Για το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών της 9ης Ιούνη 2024

Καταρχάς, αξίζει μια αναφορά στην αποχή. Σε σύγκριση με τις εκλογές του Μάη του ’23, που είναι το πραγματικό μέτρο, 2 εκατομμύρια περισσότεροι πολίτες (6.061.040 έναντι 4.062.092) επέλεξαν να απέχουν, αύξηση 33%. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι κάτι το θετικό. Πρώτον, γιατί η έλλειψη «έμπνευσης» να πάει κάποιος να ψηφίσει δεν σημαίνει αυτομάτως και αμφισβήτηση του κομματικού συστήματος, πολλώ δε μάλλον του πολιτικού. Αλλά και στο μικρό ποσοστό που επί του παρόντος σημαίνει αμφισβήτηση, στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της δεν συνδέεται με ενεργό αγώνα για ανατροπή του. Η χτεσινή αποχή δεν χωρά καν στα καλούπια του αυθόρμητου, που προϋποθέτει αν μη τι άλλο ενδιαφέρον, έστω και σε συνθήκες άμπωτης. Δεύτερον, γιατί, αν ενδιαφερόμαστε να εντοπίζουμε το κάθε φορά αδύνατο σημείο του αντιπάλου και δεν κάνουμε απλώς ιδεολογική «ταξική»-«αντικαπιταλιστική» ζύμωση, τότε θα συμφωνούσαμε πως αδύνατο σημείο του αντιπάλου παραμένει το κομματικό σύστημά του, με το «ένα κόμμα και κάτι ψιλά». Και με δεδομένη την «κινηματική άμπωτη», αυτό περισσότερο θα κλονιζόταν από μια ανατροπή στις συγκεκριμένες επιδόσεις του βασικού (εναπομείναντα) πυλώνα του, του «δεύτερου» (σπασμένου στα δύο και ακόμα υπό συγκρότηση) και των παραφυάδων τους, παρά μέσω μιας αποχής. Ακόμα και τώρα, περισσότερο απονομιμοποίησε τον Μητσοτάκη το 28% (ιδίως αφού ο ίδιος είχε τον πήχη στο 33% ανεξαρτήτως αποχής), παρά το 41% συμμετοχή, περισσότερο του στοιχίζει η χαμηλότερη εκλογική επίδοση στην ιστορία της ΝΔ (1.125.602 ψήφοι, λιγότερες ακόμα και από τις πρώτες εκλογές του 2012, με τον Σαμαρά να είναι από πάνω πια). Αντίθετα, το ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι της επέλεξαν να απέχουν, παρά να ψηφίσουν άλλο κόμμα, λειτουργεί υπέρ του, αφού του δίνει περισσότερα περιθώρια δικαιολογιών (καύσωνας, χαλαρότητα ευρωεκλογών κλπ.). Οι όποιες πρωτοβουλίες ήδη προαναγγέλλονται (π.χ. ανασχηματισμός) ή ανακοινώνονται για την ενίσχυση του κομματικού συστήματος (π.χ. Τεμπονέρα-Κοτσακά), επικαλούνται τον συσχετισμό ανάμεσα στα συμμετέχοντα κόμματα (π.χ. άνοδος ακροδεξιάς), όχι αυτόν ανάμεσα στη συμμετοχή και την αποχή. Και, φυσικά, δεν αξίζει δεκάρα ο κοινωνιολογικού επιπέδου δήθεν προβληματισμός για την αποχή στα πάνελ χτες ή τις εφημερίδες σήμερα. Και τον Ιούνη του ’23, 53,74% ήταν η συμμετοχή, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να έχει ως βασικό επιχείρημα το «σαρανταένα τα ‘κατό – σκάστε».

Αλλά και κινηματική άμπωτη να μην υπήρχε, καλό είναι να θυμόμαστε ότι με την αποχή από κάτι που έχει παραχωρήσει (έστω και με το ζόρι) η αστική τάξη, δεν παίζουμε εύκολα. Ένα τακτικό λάθος μη αξιοποίησης κάθε νόμιμης δράσης (ενίοτε ακόμα κι αν έχει κανείς επιλέξει τον ένοπλο αγώνα), μπορεί, ακόμα και σε κινηματική άνοδο, να πληρωθεί ακριβά, αν δεν έχουν δημιουργηθεί οι υποδομές «υποδοχής» ενός «κινηματικού κόσμου» για την ώρα της άμπωτης, η οποία μπορεί να αρχίσει ακόμα και με το κλείσιμο της κάλπης. Κι αν κρίνουμε από το επίπεδο προετοιμασίας των – κατά κανόνα, σε διαλυτικό βαθμό ακραίων σεχταριστών – προοδευτικών κηρύκων της αποχής, που αισθάνονται σήμερα, όπως κάθε Ιούλη, …νικητές και δικαιωμένοι (η άποψη των οποίων, όμως, για «μη νομιμοποίηση» των εκλογικά νικητών, ποσώς ενδιαφέρει τους τελευταίους και το σύστημα που υπηρετούν, που προχωρούν απρόσκοπτα στην υλοποίηση της πολιτικής τους), κλάφ’ τα Χαράλαμπε. Μάλιστα, αυτή τη φορά, παρατηρήθηκε ότι από αρκετούς προοδευτικούς κήρυκες της αποχής δαπανήθηκε σχεδόν η ίδια ποσότητα «φαιάς ουσίας», πόρων, χρόνου κλπ. όσο και με το αν συμμετείχαν στις εκλογές, ενώ, υποτίθεται ότι αυτός ο χρόνος εξοικονομείται για να «δαπανάται» σε «κινηματικές δράσεις», «ταξική πάλη» κλπ. Κανονική προεκλογική εκστρατεία έγινε από κάποιους, οι οποίοι, όμως, έκαναν, ως συνήθως, ιδεολογική ζύμωση, εν προκειμένω για την ΕΕ και, πάλι, όχι τεκμηριωμένη με στοιχεία, αλλά γενικόλογη και γεμάτη χαρακτηρισμούς που, στον άσχετο, τον προκατειλημμένο, τον επί 40 χρόνια βομβαρδιζόμενο για την ΕΕ, φαντάζουν απλώς υποκειμενικοί, αν όχι αβάσιμοι, και δεν του αναπτύσσουν καν την θέληση για αμφισβήτηση, έστω για κουβέντα. Αυτό, φυσικά, ισχύει και για τους αντιΕΕ που συμμετείχαν.

