Κριτική της θεωρίας του Νέγκρι περί «Αυτοκρατορίας»

Εξειδικεύοντας τον καταστροφικό απολογισμό της επιρροής του προσφάτως αποβιώσαντα Αντόνιο Νέγκρι στα λαϊκά κινήματα των τελευταίων δεκαετιών, παρατίθεται ακολούθως μια κριτική στην «Αυτοκρατορία» που συνέγραψε με τον Χαρντ στις αρχές του 2000, ώστε να εκτρέψει το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης που είχε ξεσπάσει εκείνα τα χρόνια, μετά τη διάρρηξη της σχέσης της μεγαλοαστικής τάξης με πληθώρα στρωμάτων που είχαν αποσπαστεί από την επιρροή της εργατικής τάξης τη δεκαετία του ’50, χάρη στα διάφορα προγράμματα «κοινωνικής ευημερίας» και κοινωνικής κινητικότητας και τον ρεβιζιονισμό.

Είναι γεγονός ότι η «Αυτοκρατορία» συνέβαλε τα μάλα στην εκτροπή του κινήματος αυτού σε ανώδυνα για τον καπιταλισμό μονοπάτια. Αυτό οφείλεται, βασικά, στην αμήχανη στάση μεγάλων τμημάτων της μαρξιστικής-λενινιστικής αριστεράς, τα οποία, σεχταριστικά κινούμενα, όταν δεν κοίταξαν με καχυποψία αυτό το παγκοσμίων διαστάσεων πολύμορφο κίνημα, δεν επιδίωξαν ούτε καν να δημιουργήσουν τους δικούς τους «χώρους υποδοχής», τα δικά τους φόρουμ (όχι, φυσικά, μόνο με αδελφά κόμματα ή αριστερούς), που τότε ήταν μια οικεία μορφή προσέλκυσης προβληματιζόμενων και δυνάμει αγωνιζόμενων ανθρώπων, αλλά ούτε και να δώσουν συνέχεια στις προσπάθειές τους αυτές (για όσους τις κατέβαλαν), στην επόμενη φάση, με αντίστοιχες οικείες στους ενδιαφερόμενους μορφές υποδοχής-οργάνωσης, όταν τα φόρουμ (ήταν βέβαιο ότι θα) έκλειναν τον κύκλο τους, και οι άνθρωποι αυτοί θα καλούνταν να κάνουν πράξη όσα συζητούσαν ή άκουγαν στα φόρουμ αυτά: όταν από τα κοινωνικά κινήματα θα περνούσαμε στα πολιτικά ή μάλλον θα έπρεπε να περνούσαμε, γιατί ο αντίπαλος, έχοντας αναθαρρήσει, θα έδινε την δική του απάντηση, μεταξύ άλλων, και την επιστροφή στο ευνοϊκό για αυτόν εκλογικό πεδίο. Έτσι, ο κάθε Νέγκρι έπαιζε και παίζει, δυστυχώς, πρακτικά χωρίς αντίπαλο. Με αποτέλεσμα, τον αχταρμά που πούλαγε τότε, ακόμα και τώρα να τον συζητάνε άνθρωποι που εκφυλίστηκαν σε οπορτουνιστές, ή που ήταν ανέκαθεν και τρέφονταν από τέτοιες οπορτουνιστικές «λιχουδιές»: κάθε στρογγυλή επέτειο συζητάμε για τα «15 ή 20 κ.ο.κ. χρόνια από την ‘Αυτοκρατορία’», ωσάν να ήταν το «Κεφάλαιο». Με το θάνατό του, δε, βρήκαν αφορμή οι πλέον εκφυλισμένοι να νοσταλγήσουν την εποχή των φόρουμ, ως και την «αριστερή» τους ταυτότητα. Ένας, μάλιστα, ξεσκολισμένος λικβινταριστής βρήκε αφορμή το θάνατο του κωλοτούμπα Νέγκρι (από λάθος σε λάθος θέσεις) για να δικαιολογήσει τις δικές του κωλοτούμπες, ισχυριζόμενος πάνω-κάτω ότι δεν είναι κακό να αλλάζουμε απόψεις. Ναι, να αλλάζουμε, αλλά για αποτελεσματικότερη επίθεση στον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό γενικότερα, όπως αλλάζουμε θέση για να χτυπήσουμε κάποιον καλύτερα, όχι για να εξασφαλίζουμε ατομικά τα προς το ζην ή για να περνάμε την ώρα μας, έχοντας ήσυχη τη συνείδησή μας ότι «κάτι κάνουμε κι εμείς», ότι «συμβάλλουμε».

Με αφορμή την προσπάθεια του πολιτικού συστήματος να διατηρήσει εν ζωή σχήματα με αναφορά σε αυτήν (Σύριζα-«Νέα Αριστερά»), παρατίθεται, ακολούθως, μια μετάφραση κριτικής στην «Αυτοκρατορία» από την εποχή εκείνη. Και διαβάζοντάς την, αναγνωρίζει κανείς ότι «σαν να μην πέρασε μια μέρα»: οι φιγούρες των αναθεωρητών αυτών, αν και σαφώς τσακισμένες, ιδίως μετά το 2015, προσπαθούν να τρυπώσουν ξανά στα υπό εκκόλαψη λαϊκά κινήματα και να τα ξαναεκτρέψουν, πρωτίστως σπέρνοντας την ηττοπάθεια και καταλαμβάνοντας στο χώρο που τους δίνουν οι σεχταριστές, οι οποίοι υποτίθεται (έτσι λένε) έχουν δικαιωθεί τόσα χρόνια, αλλά επίσης την σπέρνουν, αν και χωρίς να το λένε ρητά όπως οι πρώτοι.

Σημείωση: Προτιμήθηκε το αγγλικό και το ιταλικό κείμενο παρά η ελληνική μετάφραση των αποσπασμάτων του βιβλίου των Νέγκρι-Χαρντ, οπότε, διαφορές μεταξύ τους στους «καθιερωμένους» όρους είναι αναπόφευκτες.

***

Κριτική της θεωρίας του Νέγκρι περί «Αυτοκρατορίας»

Ελπίζουμε ότι, κυρίως οι no global και οι «ανυπάκουοι» που καθοδηγούνται από τους Λούκα Καζαρίνι και Φραντσέσκο Καρούσο, θα προβληματιστούν για την επανεμφάνιση ενός παλιού απατεώνα του βεληνεκούς του Αντόνιο Νέγκρι.

Ο φοβερός και τρομερός «επαναστάτης» κάποιας εποχής, πράγματι, επανεμφανίστηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ που διεξήχθη στο Παρίσι πέρσι, προσπαθώντας να παρεισφρήσει στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης. Αυτή τη φορά, ωστόσο, όχι πλέον με θέσεις «υπεραριστερές» και φιλοτρομοκρατικές όπως εκείνες κατά το μεγάλο κίνημα του ’77, αλλά με ρεφορμιστικές, υπερπασιφιστικές και συνθηκολόγες, όχι πολύ μακριά από αυτές του Μπερτινότι και του Μαύρου πάπα Βοϊτίλα.

Ο Ιγκνάσιο Ραμονέ, αρχισυντάκτης της τροτσκιστικής «Λε Μοντ Ντιπλοματίκ», που διακινείται στη Ιταλία από την «Ιλ Μανιφέστο», τον παρουσίασε και τον εκθείασε ως ακολούθως: «Έχουμε μαζί μας τον διανοούμενο που περισσότερο από κάθε άλλον μας βοήθησε να καταλάβουμε τον κόσμο της παγκοσμιοποίησης».

Η «Λιμπερατσιόνε» του Κούρτσι και της Γκαλιάρντι, στο φύλλο της 14/11/2003, του αφιέρωσε έναν πομπώδη μεγάλο τίτλο: «Μη βίαιη ανυπακοή».

