Η επικίνδυνη για τη μειονότητα και την Ελλάδα ψηφοθηρική υποψηφιότητα Μπελέρι & η εθνική ρευστότητα της Χιμάρας

Για μια ακόμα φορά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αξιοποιεί ζητήματα που αφορούν την παρουσία της χώρας στην περιοχή για ψηφοθηρικούς σκοπούς. Μάλιστα, αυτή τη φορά, δεν πρόκειται για τζάμπα μαγκιά, όπως το ψηφοθηρικό «όχι» στις Πρέσπες, τον παροξυσμό για τις οποίες πλήρωσαν «μόνο» κάποιοι μειονοτικοί στη Μακεδονία έλληνες πολίτες, που, ως ψηφοφόροι, και να τον μαύριζαν, δεν θα άλλαζαν το αποτέλεσμα των εκλογών του ‘19, αλλά για ιδιοτελή κίνηση στην καμπούρα των μειονοτικών στην Αλβανία, οι οποίοι θα αφεθούν, στη χειρότερη, βορά στη μήνη αλβανών εθνικιστών ή, στην καλύτερη, να αντιμετωπίζονται με μια καχυποψία ή πικρία από τους αλβανούς συγχωριανούς και κοντοχωριανούς τους.

«Έλληνας Τσε», όπως λέει ο υιός Γκαίμπελς, ή μάλλον έλληνας Κενάν Ακίν (φερόμενος ως δολοφόνος του Σολωμού Σολωμού και, αργότερα, υπουργός του ψευδοκράτους στην Κύπρο. Τότε, δεν μας άρεσε, τώρα, κάνουμε το ίδιο);

Το «ναι» στη συμμετοχή του Κοσόβου στο Συμβούλιο της Ευρώπης δεν αντισταθμίζει το πλήγμα στις σχέσεις Ελλήνων-Αλβανών (ας αφήσουμε ότι διατυπώθηκε ενώ η αζέρικη βουλή καθιερώνει σχέσεις με αυτή του ψευδοκράτους στην Κύπρο, νομιμοποιώντας έτσι την αναγνώρισή του). Κι αν συνδυαστεί με το τραύμα της αντιμετώπισης των Πρεσπών (τόσο από τους Μητσοτάκηδες, όσο και από τους αντιιμπεριαλιστές οπαδούς του «όχι», οι οποίοι δεν πήραν κανένα αντίμετρο για τη βελτίωση των σχέσεων των δύο λαών), η Ελλάδα ανοίγει μέτωπο με άλλον έναν γειτονικό λαό. Πρακτικά, μόνο οι Βούλγαροι έχουν μείνει (ακόμα και οι Σέρβοι χάνονται, μετά την ψήφο για το Κόσοβο. Ως και οι Κύπριοι).

Σφάλλουν όσοι πιστεύουν ότι, με μια εκλογή Μπελέρι, θα μετατραπεί το εσωτερικό ζήτημα της αντιμετώπισης της μειονότητας από την Αλβανία, από διμερές σε ευρωαλβανικό. Πρώτον, η ΕΕ έχει αποδείξει ότι, όταν πρόκειται για την ένταξη χωρών στους κόλπους της, η κακομεταχείριση μειονοτήτων δεν παίζει ρόλο. Τρανό παράδειγμα η δίωξη της ρωσικής μειονότητας και στις τρεις βαλτικές χώρες, που εντάχθηκαν απρόσκοπτα στην ΕΕ. Δεύτερον, υπάρχει ένα πρακτικό ζήτημα. Ακόμα κι αν ο Μπελέρι εκλεγεί, προβλέπεται η καθαίρεση ευρωβουλευτών και μια σειρά άλλων διαδικασιών που, ντε φάκτο, μπορούν να μην τον αφήσουν να «υπερασπίζεται τα συμφέροντα του Β/Ηπειρωτικού Ελληνισμού». Αν η ΕΕ έχει αποφασίσει να εντάξει την Αλβανία (έστω, προοπτικά), τότε ποιος θα κάθεται να πιέζει για τη μη καθαίρεσή του, για την απελευθέρωσή του ώστε να αναλάβει ευρωβουλευτής κ.ο.κ.; Η Ελλάδα, που θα προσπαθεί να συντηρεί το ζήτημα. Και αντίστοιχα σε αυτήν είναι που οι πιέσεις πρωτίστως θα ασκούνται από την ΕΕ. Και έχουμε δει πόσο η εξαρτημένη Ελλάδα συχνά υποχωρεί έναντι της Τουρκίας, ώστε «να μη διαταράσσεται η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ».

