Σχετικά με θέσεις και δράσεις για τον αγώνα του παλαιστινιακού λαού

Η παρέλευση 100 και πλέον ημερών από την ιστορική αντεπίθεση της παλαιστινιακής Αντίστασης στις 7/10/23 επιτρέπει έναν απολογισμό για τις θέσεις και τις δράσεις της ελληνικής αριστεράς και γενικότερα των προοδευτικών ανθρώπων έναντι του αγώνα του παλαιστινιακού λαού.

Για να γίνει, όμως, ένας απολογισμός κάποιου για τη στάση του έναντι ενός φαινομένου ή γεγονότος, θα πρέπει να ξεκινάμε από την εκτίμηση της γενικότερης κατάστασης, της υποκειμενικής κατάστασης αλλά και των δυνατοτήτων του ίδιου, καθώς και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών αυτού του φαινομένου ή γεγονότος.

Ξεκινώντας από το τελευταίο, το ιδιαίτερο στοιχείο στην Παλαιστινιακή υπόθεση, τα τελευταία χρόνια, είναι αναμφισβήτητα, αφενός η ενότητα του λαού και στα τέσσερα σημεία στα οποία αυτός βρίσκεται (Γάζα, Δ. Όχθη, προσφυγιά, «Ισραήλ», όπως αποδείχτηκε ήδη από την κρίση του ‘21), αφετέρου, και πρωτίστως, η ενίσχυση, σε οργανωτικό επίπεδο και σε εξοπλισμό, της ένοπλης Αντίστασης. Αν δεν αναγνωρίζουμε το τελευταίο, δεν μπορούμε να βάζουμε τον πήχη για εμάς ορθά, δηλ. το σημείο που αντιστοιχεί στην πραγματική κατάσταση που, στο παλαιστινιακό, τουλάχιστον, βλέπει ο άλλος κόσμος, ή, έστω, οι άμεσα εμπλεκόμενοι (σιωναζί, παλαιστινιακός λαός).

Φυσικά, η ελληνική αριστερά δεν γεννήθηκε στις 7/10. Φέρει πολλά βαρίδια. Καταρχάς, μαστίζεται από την «υπερεπαναστατική» αντίληψη που «όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει» στη βάση της (προκρούστειας κλίνης, όπως την καταντά έτσι) αντίθεσης «κεφάλαιο-εργασία», υποτιμώντας άλλες αντιθέσεις, όπως π.χ. την αντίθεση «ιμπεριαλισμός-λαοί», και παίζοντας έτσι το παιχνίδι του ιμπεριαλισμού, αφού, εν προκειμένω, ουσιαστικά κάνει λόγο π.χ. για «καπιταλιστική Χαμάς» (φτάνοντας, ενίοτε, στο έσχατο σημείο ποταπότητας, από τον καναπέ, με θράσος χιλίων Νετανιάχου και ύφος χιλίων Πρετεντέρηδων, να χαρακτηρίζει, όπως οι σιωναζί, εντός εισαγωγικών αντιστασιακούς τους παλαιστίνιους μαχητές).

Έπειτα, προσήλθε με βάση την περιφρονητική της στάση έναντι του εθνικού ζητήματος, ως περίπου αστικού (καθότι «διαταξικό») ή, στην καλύτερη, ενός ακόμα ζητήματος που «θα το λύσει και αυτό ο σοσιαλισμός», οπότε δεν χρειάζεται να ασχολούμαστε. Έτσι, δεν μπορεί να δει το εθνικό ζήτημα/κίνημα ως εκ των ων ουκ άνευ εφεδρεία της προλεταριακής επανάστασης, των ίδιων των λαών στις «αναπτυγμένες» χώρες (συμπ/νης της Ελλάδας). Σε αυτό, ευθύνη έχουν τόσο οι «ταξικές» δυνάμεις, όσο και οι αντιιμπεριαλιστικές (συμπ/νων των μονόφθαλμων ή των στα λόγια), οι οποίες οπορτουνιστικά δεν ασχολούνται καν με τα υπαρκτά εθνικά ζητήματα στη χώρα μας, συνωμοσιολογούν για τα μειονοτικά ζητήματα και, από αυτή την αναγωγή του εθνικού ζητήματος σε καθαρά θεωρητικό ζήτημα, φτάνουν να μην βλέπουν καν ότι η χώρα μας ναι μεν είναι εξαρτημένη, αλλά οι ιμπεριαλιστές την βάζουν να καταπιέζει εθνικές και άλλες μειονότητες ακριβώς για να την έχουν στο τσεπάκι. Φτάνουν, δηλαδή, να βλέπουν την ίδια τη χώρα λάθος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις αναλύσεις τους, τη δράση τους και τη συνεισφορά τους στην υπόθεση του λαού.