Μεθυσμένος από τα τόσα εγκώμια, στην παρέμβασή του, ο μεγάλος άγιος τροτσκιστής που ασπάστηκε τον πασιφισμό είπε, μεταξύ άλλων: «Σε αυτόν τον θεμελιώδη πόλεμο (σ.σ.: Αυτόν του Μπους ενάντια στο Ιράκ), πρέπει να αντιτάξουμε τη θεμελιώδη αξία της ειρήνης· να κάνουμε πράξη την ενεργό ανυπακοή, αλλά με τη μη βία, να έρθουμε σε ρήξη με την έγκριση ενός αγώνα για την εξουσία που αναπαράγει τα χαρακτηριστικά της. Η δύναμή μας και η ριζοσπαστικότητά μας έγκειται στη μη βία».

Ο δούρειος ίππος είναι το τελευταίο του βιβλίο, «Αυτοκρατορία», όπου αναμασά τις μεταφυσικές και δογματικές θεωρίες του Αγίου Αυγουστίνου, του Σπινόζα, του Βίτγκενσταϊν, τις πολιτικές του αστοφιλελεύθερου Μακιαβέλι, τις οικονομικές των ρεβιζιονιστών Κάουτσκι, Αλτουσέρ, Λούξεμπουργκ. Αυτό που προέκυψε είναι ένα δύσπεπτο μείγμα από τα πιο φθαρμένα εργαλεία του ιδεαλισμού, του ρομαντισμού, του αντικομμουνισμού, του ρεφορμισμού, του οικονομισμού, του νεορεβιζιονισμού και του τροτσκισμού.

Σε όποιον είχε το θάρρος να το καταπιεί ολάκερο, δεν θα του ξέφυγε πόσο γεμάτο είναι από κενές περιεχομένου ανοησίες και κοροϊδίες, ούτε πώς ο συγγραφέας του, ως μεγαλομανής και ναρκισσιστής, επιδιώκει να το εκθειάσει ως «ένα προφητικό μανιφέστο». Σε όποιον, αντίθετα, είχε τη «χαρά» να αφήσει αυτό το «έργο» στο κομοδίνο του, που η «Εσπρέσο» χαρακτήρισε ως «τη βίβλο του νέου κινήματος», αναφέρουμε παρακάτω την εκπληκτική και ξεκαρδιστική πρόσκληση προς τους κομμουνιστές να φορέσουν το ράσο, με την οποία ο Νέγκρι κλείνει το «αριστούργημά» του: «Υπάρχει ένας αρχαίος θρύλος που θα μπορούσε να φωτίσει το μελλοντικό δρόμο του κομμουνιστή αγωνιστή: ο θρύλος του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης. (…) Η βιοεξουσία και ο κομμουνισμός, η συνεργασία και η επανάσταση παραμένουν μαζί, απλά ερωτευμένοι και με αθωότητα. Αυτή είναι η καθαρότητα και η χαρά του να είναι κανείς κομμουνιστής.» (1).

Ποιος είναι ο σκοπός της θρησκευτικής προπαγάνδας του καθηγηταρά μας, ο οποίος συμπαθούσε το ΣΚΙ του Κράξι, ήταν φίλος του Πανέλα και θαύμαζε τον Μπόσι; Κατά την άποψή μας πάντα ο ίδιος: η εξαπάτηση και η πρόκληση σύγχυσης στις αγωνιζόμενες μάζες, η εξώθησή τους στο να παραδοθούν. Η ζωή και το έργο του Αντόνιο Νέγκρι είναι, πράγματι, ένας αντιδραστικός κύκλος γύρω από το μοναδικό δυνατό σημείο κατάληξης ενός ατομικιστή και οπορτουνιστή του χειρότερου είδους, όπως είναι αυτός: η ομολογία πίστεως και ειρηνική υποταγή στο θεό καπιταλισμό, ο οποίος είναι κατ’ αυτόν ο μοναδικός εφικτός ορίζοντας και κόσμος.

Ένα εσφαλμένο δεδομένο και μία αντιδιαλεκτική μέθοδος

Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο αποστάτης Κ. Κάουτσκι έγραφε: «Δεν θα μπορούσε, άραγε, η σημερινή ιμπεριαλιστική πολιτική να αντικατασταθεί από μια νέα υπεριμπεριαλιστική πολιτική που, στη θέση της πάλης ανάμεσα στα εθνικά χρηματοπιστωτικά κεφάλαια, να έβαζε τη γενική εκμετάλλευση του κόσμου μέσω του ενοποιημένου διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου;»(2)

Η άρνηση της ύπαρξης αντιθέσεων στο κυρίαρχο σύστημα και ο καλλωπισμός του είναι, λοιπόν, τόσο παλιά όσο και ο οπορτουνισμός.

Αν ο αποστάτης Κάουτσκι έλεγε ουλτρα-ιμπεριαλισμό ή υπερπιμπεριαλισμό αυτό που, 13 χρόνια πριν από αυτόν, ο Χόμπσον αποκαλούσε διιμπεριαλισμό, ο Αντόνιο Νέγκρι επαναλαμβάνει την αλχημεία αυτή μέσω της επινόησης μιας νέας και πιο «ψαγμένης» λέξης: η «παγκόσμια αυτοκρατορία», την οποία ορίζει ως «ο μη χώρος στον οποίο οι συγκρούσεις και οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις διάφορες διιμπεριαλιστικές δυνάμεις, από πολλές απόψεις, έχουν αντικατασταθεί από την ιδέα μίας μόνης εξουσίας και τις επικαθορίζει όλες, τις οργανώνει σε μία ενιαία δομή και τις καναλιζάρει σε μια κοινή έννοια δικαίου, η οποία είναι ξεκάθαρα μετααποικιακή και μεταϊμπεριαλιστική (…). Αυτό που εννοούμε με τον όρο «Αυτοκρατορία» δεν έχει καμία σχέση με τον ιμπεριαλισμό. (…) Αντίθετα με τον ιμπεριαλισμό», αποφαίνεται ο αρχιτροτσκιστής απατεώνας, «η αυτοκρατορία δεν δημιουργεί κανένα κέντρο εξουσίας και δεν βασίζεται σε σύνορα και σταθερούς φραγμούς. (…) Ούτε οι ΗΠΑ ούτε κανένα έθνος-κράτος δεν αποτελεί σήμερα το κέντρο ενός ιμπεριαλιστικού πρότζεκτ. Ο ιμπεριαλισμός τελείωσε. (…) H αυτοκρατορία είναι ο μη τόπος της παγκόσμιας παραγωγής, σε αυτή, η εκμετάλλευση της εργασίας που λαμβάνει χώρα δεν έχει τόπο» (3).

Όπως οι χειρότεροι τσαρλατάνοι, παρακάμπτει επιδέξια, με μεγάλες παρεκβάσεις, αραδιάζοντας εδώ κι εκεί αναφορές από την ιστορία της ανθρωπότητας, το σημείο της επιστημονικής απόδειξης αυτών των θέσεων, προσποιούμενος ότι τα αξιώματά του ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα βάσει ενός απριόρι δόγματος. Ένα δόγμα που, σαφέστατα, ωφελεί μόνο τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, τον ευρωπαϊκό, τον γαλλικό, τον αγγλικό, τον ιταλικό, τον γερμανικό, τον ιαπωνικό κλπ..

Αν κάποιος δεν αφεθεί να εξαπατηθεί από τις χιλιάδες διακοσμητικές ιδέες που σαν τα χέλια αναδύονται από τις σελίδες του βιβλίου, καταλαβαίνει εύκολα ότι το βασικό αξίωμα της «συλλογιστικής» του Νέγκρι είναι βαθιά αντιυλιστικό και αντιδιαλεκτικό, και επομένως, εσφαλμένο. Εσφαλμένος είναι επίσης και ο συνακόλουθος ανιαρός κατάλογος που προκύπτει από αυτό, αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του δημιουργήματός τους.