Υπάρχουν θέματα με τη μειονότητα; Υπάρχουν. Ωστόσο, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι είσαι ανιδιοτελής και θες την επίλυσή τους, δεν βγάζεις μπροστά ένα άτομο με ένα αν μη τι άλλο αμφιλεγόμενο παρελθόν. Καταρχάς, δεν μπορεί να προσπεραστεί η υπόθεση ΜΑΒΗ, για την οποία οι εξηγήσεις Μπελέρι δεν είναι πειστικές: boarding pass, για να αποδείξεις ότι δεν ήσουν Ελλάδα τις μέρες της δολοφονικής εισβολής στην Επισκοπή, μπορεί να σου εκδώσει και η πιο ερασιτεχνική μυστική υπηρεσία. Αλλά δεν είναι μόνο οι εξηγήσεις Μπελέρι. Επίσης δεν είναι πειστική η αλλαγή στο πατρώνυμο Μπελέρι στον σχετικό φάκελο, για να αποδεικνύεται ότι ήταν άλλος Φρέντι Μπελέρι. Αν, όμως, υπάρχει άλλος Φρέντι Μπελέρι, θα αρκούσε να τον επιδείξουν οι υποστηρικτές του και θα τελείωνε εκεί το ζήτημα. Ακόμα χειρότερα, η δυο φορές άρνηση των ελληνικών αρχών για συνδρομή στην έρευνα των αλβανικών, δείχνει ότι η Ελλάδα κάτι θέλει να κρύψει. Και ακόμα χειρότερα, τα ρεπορτάζ για καταστροφή τμήματος του φακέλου Μπελέρι στα ίδια τα Τίρανα, αν ευσταθούν, δείχνουν πως είτε κάποια ηγεσία στο παρελθόν θέλησε να επικρατήσει η λήθη, για το καλό των διμερών σχέσεων (δύσκολο), είτε (το πιθανότερο) η Ελλάδα εξαγόρασε άτομο στο αλβανικό βαθύ κράτος για να τον καταστρέψει. Αν νομίζουμε ότι ο ιμπεριαλισμός δεν θα κρατά ως χαρτί για να αξιοποιήσει, όποτε τον συμφέρει, όλα αυτά τα στοιχεία, για να εκθέτει και την Ελλάδα και τη μειονότητα, ότι έχει τέτοια πρόσωπα να ηγούνται αυτής, και να τις εκβιάζει, είμαστε γελασμένοι.

Όμως, δεν είναι μόνο η υπόθεση ΜΑΒΗ, οι πράξεις. Και οι δημοσίως εκφρασμένες θέσεις Μπελέρι στην Ελλάδα («κοντά σε ακροδεξιές» όπως ο ίδιος τις έχει χαρακτηρίσει) είναι σε δυσανάλογο βαθμό αντιπαραθετικές με αυτόν που κρατά και το μαχαίρι και το πεπόνι, την Αλβανία. Η καλύτερα αφομοιωμένη μειονότητα των Βαλκανίων δεν έχει συμφέρον, λοιπόν, να έχει εκπρόσωπο έναν τέτοιο άνθρωπο. Συν τοις άλλοις, γιατί λειτουργεί αντιπαραθετικά εντός της ίδιας της μειονότητας, που είναι ήδη διασπασμένη πολιτικά (όχι μόνο σε μειονοτικούς πολιτικούς σχηματισμούς, αλλά και σε παναλβανικούς) και, εδώ, και δυο-τρεις δεκαετίες και ψυχολογικά.

