25ο συνέδριο του κόμματος, «Σε ποια εποχή ζούμε;» https://www.unsere-zeit.de/in-welcher-epoche-le- ben-wir-4778511/#more-4778511

[6] Κίμπελ, ό.π.

[7] Κίμπελ, ό.π.

[8] Εδώ, από μια άποψη, υπάρχει μια αναφορά στο ΚΚΕ στην Ελλάδα.

[9] Οι εξελίξεις που ακολούθησαν το πραξικόπημα στον Νίγηρα δείχνουν ότι ένας νέος πόλεμος δι’ αντιπροσώπων στην Αφρική μπορεί να ξεσπάσει από τη μια στιγμή στην άλλη.

[10] Βλ. ομιλία Παπαρήγα, γραμματέα του κόμματος (2013) «Για τον ιμπεριαλισμό – η ιμπεριαλιστική πυραμίδα» https://inter.kke.gr/de/articles/On-Imperialism-The-Imperialist-Pyramid/

[11] Παπαρήγα, ό.π. Το πρόγραμμα του ΚΚΕ περιλαμβάνει σχεδόν τον ίδιο ορισμό.

[12] Παπαρήγα, ό.π.

[13] Παπαρήγα, ό.π.

[14] Παπαρήγα, ό.π.

[15] Δεν αναφέρουμε παράγοντες όπως η επίδραση αυτών των εξελίξεων στις τάξεις και στους αγώνες τους, γιατί δεν αποτελούν αντικείμενο αυτού του άρθρου.

[16] Παπαρήγα, ό.π.

[17] Δεν θα σταθούμε στις πτυχές της ανάλυσης αυτού που συμβαίνει σε σχέση με τη φάση και την πορεία της επανάστασης, γιατί δεν αποτελούν αντικείμενο αυτού του άρθρου.

[18] ΚΚΕ (t.y.) «Αυτή η συζήτηση θα πρέπει να προχωρήσει με επιχειρήματα και όχι με συκοφαντίες» https://inter.kke.gr/en/articles/Der-Diskurs-soll-mit-Argumenten-und-nicht-mit-Verleumdungen-durchgefuehrt-werden/

[19] Παράδοξο, γιατί το μονοπώλιο προκύπτει από τον ανταγωνισμό, αλλά δεν μπορεί να τον εξαλείψει.

[20] Λένιν, Ιμπεριαλισμός.

[21] Για παράδειγμα, δεν είναι τυχαίο ότι οι ΗΠΑ, στον ανταγωνισμό τους με την Κίνα, επιδιώκουν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στην τεχνολογία των τσιπ και, προς τούτο, δίνουν ιδιαίτερη προσοχή και προβαίνουν σε αντεπιθέσεις και κυρώσεις. Ενώ γραφόταν αυτή η σημείωση, έγινε γνωστό ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν εξέδωσε νέο διάταγμα, με το οποίο απαγορεύει σε καπιταλιστές των ΗΠΑ να επενδύουν σε κινεζικές εταιρίες (εταιρίες που δρουν στην Κίνα ή ελέγχονται από την κινεζική κυβέρνηση) που δρουν στον τομέα αρκετών ημιαγωγών, της κβαντική πληροφορικής και της τεχνητής νοημοσύνης.

[22] Bloomberg (2022) «Τουράν: Η μετακίνηση των κέντρων παραγωγής παρέχει σημαντικές ευκαιρίες») https://www.bloomberght.com/turan-production-centres-shifting-onemli-firsatlar-mevcut-2315805

[23] ΚΚΕ, ό.π.

[24] Παπαρήγα, ό.π.

[25] Την ώρα που γράφαμε αυτό το κείμενο, η διακήρυξη της ρωσοαφρικανικής συνόδου στην Αγ. Πετρούπολη, που φιλοξενούσε η Ρωσία, σύμφωνα με την οποία οι συμμετέχοντες αντιτίθενται από κοινού στον «νεοαποικισμό» και θα εργάζονταν για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποαποικιοποίησης στην Αφρική, πέραν της καταβολής προσπαθειών για την καταβολή αποζημιώσεων στις πρώην αποικίες για τις απώλειες που υπέστησαν από τις αποικιακές δυνάμεις, είναι μόνο ένα πρόσφατο παράδειγμα αυτού.

[26] Εξυπακούεται ότι η διάκριση που κάνουμε για το ποσοτικό και το ποιοτικό δεν σημαίνει ότι οι ιμπεριαλιστικές χώρες δεν είναι καπιταλιστικές. Για την ακρίβεια, αν ο ιμπεριαλισμός είναι το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, η διαφορά ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές καπιταλιστικές χώρες και τις τυπικές καπιταλιστικές χώρες προκύπτει ακριβώς από την ικανότητά τους, ως χώρες που έχουν φτάσει στο ανώτατο στάδιο, να εγκαθιδρύουν και να επιβάλλουν μονοπωλιακές σχέσεις κυριαρχίας και ηγεμονίας. Το ότι η εμφάνιση και αποκρυστάλλωση αυτής της ικανότητας καθορίζεται από την άφιξη σε αυτό το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού δείχνει ότι αυτή συνιστά ένα χαρακτηριστικό όχι ποσοτικό αλλά ποιοτικό, με την προαναφερθείσα έννοια.

Μετάφραση από τα ιταλικά parapoda. Δημοσιεύτηκε στην «Ενότητα & Αγώνας», ν. 47, Νοέμβρης 2023, όργανο της Διεθνούς Διάσκεψης Μαρξιστικών-Λενινιστικών Κομμάτων & Οργανώσεων.

Tagged: , , ,

Σχολιάστε