Και αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στους παρακάτω ισχυρισμούς για να καταλάβει σε ποιο βαθμό μεταφυσικής, ιδεαλισμού και ανορθολογισμού βασίζει τη θεωρία του: «Η έννοια της αυτοκρατορίας δεν ανάγεται σε μια τάξη ιστορικά καθορισμένη, αλλά, πρωτίστως, σε μια τάξη που, διακόπτοντας την εξέλιξη της ιστορίας, αποκρυσταλλώνει σε αιώνια τη σημερινή τάξη των πραγμάτων» (4). Έχοντας απεικονίσει αυτή την «αιώνια αυτοκρατορία» ως μια εικονική φυλακή, άτρωτη και αδιαπέραστη, εκτός τόπου και χρόνου, ισχυρίζεται ότι «το δημιουργικό κίνημα της πολλαπλότητας (…) βρίσκεται εντός της Αυτοκρατορίας και προωθεί τη συγκρότησή της, όχι όμως ως μια άρνηση που παράγει μια κατάφαση ή κάποια διαλεκτική επίλυση (…) καθώς η παρατεταμένη εποχή της διαλεκτικής έχει φτάσει στο τέλος (5)… έχει οριστικά τελειώσει» (6).

Το κατά βάθος ελάττωμα, λοιπόν, έγκειται στην αντιδιαλεκτική μέθοδο, την οποία ο ίδιος ομολογεί ότι δανείζεται από τη μεταφυσική φιλοσοφία του Α. Σπινόζα και τον υπεραντιδραστικό ανορθολογισμό του Φ. Νίτσε. Προκύπτει από αυτό ότι η «Αυτοκρατορία» δεν είναι παρά μια εκλεκτική διανοητική άσκηση αυτοαναπαραγωγής ορισμών και επίπεδων ταυτολογιών που, αναμεμειγμένες μεταξύ τους, συγκροτούν ό,τι αυτός ορίζει ως «πεδίο εμμένειας» (7) για την «γλωσσική παραγωγή της πραγματικότητας»(8).

Ένας αχταρμάς ρεβιζιονισμού, τροτσκισμού, αντικομμουνισμού και φιλελευθερισμού

Αν και, όπως έχουμε δει, τα θεμέλια της θεωρίας είναι χτισμένα στην άμμο, αξίζει να σημειώσουμε ότι, έχοντας βγάλει τη μάσκα του φαινομενικά ουδέτερου μελετητή, ο προικισμένος καθηγητής μας απρόσεκτα αφήνεται να διατυπώνει αξιολογικές κρίσεις: όπως, όταν ισχυρίζεται, για παράδειγμα, ότι «η συγκρότηση της αυτοκρατορίας είναι ένα πράγμα αφ’ εαυτού καλό» (9), ένα πράγμα απολύτως θετικό, «ένα βήμα εμπρός», καθώς φαντάζεται ότι η γέννησή της συμπίπτει «με το πολυπόθητο τέλος των ανταγωνισμών ανάμεσα σε κράτη και του ίδιου του κράτους γενικά, με τη συγχώνευση της πολιτικής εξουσίας με την οικονομική εξουσία των εταιριών, με το τέλος όλων των δομών εξουσίας που προηγήθηκαν αυτής» (10).

Στην πραγματικότητα, όπως όλοι οι ατομικιστές και οι αστοί ιδεαλιστές, ο ξερόλας μας δεν σταματά ούτε λεπτό να συγχέει εντέχνως τα ίδια του τα εγκεφαλικά κατασκευάσματα με την επιστήμη, όπως όταν επιθυμεί η αυτοκρατορία να ανταποκρίνεται στην παλιά αναρχική του ουτοπία «μιας κυβέρνησης χωρίς όργανα διακυβέρνησης» που σε αυτή ήδη «εξαφανίζεται η ατομική ιδιοκτησία» (11) των μέσων παραγωγής, ενώ ακόμα και η «οργάνωση της εργασίας» μετατρέπεται σε μια «απόλυτη δημοκρατία εν δράσει» (12)

Επιγραμματικά μόνο, σε ένα από τα κεφάλαια του τρίτου μέρους του βιβλίου με τίτλο «Μορφές μετάβασης της παραγωγής», προσγειώνεται και σκιαγραφεί μια προσπάθεια συλλογιστικής, για να αποδείξει ότι είναι ξεπερασμένη η ανάλυση του Λένιν για την ανώτερη και τελική φάση της ανάπτυξης του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού. Αντιλαμβάνεται, στην πραγματικότητα, ότι οφείλει να αυτοεπιβεβαιώσει, με κάποια ίχνη αποδείξεων, την πεποίθησή του για μια εντελώς νέα φάση της παγκόσμιας κατάστασης. Όμως, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, η προσπάθεια διάσωσης της θεωρίας του από τον σκουπιδοτενεκέ της επιστημονικής φαντασίας είναι μάταιη, καθώς ο επίδοξος θεωρητικός μας για τον «νέο κόσμο» δεν καταφέρνει να κάνει κάτι άλλο παρά να παρακάμπτει το εμπόδιο, λογοκρίνοντας σχολαστικά στους αναγνώστες τη σκέψη, την επιστημονική και υλιστική ανάλυση του Λένιν για την οικονομική ουσία του ιμπεριαλισμού, για το ζήτημα του κράτους, για τη σφοδρή κριτική του ρεφορμιστικού οικονομισμού και τις αμέτρητες και νικηφόρες πρακτικές επιβεβαιώσεις του μεγαλείου και της οικουμενικής επικαιρότητας των θεμελιωδών αρχών του λενινισμού.

Αντί να βασίζεται σε αυτόν για να κατανοήσει τον σημερινό πόλεμο και την σημερινή πολιτική κατάσταση, περιορίζεται αντίθετα στο να αναμασά και να ανακατεύει ξανά τις ρεβιζιονιστικές διαστρεβλώσεις, τις αντιλενινιστικές κριτικές των Λούξεμπουργκ, Χίλφερντινγκ, Κάουτσκι, Γκράμσι (σ.parapoda: Η κριτική, εν πολλοίς άδικη, καθότι εμφανώς επηρεασμένη από τη διαστρέβλωση του έργου του Γκράμσι από τους ιταλούς αρχιρεβιζιονιστές, έγκειται πρωτίστως στην άποψη για μη βίαιη ως επί το πλείστον επίλυση των αντιθέσεων μετά τη νίκη, πράγμα όμως που, ακόμα και μεταπολεμικά, το κομμουνιστικό κίνημα δεν είχε επιλύσει, με τον Ζντάνοφ να υποπίπτει ρητά στο ίδιο θεωρητικό λάθος), κάτι που η ιστορία του προλεταριάτου έχει ήδη στιγματίσει με το χαρακτηρισμό της προδοσίας και της αποτυχίας. Έχει, μάλιστα, το θάρρος να χαρακτηρίζει τη λογική πορεία του Λένιν «συστραμμένη»(13), – ποιος; ένα φίδι σαν κι αυτόν! Και, παραπέρα, προχωρά σε ένα κρεσέντο αντικομμουνιστικών κορωνίδων: εξαλείφει καταιγιστικά το φωτεινό μονοπάτι του Οκτώβρη για την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο: «δεν υπάρχουν πια χειμερινά ανάκτορα για να καταληφθούν» (σ.parapoda: Το 2017, «επετειακά», δήλωσε ότι υπάρχουν και είναι… οι κεντρικές τράπεζες), καθώς «δεν υπάρχει πια ούτε η πολιτική εξουσία ούτε η εξουσία των κυβερνήσεων» και «δεν υπάρχει πια ιμπεριαλισμός»· απορρίπτει στη θάλασσα την τακτική και τη στρατηγική του προλεταριάτου για την καταστροφή του ιμπεριαλισμού και του αστικού κράτους, την τύχη του οποίου ο πρώτος καθορίζει: «οι έγνοιες για την τακτική τις οποίες είχε η παλιά επαναστατική σχολή έχουν καταστεί εντελώς ξεπερασμένες: η μόνη στρατηγική που είναι κατάλληλη για αυτούς τους αγώνες είναι αυτή μιας συγκροτούμενης αντιεξουσίας που προκύπτει στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας»: δυσφημεί, με καθαρό τροτσκιστικό στυλ, την νικηφόρα ιστορική εμπειρία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, τους σοβιετικούς (που, γράφει, «θυσίασαν την ελευθερία» (14)) και τον κύριο ιθύνοντά τους Στάλιν (συγκρίνοντάς τον με τον Χίτλερ και τον Ιβάν τον Τρομερό)· κόβει-ράβει σχεδόν πλήρως τη ζωή και το έργο του Μάο· εξαφανίζει, με τρικ ενός ταχυδακτυλουργού, ακόμα και τον Μαρξ και τον Ένγκελς: δηλαδή, την κύρια αντίθεση του καπιταλισμού ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο, ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο την οποία αυτοί ανακάλυψαν, ανέλυσαν και της οποίας την επίλυσή υπέδειξαν, αναδεικνύοντας την αναγκαιότητα της προλεταριακής επανάστασης. Έτσι, γίνεται ξεκάθαρο ότι ο κύριος πολιτικός στόχος του κειμένου του Νέγκρι είναι να πείσει τους αναγνώστες ότι ο μαρξισμός-λενινισμός και η πάλη για τον σοσιαλισμό είναι πλήρως άχρηστοι και ξεπερασμένοι.