Εδώ υπάρχει και κάτι άλλο, που πρέπει, επιτέλους, να θιχτεί (χωρίς φυσικά γενικεύσεις): Ουδέποτε η Χιμάρα αποτέλεσε το κέντρο της μειονότητας. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, ακόμα και για γεωγραφικούς λόγους και λόγω της εδαφικής της ασυνέχειας με τον υπόλοιπο ελληνισμό, ιστορικά, ακολουθούσε πολύ συχνά τη δική της πορεία: Όταν οι εκπρόσωποί της στην τιμητική φρουρά στο βασίλειο των δύο Σικελιών προσχωρούσαν στην Ουνία, όταν «εκώφευε» κατά τον Παπαρρηγόπουλο στα κελεύσματα του ’21 (εξαιρέσει κάποιων οπλαρχηγών), όταν αποσπούσε προνόμια, όχι μόνο επί τουρκοκρατίας, αλλά και το ’14, μόνο για αυτήν (και διασπούσε το ενιαίο μέτωπο αποδοχής του πρωτοκόλλου της Κέρκυρας και προστασίας των προνοιών του), οι καλές σχέσεις με τον Ζώγκου (που, ακόμα και την κατάργηση των προνομίων επί βασιλείας του, δεν την απέδιδαν σε αυτόν), όταν δεν ήταν, αν θυμόμαστε καλά, στα 70 χωριά που προσυπέγραψαν την προσφυγή στην ΚτΕ για το σχολικό ζήτημα το ’34 (αντίθετα και με τις Δρυμάδες και την Παλάσα, τα άλλα δυο χωριά με ελληνόφωνο πληθυσμό στην περιοχή), όταν αφέθηκε εξοπλισμένη (για να το πούμε ευγενικά) από τους Γερμανούς (παρά τα μεμονωμένα επεισόδια), όταν, μεταπολεμικά, απείχε από το δημοψήφισμα για την ανακήρυξη λαϊκής δημοκρατίας με το σκεπτικό «Καλύτερα Αλβανοί, παρά κομμουνιστές» (που καμία σχέση δεν είχε με «παθητική αντίσταση»), όταν ακόμα και το 2011 δεν μποϊκόταρε την απογραφή κλπ. Όλα αυτά έγιναν διακριτά, αν όχι σε αντιπαράθεση με την υπόλοιπη μειονότητα.

Έλληνες μειονοτικοί αντάρτες του 10ου τάγματος «Θανάσης Ζήκος» στο χωριό Σωτήρα

Φυσικά, δεν πρέπει να αγνοήσουμε και το εθνικό ζήτημα. Καταρχάς, οι περισσότεροι από όσους οδύρονται υποκριτικά για τη βόρεια Ήπειρο, αγνοούν ότι μιλάμε για μια σύνθετη και όχι αμιγώς ελληνική γλωσσοπολιτισμικά και εθνικά περιοχή, το μωσαϊκό της οποίας συνθέτουν ελληνόφωνοι Έλληνες, αλβανόφωνοι Έλληνες, βλαχόφωνοι Έλληνες, αλλά και ελληνόφωνοι Αλβανοί, αλβανόφωνοι ορθόδοξοι Αλβανοί, βλαχόφωνοι μη Έλληνες, Τσάμηδες και, αν λάβουμε υπόψη και την σχεδόν αμιγώς αλβανόφωνη περιοχή της Κορυτσάς (που δεν ανήκει πολιτιστικά στην Ήπειρο) εθνικά Μακεδόνες, όπως η ίδια η ελληνική μειονότητα τους αποκαλεί. Πράγμα που γνώριζαν, άλλωστε, και οι εξεγερμένοι του ’14, και δίναν θέσεις διοικητικές και σε μουσουλμάνους (ενώ κατηγορούσαν στη διακήρυξή τους το ελληνικό κράτος και κατέλυαν τις αρχές του – ίσως, για αυτό δεν είναι διαδεδομένο το πλήρες κείμενό της).

Το παραπάνω αναδεικνύει και τη δυναμική εξέλιξη που έχει το εθνικό ζήτημα στην περιοχή. Για παράδειγμα, από τη στιγμή που ιδρύθηκε αλβανικό κράτος, οι αλβανόφωνοι ορθόδοξοι (που δέχονταν ιδιαίτερη πίεση από το ελληνικό κράτος, με τη μορφή σχολείων, πρακτόρων κλπ., όπως οι σλαβόφωνοι στη Μακεδονία) τελεσίδικα προσχώρησαν και τυπικά στο αλβανικό έθνος. Διαφορετική μπορεί να ήταν η τύχη κάποιων από αυτούς αν η περιοχή είχε υπαχθεί στο ελληνικό κράτος: είτε διά των πιέσεων, όπως συνέβη π.χ. στο νομό Θεσπρωτίας, είτε με πιο αυθόρμητη διαδικασία. Όμως, από τη στιγμή που υπήρχε ομόγλωσσο (το λιγότερο) κράτος, αυτονόητο είναι να θέλει κάποιος να είναι πρώτος στο χωριό, παρά.. όχι απλά τελευταίος, αλλά διωκόμενος στην πόλη. Και λέγοντας αυτό, θα πρέπει να ειπωθεί ότι αυτό συνέβαινε και με όλες τις άλλες προαναφερθείσες πληθυσμιακές ομάδες. Είναι εξαιτίας της καταπιεστικής στάσης του ελληνικού κράτους στις εν Ελλάδι μειονότητες που, μεταπολεμικά, δεν ήταν δυνατό όχι να θέλουν, αλλά ούτε καν να διανοηθούν οι αλβανόφωνοι ή οι βλαχόφωνοι να ενταχθούν στο ελληνικό κράτος.