Σε σχέση με αυτό, αλλά και ανεξάρτητα, είναι και η εμμονή στους ομόκεντρους κύκλους, όπου το αριστερό/κομμουνιστικό κόμμα βρίσκεται να καθοδηγεί τον εθνικοαπελευθερωτικό/ανεξαρτησιακό αγώνα. Κι αυτό, παρότι το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, τουλάχιστον από την εποχή της συμμετοχής των μελών του ΚΚ Κίνας ατομικά στο Κουομιντάνγκ έναν αιώνα πριν, ή ακόμα και στις πιο ρεβιζιονιστικές και τις δογματο-φιλοσοσιαλιμπεριαλιστικές του εκδοχές (από την Κούβα του ’59 ως την εισήγηση του Χότζα στο 8ο συνέδριο του 1981), είχε κατά το παρελθόν αποδεχτεί ότι δεν αποτελεί προϋπόθεση το κομμουνιστικό κόμμα να είναι εξαρχής επικεφαλής προκειμένου να στηριχτεί κάποιο μαζικό (ιδίως εθνικό) κίνημα. Έτσι, βλέπουμε, εν προκειμένω, μια εμμονή στην υπερανάδειξη των αριστερών δυνάμεων, ιδίως του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, παρότι, καλώς ή κακώς, δεν αποτελούν σήμερα την κύρια δύναμη στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του παλαιστινιακού λαού (ας μη μιλήσουμε για την πασοκοεφσυνική ανάδειξη της Φατάχ, που κάνει επίκληση στο συναίσθημα και τα ωραία χρόνια των 80’s). Αυτό μας οδηγεί στο να χάνουμε βασικότατο τμήμα της πραγματικότητας ή της αντίληψης που έχουν για αυτή πλειοψηφικά, έστω, σήμερα οι Παλαιστίνιοι και όχι μόνο.

Συν τοις άλλοις, η υποτιμητική στάση έναντι των ισλαμικών δυνάμεων –που ομολογουμένως, καλώς ή κακώς, ηγούνται (αλλά δημοκρατικά) της Αντίστασης, αυτή τη στιγμή, σε κάποιους αραβικούς λαούς– η οποία φτάνει ως και στα αθωωτικά για τους σιωναζί «ούτε Χαμάς, ούτε Νετανιάχου», δείχνει τη φοβία να εντάξουμε στην ανάλυσή μας δυνάμεις που καθιστούν πιο σύνθετη την ταξική μας ανάλυση, την οποία προτιμούμε (συνήθως λόγω πνευματικής οκνηρίας) πάντα στην ξερή της εκδοχή. Όμως, αν δεν κάνουμε ούτε αυτό, τότε πόσα χρόνια πρέπει ακόμα να περάσουν για να φτάσουμε τον πήχη της πραγματικότητας, δηλαδή, να αναλύσουμε και τη διεθνή διάσταση αυτού του φαινομένου, όπως π.χ. την πολυσχιδή μουσουλμανική αδελφότητα, που φτάνει πια τον έναν αιώνα από την ίδρυσή της, ή την επιρροή της ισλαμικής επανάστασης στο Ιράν, που έχει φτάσει αισίως τα 45 χρόνια; Άρα, πόσο στρεβλή και απλοϊκή θα εξακολουθεί να είναι η εκτίμησή μας για τη γενική διεθνή κατάσταση και, κατ’ επέκταση, την εγχώρια;