Μια προσβολή προς τον Μαρξ

Πώς είναι δυνατόν, τότε, το «Τάιμ», σχολιάζοντας το βιβλίο, να χαρακτηρίζει τους συγγραφείς του «μαρξιστές»; Επειδή ο Νέγκρι είναι πονηρός και μόλις συνειδητοποιεί ότι ανακαλύπτεται, θυμάται καλά ότι υπήρξε ένας έμπειρος ρεβιζιονιστής και δεν έχει καμία συστολή να αξιοποιήσει δόλια μία υποτιθέμενη σύνδεση της θεωρίας της Αυτοκρατορίας με τον μαρξισμό, προκειμένου να καταπλήσσει τους πλέον αφελείς αναγνώστες και να προσεγγίζει ένα πιο πλατύ κοινό. Και εδώ, επίσης, το κόλπο είναι παλιό: επίκληση του μεγάλου δασκάλου του προλεταριάτου, αναθεώρησή του και καλουπάρισμα της σκέψης του, προκειμένου να προσδώσει κύρος και ένα κάλυμμα «μεγαλοπρέπειας» στους δικούς του αντεπαναστατικούς μηρυκασμούς.

«Αντιληφθήκαμε αυτή την αλλαγή από παρόμοια σκοπιά από αυτή με την οποία ο Μαρξ, στο Κεφάλαιο, μας προσκαλεί να εγκαταλείψουμε τη θορυβώδη σφαίρα της ανταλλαγής, ώστε να διεισδύσουμε στα άντρα της παραγωγής» (15), λέει πομπωδώς και, σε ένα άλλο απόσπασμα: «επιμένουμε να υποστηρίζουμε ότι η Αυτοκρατορία συνιστά ένα βήμα εμπρός στο δρόμο για την απαλλαγή από τη νοσταλγία για δομές εξουσίας που προηγήθηκαν αυτής. (…) Υποστηρίζουμε ότι η Αυτοκρατορία είναι καλύτερη από ό,τι προηγήθηκε αυτής, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ επέμενε ότι ο καπιταλισμός ήταν καλύτερος από τις μορφές κοινωνίας και τρόπους παραγωγής που αντικατέστησε (…) Κατά τον ίδιο τρόπο, ακόμα και σήμερα βλέπουμε την Αυτοκρατορία να σαρώνει τα σκληρά καθεστώτα της σύγχρονης εξουσίας [ποιας τάξης;] και να αυξάνει τις δυνατότητες για απελευθέρωση [από ποιον;]»(16)

Σε ένα άλλο απόσπασμα, πάνω στις λάθος γραμμές ενός παλιού ρεφρέν ρεβιζιονιστών και ρεφορμιστών, υποστηρίζει ότι υπάρχει συμφιλίωση και τεχνητός διαχωρισμός στην Αυτοκρατορία ανάμεσα στις δύο αντιτιθέμενες και αντιπαρατιθέμενες κοσμοαντιλήψεις, την αστική και την προλεταριακή: «Οι δύο μεγάλες ιδεολογίες της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας είναι η φιλελεύθερη ιδεολογία, που βασίζεται στην ειρηνική από κοινού δράση των νομικών μορφών και τη μετουσίωση στην αγορά, και η σοσιαλιστική ιδεολογία, που αποσκοπεί σε μια διεθνή διάσταση μέσω της οργάνωσης των αγώνων και τη μετουσίωση του δικαιώματος (…) είναι ορθό να υποστηρίζει κανείς ότι αυτές οι δύο εξελίξεις της έννοιας του δικαιώματος, που έχουν λάβει χώρα παράλληλα κατά τους αιώνες της νεωτερικότητας, τείνουν σήμερα να είναι ενοποιημένες και εκπροσωπούμενες σε μία και ενιαία κατηγορία; Εμείς υποστηρίζουμε πως έτσι έχουν τα πράγματα, και ότι στην μεταμοντέρνα εποχή, η έννοια του δικαιώματος πρέπει να κατανοείται με τους όρους της έννοιας της Αυτοκρατορίας»(17).

Με τον ίδιο τρόπο, και χωρίς να φοβάται μήπως γελοιοποιηθεί, αναπαράγει μια θεωρία του αρχιρεβιζιονιστή Αλτουσέρ, σύμφωνα με την οποία «το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» των Μαρξ και Ένγκελς και ο «Ηγεμόνας» του Μακιαβέλι έχουν δήθεν πολλά κοινά μεταξύ τους, ανάμεσα στα οποία, γράφει ρητά ο Νέγκρι, το γεγονός ότι: «ορίζουν ως πολιτικό την κίνηση της πολλαπλότητας και εντοπίζουν το σκοπό του στην αυτοπαραγωγή του υποκειμένου. Και στις δύο περιπτώσεις, έχουμε μια υλιστική τελεολογία», «ένα κενό για το μέλλον» (18).

Μελετώντας πιο ενδελεχώς το κείμενο, ανακαλύπτει κανείς έναν Μαρξ χαμαιλέοντα, που γίνεται, όταν χρειάζεται, αναρχικός, φιλελεύθερος της ελεύθερης αγοράς, δειλός πασιφιστής, επιπόλαιος και ανέμελος διανοούμενος, ακόμα και ιησουίτης (Ο Μαρξ, επομένως, δεν είναι και τόσο διαφορετικός «από τον επίσκοπο Λας Κάζας»), από τη σκέψη του αφαιρείται η ζωτική ουσία και εξάγονται τσιτάτα ευκολοχώνευτα από την εξουσία της αστικής τάξης και προσαρμόσιμα στις θέσεις του Νέγκρι. Όμως, όπως και να ‘χει, ο ήρωάς μας αγαπά να περνά από το σαλόνι στην κουζίνα, όπου, μεταξύ της μιας φλυαρίας και της άλλης, προετοιμάζει τους αναγνώστες στην ακόλουθη και αρκετά δύσπεπτη φιλοσοφικοπολιτική σαλάτα: «Η μακιαβελική ελευθερία, η σπινοζική επιθυμία και το ζωντανό έργο του Μαρξ είναι έννοιες που κατέχουν μια αναμφισβήτητη δύναμη μετασχηματισμού», η οποία «συνίσταται, πάνω από όλα, στην ικανότητά τους να αναπτύσσουν προβληματισμούς οντολογικής τάξης».