Το ίδιο φυσικά μπορεί να ειπωθεί και για τους ελληνόφωνους Έλληνες, ιδίως επειδή από την ενασχόληση πολλών με το βορειοηπειρωτικό αναδύεται όχι κάποια αγάπη τους για τον ελληνισμό, αλλά ο αντικομμουνισμός τους. Θέλουν δε θέλουν οι αντικομμουνιστές, οι ελληνόφωνοι Έλληνες, κατά συντριπτική πλειοψηφία, εντάχθηκαν στο δημοκρατικό φιλελληνικό αντάρτικο του Χότζα. Για ποιο λόγο να θέλουν να ενταχθούν στο μοναρχοφασιστικό μεταπολεμικό κράτος; Για να αποκεφαλίζονται και να φυλακίζονται, όπως οι εν Ελλάδι δημοκράτες; Από τη στιγμή που ο Χότζα τούς εξασφάλιζε μια απρόσκοπτη ένταξη στον αλβανικό κρατικό μηχανισμό (όταν δούμε μειονοτικό υπουργό ή στο ΓΕΕΘΑ, να ξαναμιλήσουμε για την αντιμετώπιση των Ελλήνων από τον «Χότζα») και εκπαίδευση στη γλώσσα τους, οι ελληνόφωνοι Έλληνες επίσης δεν είχαν λόγο να είναι τελευταίοι και διωκόμενοι μέχρι θανάτωσης στην πόλη, που επιπλέον ήταν και μπανανία.

Αν, λοιπόν, κάποιος πρέπει να κατηγορηθεί για το ότι, μεταπολεμικά, δεν επέδειξαν ούτε οι ελληνόφωνοι Έλληνες της Αλβανίας ενδιαφέρον για δημοψηφισματική άσκηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης με το ερώτημα της απόσχισης, αυτός είναι ο μοναρχοφασισμός στην Ελλάδα και όχι κάποια «καταπίεση».

Ελληνικά ηπειρωτικά τραγούδια στην αλβανική τηλεόραση του Χότζα το 1984. Πότε, είπαμε, προβλήθηκαν τραγούδια των μουσουλμάνων της Δ. Θράκης στην ελληνική τηλεόραση;