Δεν θα πρέπει να αγνοηθεί εδώ ότι, μια τέτοια ελλιπής ανάλυση, που δεν λαμβάνει υπόψη ή δεν μελετά τις ισλαμικές δυνάμεις ως τέτοιες, είναι αναμφίβολα και αποτέλεσμα της πίεσης που ασκεί ο «αντισημιτισμός της εποχής μας», η ισλαμοφοβία που μαστίζει και την ελληνική κοινωνία (με χρηματοδότηση και από τους σιωναζί, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση).

Κρίνοντας τις ως τώρα θέσεις και δράσεις, χρειάζεται να λάβουμε υπόψη και τη σημασία της χρονικής στιγμής της νέας όξυνσης του Παλαιστινιακού: αυτή ήρθε μετά την εισβολή του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην Ουκρανία, που ανέδειξε εμφατικά την αδύναμη (και εκμεταλλεύσιμη από τον ρωσικό ιμπεριαλισμό) ανάλυση της ελληνικής αριστεράς, αφού, κατά πλειοψηφία, είτε στήριξε αναφανδόν την εισβολή, είτε «τα μάσησε», με διάφορες δικαιολογίες (ρωσικής ιμπεριαλιστικής προέλευσης όλες: περί Αζόφ, περί προέλευσης εξοπλισμού –λες και δίνει άλλος–, γενικολογίες περί αποκλειστικά «ιμπεριαλιστικού πολέμου» που αγνοούν τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα που έχει για έναν από τους αντιμαχόμενους –λες και ένας πόλεμος έχει τον ίδιο χαρακτήρα για όλους– αγνοώντας τον ίδιο τον ουκρανικό λαό). Πέραν των άλλων, μείωσε περαιτέρω την αξιοπιστία της ελληνικής αριστεράς λόγω της ασυνέπειάς της, και τη μειώνει, σήμερα, ακόμα περισσότερο, που ξαναπήρε σωστή θέση, ακριβώς γιατί αναδεικνύει περαιτέρω την ασυνέπειά της.

Με βάση τα παραπάνω, έχουν διατυπωθεί οι εξής θέσεις, άλλες ευθέως, άλλες εμμέσως:

Πρώτα από όλα, λένε κάποιοι: «παλαιστινιακό κράτος στα σύνορα του ‘67». Όταν κάποιος εξακολουθεί να λέει κάτι τέτοιο, όχι μόνο λέει ουσιαστικά, «λευτεριά στο 22% της Παλαιστίνης» (ας λέει αυτό καλύτερα, όχι «λευτεριά στην Παλαιστίνη»), αλλά δεν λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη του ιμπεριαλισμού, τον καθοριστικό παράγοντα στη διεθνή κατάσταση. Αγνοεί το ρόλο που έχει επιφυλάξει στη σιωνιστική οντότητα ο ιμπεριαλισμός (και για αυτό την δημιούργησε ή την αξιοποιεί), αυτού της πρόκλησης αναταραχής στην περιοχή: ο μεν αμερικανικός, ως προκεχωρημένο του φυλάκιο τόσο ενάντια στην Ευρώπη όσο και τους αραβικούς λαούς (και, κατ’ επέκταση, σε όλα τα καταπιεζόμενα έθνη), ο δε ρωσικός, πρωτίστως για την υπονόμευση της κινεζικής παρουσίας στην περιοχή και την απρόσκοπτη μετακίνηση εμπορευμάτων προς την Ευρώπη και ενέργειας στην Κίνα, κάτι που διαιωνίζει την εξάρτηση της τελευταίας από τη Ρωσία. Η «λύση δύο κρατών», πρακτικά, περιορίζει τη σιωνιστική οντότητα γεωγραφικά (για λίγο), δεν της αλλάζει τον χαρακτήρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ακόμα και όσοι εξ αυτών θυμούνται το καταχωνιασμένο αίτημα για επαναπατρισμό των προσφύγων (ούτε συγκεκριμένα «όλων», αλλά, τέλος πάντων), αποφεύγουν να μιλήσουν και για «δημοκρατικό Ισραήλ», που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ακύρωση όλης της ρατσιστικής νομοθεσίας, κάτι το διόλου αυτονόητο, όπως υπονοείται (βλ.π.χ. το προωθούμενο και από τους σιωνιστές μικρό ποσοστό συμμετοχής των παλαιστινίων επιζώντων της Νάκμπα – όχι από «επαναστατική σκοπιά»  – στα «κοινά»).