«Αυτή είναι η άρρητη εναλλακτική στη σκέψη του Λένιν: ή παγκόσμια επανάσταση ή Αυτοκρατορία», ισχυρίζεται ο Νέγκρι και σχολιάζει: «Υπάρχει μια βαθιά αναλογία μεταξύ αυτών των δύο επιλογών» (19). Έπειτα, εν μέσω ντελίριου, επινοεί από το πουθενά ότι «στους τόμους του Κεφαλαίου που λείπουν», ο Μαρξ σκιαγραφούσε ακριβώς τη θεωρία του για την Αυτοκρατορία. Για δες!

Δεν χρειάζεται, σε αυτό το σημείο, να αποδείξουμε ότι ο Νέγκρι, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως «κομμουνιστής», με τον Μαρξ και τον Λένιν δεν έχει καμία σχέση, όπως δεν έχει καμία σχέση ούτε με τον ιστορικό υλισμό, όπως μπορεί να συναχθεί από την ιδεαλιστική μυθοποίηση, χαρακτηριστικό πολλών φιλελεύθερων μελετητών, που καταλαμβάνει τα κεντρικά κεφάλαια του βιβλίου του: «Αυτή είναι η πραγματική αφετηρία της μελέτης μας για την Αυτοκρατορία: μια νέα αντίληψη περί δικαίου, ή, καλύτερα, μια αναμόρφωση της εξουσίας και ένα νέο σχήμα της παραγωγής των κανόνων και των νομικών εργαλείων εξαναγκασμού που χρησιμοποιούνται για την διασφάλιση των συμφωνιών και την επίλυση των συγκρούσεων» (20).

Εν ολίγοις, στόχος του είναι να προσδώσει δικαιοδοσία και ένα σταθερό «Σύνταγμα» στην ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση. Και είναι για αυτό το λόγο που ο κύριος Νέγκρι επιτίθεται με τόσο πάθος ενάντια σε όλες τις θεμελιακές αρχές του λενινισμού και ενάντια σε όλη την ιστορική εμπειρία του διεθνούς προλεταριάτου. Και είναι για αυτό που, αφού χρησιμοποίησε τον Μαρξ, τον πετάει για να αγκαλιάσει τους Νίτσε και Μακιαβέλι: «η υποστηριχθείσα από τους Μαρξ και Ένγκελς θέση περί σύμπτωσης παραγωγικού προτσές και απελευθερωτικού προτσές, στη μετανεωτερική εποχή, είναι απολύτως αδιανόητη. Είναι λοιπόν από τη μετανεωτερική μας σκοπιά που οι όροι του μακιαβελικού μανιφέστο φαίνονται να είναι ξανά επίκαιροι». Ο ίδιος γράφει ότι η «νέα» του κοσμοαντίληψη είναι ένας «μετανεωτερικός ρεπουμπλικανισμός». Όμως, δεν θα μπορούσε, άραγε, να πει ευθέως ότι οι δάσκαλοί του, οι αρχηγοί του, οι προφήτες του και οι υπεράνθρωποί του είναι άτομα όπως οι Μπους, Μπερλουσκόνι και Μπόσι και ότι το αφεντικό του κούφιου του κεφαλιού είναι το κεφάλαιο, χωρίς να μας πλήττει με τόσο εκλεκτικισμό παγωνιού;

Κάλεσμα για συνθηκολόγηση με τον ιμπεριαλισμό

Η κατάληξη όλης αυτής της απάτης δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από μια εξύμνηση της συνθηκολόγησης των καταπιεζόμενων και του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης με την κυριαρχία του ιμπεριαλισμού, ένα πολιτικό μανιφέστο του πιο σάπιου και φθαρμένου ρεφορμισμού της νέας παγκοσμιοποίησης: «το πολιτικό καθήκον μας δεν είναι, για να το πούμε έτσι, απλώς το να αντιστεκόμαστε σε αυτά τα προτσές, αλλά να τα αναδιοργανώσουμε, να τα αναπροσανατολίσουμε προς νέους σκοπούς. Αντί για αντίσταση στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, χρειάζεται να επιταχύνουμε την πορεία της. Οι δημιουργικές δυνάμεις της πολλαπλότητας που υποστηρίζουν την αυτοκρατορία είναι σε θέση να οικοδομήσουν αυτόνομα μια αντι-Αυτοκρατορία, μια πολιτική οργάνωση εναλλακτική στις παγκόσμιες ροές και ανταλλαγές. Οι αγώνες που στοχεύουν (…) στην οικοδόμηση μιας πραγματικής εναλλακτικής, θα διεξαχθούν στο ίδιο το έδαφος της Αυτοκρατορίας (…) Μέσω αυτών (…) το πλήθος θα κληθεί να επινοήσει νέες μορφές δημοκρατίας και μια νέα συντακτική εξουσία που, μια μέρα, θα μας οδηγήσει, μέσα από την Αυτοκρατορία, ως το ξεπέρασμα της τελευταίας.» (21)

Ακόμα πιο χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα στο οποίο ο Νέγκρι αποκαλύπτεται ανοιχτά, όταν επιδιώκει να πείσει τους αναγνώστες ότι ο μόνος ορθός δρόμος είναι αυτός της παραίτησης, της έγκρισης, της συνεργασίας με το κυρίαρχο σύστημα. Ας ακούσουμε τα λόγια του, που θα ήταν ακόμα πιο διαφωτιστικά αν, σε μια στιγμή μετριοφροσύνης, χρησιμοποιούσε πρώτο ενικό: «Είμαστε υποχρεωτικά αναγκασμένοι να αντιληφθούμε ότι είμαστε μπλεγμένοι σε αυτή την εξέλιξη και ότι καλούμαστε να είμαστε υπεύθυνοι για ό,τι συμβαίνει εντός αυτού του πλαισίου. Η ιδιότητά μας ως πολιτών και η ηθική μας ευθύνη ενυπάρχουν σε αυτές του τις διαστάσεις – η δύναμή μας και η αδυναμία μας βρίσκουν τα μέτρα τους εκεί. Θα μπορούσαμε να πούμε, με καντιανούς όρους, ότι η εσωτερική ηθική μας διάθεση, τη στιγμή που συγκρούεται με την κοινωνική τάξη πραγμάτων, τείνει να καθορίζεται από τις ηθικές, πολιτικές και νομικές κατηγορίες της Αυτοκρατορίας.» (22)

Συνοψίζοντας, η θεωρία της «Αυτοκρατορίας» του Νέγκρι, δεν είναι παρά μια «μοντέρνα» εκδοχή των πλέον αντιδραστικών θεωριών των βασικότερων ιθυνόντων της Β’ Διεθνούς. Τον επικεφαλής της, ο Λένιν τον έκρινε ως εξής: «η τάση του Κάουτσκι είναι να συσκοτίζει τους βαθιούς ανταγωνισμούς που διέπουν τον ιμπεριαλισμό – μια στάση που αναπόφευκτα μετατρέπεται σε καλλωπισμό του ιμπεριαλισμού. Όποιες και να ήταν οι επιθυμίες των άγγλων μεγιστάνων και του συναισθηματικού Κάουτσκι, το αντικειμενικό νόημα της «θεωρίας» του είναι μόνο ένα: να παρηγορεί τις μάζες με τον πλέον αντιδραστικό τρόπο, με την ελπίδα για μια πιθανή μόνιμη ειρήνη εντός του καθεστώτος του καπιταλισμού, εκτρέποντας την προσοχή από τους οξείς ανταγωνισμούς και τα οξύτατα σημερινά προβλήματα και στρέφοντάς την σε ψεύτικες προοπτικές ενός δήθεν νέου και μελλοντικού «υπεριμπεριαλισμού». Εξαπάτηση των μαζών: πέραν αυτού, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα στη «μαρξιστική» θεωρία του Κάουτσκι.» (23)