Προφανώς, υπήρξαν ζητηματάκια και επί «Χότζα». Σε αυτά, καταρχάς, δεν συμπεριλαμβάνονται όσα δεν αφορούσαν μόνο τους μειονοτικούς (π.χ. η αντιμαρξιστική και ενάντια στις υποδείξεις του Στάλιν διοικητική κατάργηση της θρησκείας το ’67 ή η αλαζονική και αντιλενινιστική ρήξη με την Κίνα το ’77 που επέτεινε την απομόνωση). Αν και δεν μπορεί να συγκρίνεται με την αντιμετώπιση των Τσάμηδων της Ελλάδας, ακόμα κι αν οι ίδιοι οι ελληνόφωνοι κάτοικοι της Χιμάρας στις απογραφές, για οπορτουνιστικούς λόγους, δεν δήλωναν ελληνόφωνοι (στο εθνικό ζήτημα, άλλο είναι η εθνική αυτογνωσία και άλλο η δήλωση εθνικών φρονημάτων, η διαφορά μεταξύ των οποίων ενίοτε δεν οφείλεται σε καταπίεση – ενίοτε συμβαίνει και με τη βοήθεια άλλου κράτους, όπως κάνει το ελληνικό στον δήμο Κονίσπολης, με την εξαγορά αλβανόφωνων ορθόδοξων), δεν χρειαζόταν να μην υπάρχει σχολείο με πρόγραμμα και στην ελληνική, γιατί έτσι δινόταν πάτημα να γίνεται λόγος για «εκδικητική στάση Χότζα» (άσχετα, αν σε άλλους τομείς, π.χ. τοπική αυτοδιοίκηση δεν υπήρχε αντίστοιχο θέμα). Το ίδιο και στην πόλη του Αργυροκάστρου, παρότι ιδρύθηκε εκεί η παιδαγωγική σχολή για τους μειονοτικούς και παρότι ακόμα και το Ελληνικό ΓΕΣ, στην απογραφή του 1919 έβγαζε τους «Έλληνες» (δηλ. τους ορθόδοξους συλλήβδην) σαφή μειοψηφία (1.695 έναντι 9.895). Γενικά, ακόμα κι αν η ύπαρξη μειονοτικών σχολείων περιοριζόταν μόνο στις ανακηρυχθείσες μειονοτικές ζώνες, προς άρση κάθε καχυποψίας με τέτοιο δύσκολο παρελθόν στον μεσοπόλεμο, δεν χρειαζόταν να μην υπάρχουν σχολεία  στην ελληνική και σε χωριά με ισχνό ελληνόφωνο στοιχείο, έστω και μη ντόπιων (κι ας μην το έκανε ποτέ αυτό αντίστοιχα η Ελλάδα), ιδίως αν στο παρελθόν είχαν λειτουργήσει τέτοια (φυσικά, μιλούμε για ελληνόφωνα χωριά, όχι για ελληνικά σχολεία σε αλβανόφωνα χωριά, που πλήρωνε το ελληνικό κράτος για τη θεμελίωση των εδαφικών διεκδικήσεών του προ της δημιουργίας του αλβανικού κράτους).

Εδώ, όμως, υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα. Και δεν είναι άλλο από τη ρευστότητα στην εθνική ταυτότητα της περιοχής της Χιμάρας συγκεκριμένα, που ούτε αυτή αποτελούσε λόγο για τη μη επανέναρξη σχολείων και με πρόγραμμα στην ελληνική σε τρία χωριά με παρουσία ελληνόφωνων/δίγλωσσων. Με την αναφορά στη ρευστότητα, δεν υιοθετείται εδώ κάποια απολυτότητα (η ρευστότητα δεν αφορά όλους τους κατοίκους), όπως κάνει η εφημερίδα «Κόντρα», που, για αριστερίστικο «σπάσιμο», λέει σε άλλους ανθρώπους τι είναι εθνικά, όπως ακριβώς κάνουν οι φασίστες για τους εν Ελλάδι σλαβο-Μακεδόνες. Η ρευστότητα, επίσης, δεν σημαίνει κάποιον «οπορτουνισμό», όσο κι αν πάντοτε υπάρχει και το οικονομικό στοιχείο και η δυνατότητα πρόσβασης στην εξουσία ως παράμετροι για την κάθε φορά επιλογή εθνικής ένταξης. Μακριά από εμάς, επίσης, το να προσάπτουμε σε κάποιον «μειωμένη εθνική συνείδηση». Όμως, πριν περάσουμε και στη ρευστότητα της εθνικής ταυτότητας στην περιοχή, θα πρέπει να αναφερθεί ότι το ελληνικό κράτος είναι από τους παράγοντες που την ενισχύει, ενίοτε και «σε βάρος του». Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του πρώην δημάρχου της Χιμάρας, Γκόρου, ο οποίος, όταν είχε εκλεγεί, στους πανηγυρισμούς των οπαδών του ακούγονταν αλυτρωτικά τραγούδια, ενώ, όταν, για τα γνωστά ιδιοκτησιακά ζητήματα της Χιμάρας, τα χάλασε με τους ακόμα πιο εκλεκτούς της Αθήνας, του αφαιρέθηκε η ελληνική υπηκοότητα. Δηλαδή, αυτός τι είναι τελικά; Έλληνας, όταν το θέλει η Αθήνα, και Αλβανός, όταν πάλι το θέλει η Αθήνα;