Άλλοι, δεν τολμούν να ψελλίσουν τα «δύο κράτη», αλλά ισχυρίζονται οπορτουνιστικά ότι «δεν είμαστε εμείς αυτοί που θα πούμε στον παλαιστινιακό λαό τι θα κάνει». Σε αυτούς, που (ορθώς) έχουν άποψη για το τι πρέπει να κάνει η Ουκρανία, αρκεί  να υπενθυμιστεί και η θέση των Λένιν και Στάλιν για την ελεύθερη αυτοδιάθεση των εθνών, όπου το δικαίωμα άσκησής του δεν σημαίνει και υποχρέωση από το κομμουνιστικό κίνημα υποστήριξης της εκάστοτε συγκεκριμένης μορφής που το κάθε έθνος (ή μειονότητα) μπορεί να επιλέξει. Η πορεία ενός έθνους είναι αποτέλεσμα μιας ζύμωσης: έχει μια θέση η αστική τάξη, ο ιμπεριαλισμός, γενικά όλοι, αλλά, κατ’ αυτούς και συγκεκριμένα για το Παλαιστινιακό, δεν πρέπει να έχει και το κομμουνιστικό κίνημα.

Πέραν αυτών, οι αναφανδόν υποστηρικτές της εισβολής του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην Ουκρανία νόμισαν ότι βρήκαν στο Παλαιστινιακό ευκαιρία να «πάρουν τη ρεβάνς», σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ανακτήσουν την αξιοπιστία τους. Δεν βλέπουν τι θέσεις έχει πάρει ο ρωσικός ιμπεριαλισμός στο Παλαιστινιακό από εποχής Μπρέζνιεφ ως σήμερα: έχει στείλει πάνω από ένα εκατομμύριο άτομα ως εποίκους, υποκριτικά υπερψηφίζει αποφάσεις στο Σ.Α. του ΟΗΕ εν γνώσει του ότι οι ΗΠΑ θα βάλουν βέτο ή απέχει, εν γνώσει του ότι θα διευρύνει την ένταση στην περιοχή (είπαμε: στόχος η Κίνα), ζητά από τους Χούθι να σταματήσουν, ζητά άνευ όρων απελευθέρωση των αιχμαλώτων της Αντίστασης, δηλαδή, την αφαίρεση ενός βασικού διαπραγματευτικού όπλου της, η οποία θα διευκόλυνε τη γενοκτονία. Και βέβαια, υπάρχει η δήλωση Λαβρόφ στις 28/12 περί ταύτισης των στόχων του γενοκτονικού πολέμου των σιωναζί και του  ρωσικού ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία. Κατά τα άλλα, επικαλούνται είτε συναντήσεις Χαμάς με ρώσους αξιωματούχους μετά την 7/10 (που γίνονταν και πριν τις 7/10), είτε την προέλευση οπλισμού που είτε βρίσκεται στο λαθρεμπόριο, είτε γίνεται για εμπορικούς σκοπούς, είτε για τους γενικότερους (προαναφερθέντες) ιμπεριαλιστικούς σκοπούς της Ρωσίας. Σε κάθε περίπτωση, αυτός δεν κάνει τη διαφορά. Το μόνο που κάνει αυτή η συνειδητά περιορισμένη ματιά για το σήμερα, είναι να φτάνει αναδρομικά να δικαιώνει και τα πεπραγμένα του ρωσικού ιμπεριαλισμού έναντι των αραβικών (και όχι μόνο) λαών κατά το παρελθόν, και, πρωτίστως, να υποτιμά τις προσπάθειες του ίδιου του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος (όχι μόνο αναφορικά με την κατασκευή οπλισμού), και να το σπιλώνει, γιατί υιοθετεί απ’ την ανάποδη τη συκοφαντία των ανοιχτών φιλοσιωναζί που μιλούν για «αντιπερισπασμό Πούτιν» με βάση τα «όργανά» του στις αραβικές χώρες (αφού, κατ’ αυτούς, και μόνο ο εξοπλισμός από κάποιον δημιουργεί εξάρτηση από αυτόν: ό,τι έλεγε και ο Χίτλερ και το POUM για τη Δημοκρατική Ισπανία).