Ο σ. Τζιοβάνι Σκουντέρι, γ.γ. του ΜΛΚΙ, εξηγεί ότι «οι ρεβιζιονιστές και νεορεβιζιονιστές πολιτικοί απατεώνες, που παραπλανούν το προλεταριάτο και τους αριστερούς νεολαίους, έχουν αντικαταστήσει τον ιμπεριαλισμό με την κατηγορία της «Αυτοκρατορίας», ώστε να μην επικεντρώνουν την προσοχή τους στον καπιταλισμό, στη διάκριση ανάμεσα σε δίκαιους και άδικους πολέμους» («η παραδοσιακή έννοια του δίκαιου πολέμου», γράφει ο κ. Νέγκρι, «επιφέρει τον εκχυδαϊσμό του πολέμου και την εκτίμησή του ως ενός ηθικού εργαλείου: δύο υποθέσεις απόλυτα απορριπτέες από τη σύγχρονη πολιτική σκέψη» (24)), για να αποτρέπουν την ένοπλη εξέγερση των καταπιεζόμενων από τον ιμπεριαλισμό λαών και τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο. Κατ’ αυτούς, δεδομένης της νέας κατάστασης, η μη βία και η πολιτική ανυπακοή είναι δήθεν οι μοναδικές μορφές πάλης που είναι κατάλληλες για να ζούμε εν ειρήνη και να επιλύονται οι κοινωνικές συγκρούσεις.»(25)

Είναι ακριβώς έτσι: ο Αντόνιο Νέγκρι ανήκει σε αυτή τη μεγάλη στρατιά λακέδων που θέλουν να φυλακίσουν το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης με τις δειλές τροχοπέδες του ρεφορμισμού, του πασιφισμού και της απόλυτης μη βίας ή, στην καλύτερη, και συμπτωματικά, να το κατευθύνουν προς τον αναρχοειδή ουτοπικό ριζοσπαστισμό μικροαστικού τύπου. Το επαναλαμβανόμενο κάλεσμά του είναι σε αγώνα όχι για την καταστροφή του ιμπεριαλισμού, αλλά για την αναμόρφωσή του, για την ενίσχυσή του, και αυτό αποδεικνύει άλλη μια φορά ότι η ισορροπημένη επιβίωση του συστήματος είναι που τον νοιάζει περισσότερο από καθετί άλλο.

Για να ηρεμήσει και να συγκρατήσει τις τάξεις, τους λαούς και τα έθνη που καταπιέζονται και μαραζώνουν κάτω από το ζυγό του ιμπεριαλισμού, όλοι αυτοί επινοούν την ουτοπία ότι μπορούν να απομακρυνθούν από πάνω τους οι πιο ειδεχθείς συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, με την διατύπωση νέων κανόνων, νέων νόμων και νέας ηθικής σε αυτήν, με τον «εξανθρωπισμό» της, ώστε να επιτραπεί μια πραγματικά παγκόσμια ανάπτυξη, η «αναδιανομή του εισοδήματος», η αιώνια ειρήνη και η οικουμενική αδελφοσύνη.

Στην περίπτωση του ήρωά μας, η θέση του περί «ανυπαρξίας των διχοτομιών και των δυαδισμών», του δίνει το ελευθέρας να ονειρεύεται και να λαχταρά την εξαφάνιση του νευραλγικού κέντρου του ταξικού εχθρού, της πολιτικής εξουσίας του αστικού κράτους, και να ισχυρίζεται ότι είναι άχρηστα όλα τα εργαλεία τακτικής και στρατηγικής, όλες οι θεωρητικές, ιδεολογικές και πρακτικές αναφορές, όλες οι μορφές αγώνα που αποδείχτηκαν νικηφόρες τον περασμένο αιώνα για τις τάξεις, τους λαούς και τα έθνη που καταπιέζονται από τον ιμπεριαλισμό. Και όλα αυτά για να εκπληρώσει το καθήκον που οι ιμπεριαλιστές τού ανέθεσαν: να θεωρητικοποιήσει και να προπαγανδίζει την ειρηνική και μη βίαιη συμφιλίωση, ή την ανυπαρξία (που, στην τελική, είναι το ίδιο πράγμα) των αντιθέσεων ανάμεσα στην «Αυτοκρατορία» και τα αντιιμπεριαλιστικά αγωνιστικά κινήματα της τρίτης χιλιετίας. «Όλες οι συγκρούσεις, οι κρίσεις και οι διαμαρτυρίες», γράφει ο Νέγκρι, «προωθούν το προτσές της ολοκλήρωσης και, στον ίδιο βαθμό, απαιτούν μια ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας. Η ειρήνη, η ισορροπία και η παύση της σύγκρουσης είναι οι αξίες προς τις οποίες όλα κατευθύνονται.» (26)

Παραφράζοντας την σκέψη του, μπορούμε να πούμε ότι η ειρήνη, η ισορροπία και η παύση της σύγκρουσης για την καταπολέμηση της αστικής τάξης και του καπιταλισμού είναι οι αξίες προς τις οποίες όλη η συλλογιστική του Νέγκρι κατευθύνεται.

Ένα έμεσμα εναντίον του προλεταριακού διεθνισμού

«Σήμερα, οφείλουμε ξεκάθαρα να αναγνωρίσουμε – γράφει ο Νέγκρι με τη βιασύνη της επιθυμίας – ότι η εποχή αυτού του προλεταριακού διεθνισμού έχει τελειώσει» (27). Οι αντιαποικιακοί και αντιιμπεριαλιστικοί αγώνες του 20ού αιώνα ήταν μόνο ένας ιός που προηγήθηκε και προεικόνισε τη διαμόρφωση της Αυτοκρατορίας. «Η ίδια ασυγκράτητη επιθυμία για ελευθερία που κατέστρεψε και έθαψε το έθνος-κράτος και που καθόρισε τη μετάβαση στην Αυτοκρατορία ζει ίσως κάτω από τις στάχτες του παρόντος, τις στάχτες της φωτιάς που έκαψε το προλεταριακό διεθνιστικό υποκείμενο, στο κέντρο του οποίου υπήρχε η βιομηχανική εργατική τάξη» (28). «Οι σημερινοί αγώνες είναι διαφορετικοί, έχουν καταστεί «μη επικοινωνήσιμοι» και «καταστρέφουν την παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα στους οικονομικούς και τους πολιτικούς», για αυτό, η επιμονή στον παλιό ορισμό στρατηγικής και τακτικής μπορεί δήθεν να μην έχει πια καμία χρησιμότητα, γιατί «δεν υπάρχουν πια αδύναμοι κρίκοι της αλυσίδας». Το αντικομμουνιστικό έμεσμά του πέφτει πάνω ως και στα τραγούδια του αγώνα: «Η ‘Διεθνής’ ήταν ο ύμνος των επαναστατών, το τραγούδι των μελλοντικών ουτοπιστών. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η ουτοπία που εκφραζόταν σε αυτά τα συνθήματα δεν είναι πραγματικά διεθνιστική, αν με διεθνισμό εννοούμε ένα είδος ομοθυμίας ανάμεσα στις διάφορες εθνικές ταυτότητες για τη διατήρηση των διαφορών τους και τη διαπραγμάτευση κάποιων περιορισμένων συμφωνιών» (29).