Σε τι, λοιπόν, συνίσταται και πού βασίζεται η ρευστότητα των κατοίκων; Μεταξύ άλλων, στην κοινότητα των εθίμων (όχι αμιγώς ελληνικών-ηπειρώτικων, όπως π.χ. στη Δρόπολη), στην χρήση της αλβανικής σε έθιμα όπως γάμοι κλπ. (ακόμα και στην αποτύπωση ιστορικών γεγονότων, που οι εδώ εθνικιστές δίνουν εθνική διάσταση, όπως π.χ. τον «ματωμένο τρύγο» της 20/8/1924, έχουν γραφτεί τραγούδια στην αλβανική) και, φυσικά, στη διαφορετική εθνική τοποθέτηση ή και προώθηση της ρευστότητας από πλευράς μελών της ίδιας ευρείας οικογένειας (όχι περιέργως, ακόμα και στην οικογένεια Μπελέρι). Είναι προφανές πως, με την παγίωση ενός αλβανικού κράτους στην περιοχή, ακόμα και χωρίς συνειδητή πίεση, ακόμα και χωρίς (φυσιολογική) μετανάστευση εκεί για οικονομικούς λόγους, η αλβανική πτυχή ενισχύεται αναπόφευκτα. Είναι, συνεπώς, ακόμα πιο δύσκολος ο ακριβής υπολογισμός του πόσοι είναι Έλληνες (και τι σημαίνει Έλληνας), σε μια περιοχή που υπάρχουν και ελληνόφωνοι Αλβανοί. Όχι τυχαία, και κάτι που δεν είναι γνωστό στους εδώ ανησυχούντες, η προσπάθεια από «ελληνικής πλευράς» γίνεται για να αποδειχτεί όχι ότι «η Χιμάρα είναι ελληνική», αλλά ότι 20% των κατοίκων της δηλώνουν ελληνόφωνοι ή Έλληνες, ώστε να ανακηρυχτεί και αυτός ο δήμος μειονοτικός, και να υπάρξουν οι γενναίες παραχωρήσεις που δίνει το αλβανικό κράτος (οδική σήμανση και στην ελληνική, ελληνική σημαία, ιστοσελίδα δήμου στην ελληνική κ.ά.), αν επιτευχθεί αυτός ο (ομολογουμένως και κακώς δύσκολα επιτεύξιμος) στόχος. Είναι προφανές και από αυτό πως ούτε η εκλογή Μπελέρι στο δήμο αποδεικνύει «ελληνική πλειοψηφία» (άσχετα αν η ψήφος στα μειονοτικά κόμματα και υποψηφίους είναι εκεί πιο συμπαγής – όχι μεγαλύτερη, αλλά αναλογικά με τους δηλούντες Έλληνες – ακόμα και σε σχέση με τη Δρόπολη).

Βέβαια, αν είμαστε τίμιοι, καλό θα ήταν να αναρωτιόμασταν αν η Ελλάδα επίσης έχει έστω τέτοιο μέτρο ή πρόβλεψη για αναγνώριση μειονότητας, έστω και σε επίπεδο δήμου με αυθαίρετα όρια (που είναι τραβηγμένο πλαίσιο από αλβανικής πλευράς, προφανώς για την αποτροπή ανακήρυξης μειονότητας) ή αν θα θέλαμε η ΕΕ να μας επιβάλλει αναγνώριση μειονότητας (αντί να το κάνουμε μόνοι μας). Τότε, όμως, ίσως συμφωνούσαμε ότι όντως είναι θεμιτό να υπάρχει ως και ένα ελάχιστο όριο πληθυσμιακό ή πραγματικής εντοπιότητας για την ανακήρυξη μιας περιοχής ως μειονοτικής. Επίσης, καταλαβαίνει κανείς ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το δικαίωμα του ατομικού εθνικού αυτοπροσδιορισμού, που αρνείται η Ελλάδα για τους πολίτες της που θέλουν να δηλώσουν μειονοτικοί, «καίγεται», όταν ζητά την εφαρμογή του στην Αλβανία. Γενικά, αυτό το «μονά-ζυγά δικά μας» είναι άλλο ένα «χαρτί» των ιμπεριαλιστών για να κρατούν το ελληνικό κράτος χειροπόδαρα, με αυτή του την ασυνέπεια. Αυτό θέλουμε; Όχι. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι η ύπαρξη των μειονοτήτων, αλλά η καταπίεση των μειονοτήτων που δίνουν «πάτημα» στον ιμπεριαλισμό να παρεμβαίνει.