Εξάλλου, μία βασική αρχή τακτικής που μας κληροδότησε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα της εποχής Λένιν-Στάλιν είναι ότι όσο πιο μεγάλη η επίθεση, τόσο πιο πλατύ το μέτωπο που πρέπει να φτιάχνουμε. Πόσο, όμως, έχουμε αξιοποιήσει αυτή καθ’ εαυτή την ύπαρξη, αλλά και τις απόψεις των Αράβων και δη Παλαιστινίων Χριστιανών (ακόμα και ιεραρχών) για την παλαιστινιακή Αντίσταση, ακόμα και την ηρωική 7η Οκτώβρη, απαντώντας, συν τοις άλλοις, και στον γκαιμπελισμό που παρουσιάζει τη σιωνιστική οντότητα ως «το τελευταίο οχυρό πριν την άλωση της Ευρώπης από τους ισλαμιστές»; Πόσοι θα καταδεχόμασταν να διανέμουμε τις απόψεις τους, ακόμα και έξω από εκκλησίες; Ή μόνο «στα συνδικάτα» και στο ήδη πεισμένο και γνώριμο ακροατήριο της εκάστοτε διαδήλωσης εισοδιστικά «παλεύουμε» και αυτή την άποψή μας;

Τέλος, αλλά από τα κυριότερα. Οι μορφές δράσης δεν μπορούν να εξαντλούνται στη διαδήλωση (πολλώ δε μάλλον διασπαστική), όσο εκ των ων ουκ άνευ κι αν είναι, όπως αυτές που διεξάγονται σε όλη την υφήλιο. Το βασικότερο πρόβλημα είναι η υποτίμηση της ένοπλης αντίστασης του παλαιστινιακού λαού, σε πλήρη αδιαφορία για το γεγονός ότι η ενίσχυσή της, όπως προειπώθηκε, είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των τελευταίων ετών, που διαμορφώνει την κατάσταση. Αυτή καθορίζει την ατζέντα, ούτε καν οι δολοφονικές επιδρομές των σιωναζί. Μόνο στον αέρα παίζουν χωρίς αντίπαλο οι σιωναζί και διαπράττει γενοκτονία, αλλά δεν είναι η γενοκτονία (που, βασικά, γυρίζει μπούμερανγκ) αυτή που καθορίζει τις εξελίξεις στην Παλαιστίνη. Ναι, διευρύνει τη διεθνή αλληλεγγύη και το βαθμό της πίεσης στους ιμπεριαλιστές. Αλλά αυτή δεν αρκεί. Ούτε, βέβαια, θα αρκούσε μόνο μια ένοπλη Αντίσταση χωρίς έναν λαό. Αλλά η αλληλεγγύη στην ένοπλη Αντίσταση του παλαιστινιακού λαού είναι που ιδιαίτερα λείπει στην Ελλάδα. Ενώ ακόμα και το Χάρβαρντ είναι πια γεμάτο με συνθήματα όπως «by any means necessary» (όπως λένε και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ που νομιμοποιούν τον ένοπλο αγώνα των καταπιεζόμενων εθνών), εδώ, ο ειρηνισμός έχει πλήξει ακόμα και τους περισσότερους που καταδικάζουν τα περί «ειρηνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό».