Πάντως, σε αυτή την περίπτωση, αξίζει συγχαρητήρια, γιατί κατάφερε, παίζοντας τον «παπά», να δώσει έναν ορισμό του προλεταριακού διεθνισμού πλήρως εθνικιστικό και διαταξικό. Ωστόσο, καταφέρνει να το κάνει ακόμα καλύτερο, θεωρητικοποιώντας, ισχυριζόμενος ότι δήθεν ο διεθνισμός και οι απελευθερωτικοί αγώνες των λαών είχαν φτάσει το στόχο τους, γεννώντας και τελειώνοντας οι ίδιοι με τη γέννηση της Αυτοκρατορίας: «Η διεθνιστική αλληλεγγύη ήταν πραγματικά ένα σχέδιο για την καταστροφή του έθνους-κράτους και για την οικοδόμηση μιας νέας παγκόσμιας κοινότητας… Θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό και να πει ότι ο προλεταριακός διεθνισμός νίκησε υπό το φως της σημερινής παρακμής των εθνών-κρατών με το πέρασμα προς την παγκοσμιοποίηση και την Αυτοκρατορία» (30).

Άλλος ένας εχθρός της εργατικής τάξης

Από παραλογισμό σε παραλογισμό, και από ντελίριο σε ντελίριο, ο Αντόνιο Νέγκρι υποστηρίζει ότι «Η εργατική τάξη έχει εκθρονιστεί από την προνομιακή της θέση στην καπιταλιστική οικονομία και από την ηγεμονική θέση της στην ταξική σύνθεση του προλεταριάτου. (…) Ανάμεσα σε διάφορες μορφές της παραγωγής που υπάρχουν σήμερα, αυτή της άυλης εργατικής δύναμης (που έχει να κάνει με την επικοινωνία, με τη συνεργασία και με την παραγωγή και αναπαραγωγή συναισθημάτων) καταλαμβάνει μια όλο και πιο κεντρική θέση τόσο στο σχήμα της καπιταλιστικής παραγωγής όσο και στη σύνθεση του προλεταριάτου (…) όλες αυτές οι μορφές εργασίας υπάγονται στην καπιταλιστική παραγωγή και ακριβώς αυτή η ύπαρξή τους στο εσωτερικό του κεφαλαίου, προς υποστήριξη του κεφαλαίου είναι αυτό που ορίζει το προλεταριάτο ως τάξη» (31).

Εδώ, οι εσφαλμένες θέσεις του Νέγκρι συνδέονται με την παλιά του περιφρόνηση και μίσος προς την επαναστατική δυνατότητα του βιομηχανικού εργάτη. Ο ιδεολόγος της «εργατικής αυτονομίας», εκείνα τα χρόνια, επινοούσε τον όρο «κοινωνικός εργάτης» ως το νέο επαναστατικό υποκείμενο για να αντικαταστήσει τον μαρξισμό και την κεντρικότητα της εργατικής τάξης με τον ρεβιζιονισμό και την κεντρικότητα της «περιοχής της εκμετάλλευσης που είναι παρούσα στο πεδίο», τους λεγόμενους «μη διασφαλισμένους», τους φοιτητές, τους ανέργους, τους επισφαλείς, τους εργαζόμενους «μαύρα», τους κατοίκους των παραγκουπόλεων, το υποπρολεταριάτο των προαστίων. Κοινωνικές δυνάμεις που θα έπρεπε να συσπειρώνονται γύρω από την εργατική τάξη, που έχουν συμφέρον και φυσικά ωθούνται στη συμμαχία με αυτή, μυθοποιούνται από αυτόν ως αντικαταστάτριες της πρώτης και ωθούνται σε μια φυγή προς τα εμπρός για τη συντριβή του στερεωμένου αστικού κρατικού μηχανισμού.

Τέτοιες θεωρίες οδήγησαν το Κίνημα του ’77, ή μέρος αυτού, στη διάλυση, σπατάλησαν τη μεγάλη δυναμική του και το παρέδωσαν στο αστικό κράτος στο πιάτο του, στη δεξιά της Χριστιανικής Δημοκρατίας και του Κράξι και τον ρεφορμισμό, τον οποίο οι «αυτόνομοι», έναν καιρό, έλεγαν ότι «θέλουν να χτυπήσουν κατάκαρδα». Σήμερα, ο Νέγκρι επικαιροποιεί τις θέσεις του και, πάντοτε ενάντια στον Μαρξ, υποστηρίζει ότι «ο κεντρικός ρόλος της εργατικής δύναμης του μεγάλου εργοστασίου στην παραγωγή της υπεραξίας, σήμερα, έχει κύρια αναληφθεί από μια πνευματική, άυλη και επικοινωνιακή εργατική δύναμη. Είναι, επομένως, απαραίτητη η εκπόνηση μιας νέας πολιτικής θεωρίας της αξίας» (32). Σα να λέμε ότι, στο κέντρο του παραγωγικού συστήματος, βρίσκονται ανέμελοι στοχαστές σαν αυτόν.

Πέραν της παθολογικής μεγαλομανίας της προσωπικότητας, ο κύκλος αυτών των ιδεών κλείνει ξεκάθαρα με την ωμή αντιδραστική και αντικομμουνιστική δήλωση που περιέχεται στην «Αυτοκρατορία»: «ο σκοπός του προλεταριάτου, ως τάξη, είναι αυτός του να δίνει υποστήριξη στο κεφάλαιο» (33). Και μαζί με την εξαφάνιση της παραγωγικής κεντρικότητας και του ιστορικού ρόλου της εργατικής τάξης από αυτόν τον μάγο και με την προφανή επίθεση στην αναγκαιότητα να υπάρχει προλεταριακή-επαναστατική πρωτοπορία οργανωμένη σε ένα κόμμα μπολσεβικικού τύπου, χαρακτηρίζει άχρηστη ακόμα και την ύπαρξη συνδικάτου εργαζομένων. Εξαφανίζει, έτσι, και την ταξική πάλη, ακόμα και την ύπαρξη των τάξεων γενικά. Έχοντας απορρίψει την ίδια την έννοια του λαού, στο κεφάλι του, τελικά, δεν μένει τίποτε άλλο από τη φιλελεύθερη και οικουμενική κατηγορία της «ανθρωπότητας», που έχει επαναχαρακτηριστεί ως «πλήθος» και νοείται ως «η οικουμενικότητα των ελεύθερων παραγωγικών πρακτικών» (34), καθώς και οι αστικές και αφηρημένες έννοιες περί δημοκρατίας, δικαιοσύνης, ελευθερίας, αξιοπρέπειας.

«Ποιος έχει πάρει τη θέση αυτού του υποκειμένου [της βιομηχανικής εργατικής τάξης]; Με ποια έννοια μπορούμε να λέμε ότι το οντολογικό ρίζωμα μιας νέας πολλαπλότητας πρέπει να γίνει ένας παράγοντας θετικός ή εναλλακτικός στη διάρθρωση της παγκοσμιοποίησης;» «Πρέπει να καταλάβουμε πώς μια πολλαπλότητα μπορεί να γίνει ένα πολιτικό υποκείμενο στο πλαίσιο της Αυτοκρατορίας.»  Για να κάνει τι; «Η μόνη εναλλακτική» είναι να επιδοθούμε στον εθελοντισμό και να παλέψουμε για να έχουμε στη διοίκηση της Αυτοκρατορίας μιας «κυβέρνησης επεκτατικής και ριζωμένης στην κοινωνία», μιας κυβέρνησης «πολιτών» και «δημοκρατικής».