Δεν θα γραφτούν περισσότερα. Πραγματικά, ο ελληνικός λαός και η μειονότητα, μόνο με αποπροσανατολιστικά (επιπέδου Μακεδονικού δεκαετίας ’90) ζητήματα δεν χρειάζεται να ασχολούνται, για να περνάνε στο μεταξύ όλα τα αντιλαϊκά σχέδια, καθώς και υποχωρήσεις αλλού, σε Αιγαίο-Κύπρο. Γιατί έτσι μόνο (κι όχι επειδή «είναι ιμπεριαλιστική η Ελλάδα») μπορεί να εξηγηθεί η σπουδή Μητσοτάκη για πιθανά προσκόμματα στην αλβανική ένταξη στην ΕΕ, τα οποία αναβαθμίζουν αντικειμενικά το ρόλο της Τουρκίας και στην Αλβανία και κρατούν αδιαμφισβήτητη την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στη γείτονα σε βάρος άλλων ιμπεριαλιστών, εν προκειμένω της ΕΕ. Η όποια «αυτονομία» και «πρωτοβουλία», βέβαια, του Μητσοτάκη στην κίνηση στην κίνηση αυτή με τον Μπελέρι (αν δεν ήταν εντολή) συνίσταται στην εκδούλευση που πούλησε στις ΗΠΑ (άσχετα αν αυτές όντως θέλουν κάτι τέτοιο και δεν του τρίξουν σύντομα τα δόντια), ώστε να φανεί, έστω και για λίγο, ως «πατριώτης» επικοινωνιακά και μόνο (γιατί ζημιά κάνει), την ώρα που κάνει πίσω σε Αιγαίο-Κύπρο. Ή, μήπως, η Ελλάδα είναι τώρα λιγότερο εξαρτημένη από όσο την προμνημονιακή εποχή του βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ; Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο το ότι ο Μητσοτάκης σπεύδει να χαλάσει τις σχέσεις με την Αλβανία τη στιγμή που υπάρχει η πλέον φιλική από εποχής Χότζα κυβέρνηση στη γείτονα. Σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως του αν δεν είναι θετική για τον αλβανικό λαό η ένταξη στην ΕΕ, το φόβητρο της «πόρτας» από την Ελλάδα θα ωθήσει το αλβανικό κράτος ή τον λαό σε αναζήτηση άλλων φίλων και οδών, π.χ. Τουρκία. Τι συμφέρον έχει η Ελλάδα από μια τέτοια περικύκλωσή της, μόνο οι οπαδοί της υποψηφιότητας Μπελέρι μπορούν να το εξηγήσουν.

Νουβέλα του Οντισέ Γκρίλο από το αλβανόφωνο Βούνο της Χιμάρας ως σχολικό βιβλίο για τη μειονότητα.

Πραγματικά, όποιος αγαπάει τη μειονότητα, δεν θα πρέπει να δεχτεί για άλλη μια φορά από το 1912 να γίνει αυτή αντάλλαγμα, αυτή τη φορά μάλιστα με το ακόμα πιο υποκριτικό επιχείρημα ότι τώρα «προωθούμε τα συμφέροντά της». Και, επειδή τα χρόνια περνούν, και οι Έλληνες που συμμετείχαν αδελφικά με τους Αλβανούς στην οικοδόμηση του αλβανικού λαϊκοδημοκρατικού κράτους και (πλην της δεκαετίας του ’80) έκλεισαν την ψαλίδα της Αλβανίας με την Ευρώπη, σιγά-σιγά, πεθαίνουν, αφήνοντας τις νεότερες γενιές βορειοηπειρωτών να μαθαίνουν την ίδια τους την ιστορία από ελλαδίτες φασίστες και να χειραγωγούνται αναλόγως, επείγει η ανάληψη πρωτοβουλίας για έναν προοδευτικό πόλο στις τάξεις των νεότερων βορειοηπειρωτών που διαμένουν στην Ελλάδα. Κόσμος υπάρχει. Διάσπαρτος, απογοητευμένος, πολλαπλώς εγκαταλελειμμένος. Αλλά υπάρχει. Αρκεί να πιστέψουν κάποιοι σε αυτόν.

Tagged: , , ,

Σχολιάστε