Όπως και να’χει, η αλληλεγγύη στην ένοπλη Αντίσταση δεν εκφράζεται απλώς με μια διαδήλωση ή ένα πανό σε αυτή. Χρειάζεται, ειδικά στην Ελλάδα των λαδωμένων από τον σιωναζισμό ΜΜΕ, η προβολή αυτού που η ελληνική κοινωνία αγνοεί: η διάδοση –ατομικά και συλλογικά– των δράσεων της Αντίστασης, που καθημερινά μας προσφέρει ως και σε βίντεο (τι άλλο θέλουμε;). Και όχι με την προσθήκη ενός ακόμα συνθήματος με bold στην προκήρυξη ή μια προβολή τους σε κλειστούς «δικούς μας» χώρους, αλλά ακόμα και με προτζέκτορα σε πλατείες. Αυτό θα συμβάλλει στην κατεύθυνση να σπάσει το κλίμα φόβου που προκύπτει και από τη σιωνιστική επέλαση στην ελληνική οικονομία, που δεσμεύει (συχνά, τρομοκρατικά και όχι μόνο «ιδεολογικά») πολλούς Έλληνες, οι οποίοι έχουν πειστεί να πιστεύουν είτε ότι η επιχείρηση στην οποία δουλεύουν (αυτοί ή τα παιδιά τους) θα χάσει μπίζνες με τη σιωνιστική οντότητα και θα απολυθούν, είτε τα περί «ανίκητου hi tech κράτους στο οποίο η Ελλάδα πρέπει να μοιάσει (ενίοτε με τη σιχαμερή διευκρίνιση: “αν και σιχαίνομαι τους Εβραίους”)». Πάνω από όλα, όμως, θα συμβάλλει στην κατεύθυνση να πειστούν «απλοί» άνθρωποι, ότι και ο δικός τους εχθρός δεν είναι ανίκητος. Αυτό σημαίνει πάλη για τον «εχθρό που είναι εδώ», κι όχι μια ακόμα αφίσα με αυτό το σύνθημα (με την προσθήκη: «ο πόλεμος είναι παντού», έτσι, για να εξισωθεί με άλλους πολέμους ή την εργατική εκμετάλλευση στην Ελλάδα η εν εξελίξει γενοκτονία και να ξεχαστούν οι σιωναζί)…

Εδώ, βέβαια, υπάρχει και κάτι άλλο. Η αδιαφορία για την αντιπληροφόρηση, πέρα από τη φοβία που μαρτυρά προς την κατά μέτωπο αντιπαράθεση, εν προκειμένω με τα διακινούμενα από τα λαδωμένα ΜΜΕ σιωναζιστικά επιχειρήματα, επιτρέπει πάρα πολλοί Έλληνες να πιστεύουν ότι… Παλαιστίνιοι=Τουρκία (κι ας κλέβει, όπως οι σιωναζί, εδάφη-ΑΟΖ κι ας προσφυγοποιεί), αναδεικνύοντας, για άλλη μια φορά, ότι η γενικολογία, μη επιτρέποντας τη σύνδεση του ειδικού με το γενικό, ευνοεί τον αντίπαλο.

Όλες, φυσικά, οι προαναφερθείσες ελλείψεις και στάσεις, όπως και για άλλα θέματα, ανάγονται στην ασφυκτική και διευρυνόμενη επιρροή του ρωσικού μεγαλοκρατισμού και ακολούθως ιμπεριαλισμού στην ελληνική αριστερά, που της επιβλήθηκε ενόπλως το 1955-‘56. Όμως, όποια κι αν είναι η αιτία, σε κάθε περίπτωση, η περίοδος επιτάσσει και, από μια άποψη, προσφέρεται να κάνουμε πιο σύνθετη και τη ματιά μας και τη δράση μας, καθιστώντας έτσι πιο αποτελεσματική την αλληλεγγύη μας στον παλαιστινιακό λαό, αλλά και τον αγώνα για μια ανεξάρτητη, δημοκρατική και, γιατί όχι, λαϊκοδημοκρατική και, αργότερα, σοσιαλιστική Ελλάδα.

 

Σχολιάστε