Το αντιδραστικό πνεύμα του Νέγκρι δεν βλέπει άλλη δυνατότητα παρά, εν συντομία, τον αστικό ρεφορμισμό, πασπαλισμένο με αυθορμητισμό και φραξιονισμό: «Η μη επικοινωνησιμότητα των αγώνων της πολλαπλότητας (…) είναι, στην πραγματικότητα, ένα πλεονέκτημα και όχι ένα μειονέκτημα, γιατί όλα αυτά τα κινήματα είναι άμεσα υπονομευτικά από μόνα τους και δεν περιμένουν κανενός είδους βοήθεια εξωτερική ή επεκτατική που να εγγυάται την αποτελεσματικότητά τους» (35)

Δύο διεκδικήσεις: Ο κοινωνικός μισθός και το εγγυημένο εισόδημα

Αναφορικά με τις στρατηγικές διεκδικήσεις, αυτές περιορίζονται στις νεοφιλελεύθερες, αυτές ενός «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για τους πολίτες και ενός κοινωνικού μισθού για όλους», γιατί «η πολλαπλότητα είναι η μεμονωμένη εξουσία μιας νέας πόλης» που παλεύει «για το δικαίωμα στην παγκόσμια ιθαγένεια». Χρειάζεται να απαιτείται «απλώς το νομικό στάτους του πληθυσμού να μεταρρυθμιστεί σε αντιστοιχία με τους οικονομικούς μετασχηματισμούς των τελευταίων χρόνων (…) Το πολιτικό αίτημα είναι αυτό το τετελεσμένο της καπιταλιστικής παραγωγής να αναγνωριστεί νομικά και όλοι οι εργάτες να αποκτήσουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Στην πραγματικότητα, αυτό το πολιτικό αίτημα επιμένει στη νεωτερικότητα για τη βασική σύγχρονη συνταγματική αρχή που συνδέει δικαίωμα και εργασία και αποζημιώνει με την απόδοση ιθαγένειας τον εργάτη που δημιουργεί κεφάλαιο».(36)

Ας δει κανείς προσεκτικά πως, πέρα από το διάταγμα του ρωμαίου αυτοκράτορα Καρακάλλα, ο οποίος απέδωσε για πρώτη φορά την ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη στους βάρβαρους πληθυσμούς που του υποτάσσονταν και εργάζονταν για την αυτοκρατορία, αυτή η συλλογιστική του Νέγκρι συμπίπτει με τους σκοπούς της υποδουλωτικής, ρατσιστικής, ξενοφοβικής και φασιστικής νομοθεσίας που θέλουν οι Μπόσι και Φίνι για τη μετανάστευση, οι οποίοι, χωρίς κάποια δυσκολία, θα μπορούσαν να συνυπογράφουν το ως άνω νεοπαγκοσμιοποιητικό πρόγραμμα που προπαγανδίζει ο Νέγκρι: «Η πολλαπλότητα απαιτεί κάθε μεμονωμένο κράτος [μα δεν έχουν εξαφανιστεί;] να αναγνωρίσει νομικά τις μεταναστεύσεις που είναι απαραίτητες για το κεφάλαιο και, σε δεύτερη φάση, απαιτεί έναν έλεγχο σε αυτές τις ίδιες τις κινήσεις» (37).

Ενώ για τους ανέργους που παλεύουν για σταθερό μισθό, για πλήρη μισθό και πλήρες ωράριο, συνταγματικά προστατευόμενο, δωρίζει αυτή την απολογία και δικαιολόγηση της ανεργίας: «η απόρριψη της εργασίας αποτελεί την απαρχή της κοινωνικής επανάστασης». Γενικότερα, απευθυνόμενος ευθέως στον φτωχό και τον σύγχρονο σκλάβο, ο πλουσιότατος προφήτης μας προτείνει να είναι «περήφανοι για την προνομιακή τους κατάσταση», γιατί «δεν είναι μόνο στον κόσμο, αλλά είναι η μόνη δυνατότητα του κόσμου»,  γιατί «είναι η πιθανή κατάσταση οποιασδήποτε μορφής παραγωγής» (38) και τους προσκαλεί να κάνουν μια σύγκριση με τη μεσαιωνική εποχή και να περιμένουν την ανάληψη στον παράδεισο: «επιτρέψτε μας να συμπεράνουμε – γράφει πράγματι – μια τελευταία αναλογία που έχει να κάνει με την καταγωγή του χριστιανισμού και την επέκτασή του κατά την παρακμή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Σε αυτό το προτσές αναδείχτηκε μια τεράστια δυναμική της υποκειμενικότητας που εδραιώθηκε από τη διατύπωση, από ένα σχέδιο χιλιαστικό, μιας προφητείας για έναν κόσμο που θα ερχόταν. Αυτή η νέα υποκειμενικότητα εκπροσωπούσε μια απόλυτη εναλλακτική έναντι του πνεύματος του αυτοκρατορικού δικαιώματος, μια νέα οντολογική βάση» (39).

Ένα συντομότατο συμπέρασμα

Για όλες τις τερατουργίες στις οποίες έγινε αναφορά παραπάνω και για τις τόσες ακόμα που δεν μπορέσαμε να παραθέσουμε (40), ελπίζουμε ότι ο Αντόνιο Νέγκρι θα καταταχθεί στην πολιτική κατηγορία που του αξίζει: στις τάξεις των απατεώνων και των εχθρών του λαού!

Σημειώσεις

1) Αντόνιο Νέγκρι και Μάικλ Χαρντ, Αυτοκρατορία, η νέα τάξη της παγκοσμιοποίησης, εκδ. Ριτσόλι, σ.σ. 381 και 382

2) Λένιν, Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, εκδ. Ριουνίτι, σ.159

3) Αυτοκρατορία, σ. 14, 15 και 26

4) ό.π., σ.σ.16 και 199

5) ό.π., σ. 287

6) ό.π., σ. 375

7) ό.π., σ. 80

8) ό.π., σ. 48

9) ό.π., σ. 55

10) ό.π., σ. 26

11) ό.π., σ. 283

12) ό.π., σ. 378

13) ό.π., σ. 220

14) ό.π., σ. 355

15) ό.π., σ. 18

16) ό.π., σ. 56

17) ό.π., σ. 28

18) ό.π., σ. 74

19) ό.π., σ. 222

20) ό.π., σ. 26

21) ό.π., σ.σ. 16 και 17

22) ό.π., σ. 35

23) Λένιν, Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, εκδ. Ριουνίτι, σ.σ.159-160

24) ό.π., σ. 29

25) Τζ.Σκουντέρι, ομιλία στην 3η ολομέλεια της 4ης Κ.Ε. του ΜΛΚΙ, εφημερίδα Ο Μπολσεβίκος, ν. 23/2003.

26) Αυτοκρατορία, σ. 30

27) ό.π., σ. 61

28) ό.π., σ. 63

29) ό.π., σ. 61

30) ό.π., σ. 61

31) ό.π., σ.σ. 64-65

32) ό.π., σ. 44

33) ό.π., σ. 61

34) ό.π., σ. 296

35) ό.π., σ. 68

36) ό.π., σ. 370

37) ό.π., σ. 370

38) ό.π., σ.σ.152- 154

39) ό.π., σ. 36

40) Ο Νέγκρι στη σ.113 κάνει λόγο για «υποδειγματική πειθαρχία του γερμανικού λαού» προς το καθεστώς του Χίτλερ, για την «πολιτική και στρατιωτική ανδρεία» του και χαρακτηρίζει «παράπλευρες απώλειες» το Άουσβιτς και το Μπούχενβαλντ. Σε άλλο απόσπασμα, στη σ. 310, υποστηρίζει ότι «ο τρίτος κόσμος δεν υπήρξε ποτέ» (σ.parapoda: συγκεκριμένα, μόνο από τη σκοπιά του «πρώτου» θεωρεί ότι υπήρξε), σε άλλο, πάλι, στη σ. 314, υποστηρίζει με πάθος ότι «Η Αυτοκρατορία έχει δουλειά για όλους!» και «όσο περισσότερο η εργασία είναι απορυθμισμένη τόσο περισσότερο υπάρχει εργασία».

Μετάφραση parapoda. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στα ιταλικά στην ιστοσελίδα του Μαρξιστικού Λενινιστικού Κόμματος Ιταλίας (PMLI)

Tagged: , ,

Σχολιάστε