Έτσι, όμως, δεν έχουμε απλά μια τρύπα στο νερό, αλλά, όσο περνούν τα χρόνια, κάτι χειρότερο. Το ίδιο το σύστημα που αφειδώς, από εποχής μεταπολίτευσης, επιτρέπει-προσφέρει και «αντισυστημικότητα», καθότι αυτή, τέτοια που είναι, αποτελεί άτυπο πυλώνα του κομματικού συστήματος (και σε αυτό περιλαμβάνονται και οι της «επαναστατικής» πτέρυγας, είτε των απεχόντων είτε των συμμετεχόντων στις εκλογές, λόγω οικειοθελούς σεχταρισμού τους), τη μεταφέρει από τα αριστερά του κομματικού συστήματος στα δεξιά. Πλέον, ενώ αποσύρεται ακόμα και η γενιά όχι μόνο της «μεταπολίτευσης», αλλά, σιγά-σιγά, και των «χρυσών» χρόνων του «σημιτισμού», οι νέες γενιές όχι απλώς δεν έχουν έστω αναμνήσεις από τον προπάππου αντάρτη ή τον παππού που, μεταπολιτευτικά, κάποια στιγμή, απήργησε για πάνω από μία συνεχόμενη μέρα, αλλά (ελέω σεχταρισμού) απρόσκοπτα διαποτίζονται με μίσος για οτιδήποτε το κοινωνιοκεντρικό, πολλώ δε μάλλον για προοδευτικούς κοινωνικούς αγώνες. Ας χαίρονται οι σεχταριστές μας τους 800.000 οι οποίοι ψήφισαν κόμματα δεξιότερα της ΝΔ (τα οποία λεηλάτησαν ως και τα «αριστεροτουρκοφαγικά» ψηφοδέλτια), και τους οποίους θα στείλουν στους μελιγαλάδες, όπως λένε ή «αποπνέουν». Ο σεχταρισμός, εν ολίγοις, 12 ολόκληρα χρόνια μετά την κινηματική άμπωτη στην Ελλάδα ελέω σεχταρισμού (καθώς δεν υποδείχτηκε στον λαό κάποια άλλη διέξοδος, με ενεργό συμμετοχή του στην εκπόνηση πολιτικής για αυτή, κάτι που προϋπόθετε και τις αντίστοιχες οργανωτικές υποδομές, με αποτέλεσμα αυτός να κάνει απλώς ό,τι ήδη γνώριζε: να περιοριστεί σε ψηφοφόρος, ψηφίζοντας ό,τι του φαινόταν πιο οικείο, δηλαδή, ανοιχτό) δεν είναι πια απλά ο νο. 1 θανάσιμος εχθρός της επανάστασης (άσχετα πως αυτοαποκαλούνται ή και πραγματικά πιστεύουν οι σεχταριστές), αλλά της διάδοσης έστω και της παραμικρής προοδευτικής αντίληψης.

Ας δούμε, όμως, και κάποια συγκεκριμένα εκλογικά αποτελέσματα. Ως συνήθως, δεν θα γίνει λόγος για ποσοστά, που χρησιμοποιούνται για λόγους εντυπωσιασμού, αλλά για ψήφους, γιατί ο κόσμος δεν αλλάζει με ποσοστά, αλλά με πεπεισμένους για αυτή την αλλαγή ανθρώπους. Έτσι, λοιπόν, δεν μπορούμε να μη δούμε ότι το ψηφοδέλτιο με τίτλο «ΚΚΕ», σε σχέση με τον Μάη του 2023 έπεισε 58.837 ανθρώπους λιγότερους. Κι αυτό, παρότι, εδώ και κανά χρόνο, έχοντας μπετονάρει το μεγαλύτερο τμήμα του εναπομείναντος αριστερού προοδευτικού κόσμου, κάνει τώρα άνοιγμα μόνο προς τα δεξιά: ακόμα και υποστηρικτή των ιδιωτικών πανεπιστημίων έβαλε στο ψηφοδέλτιό του και δεν άνοιξε μύτη από αριστερούς ψηφοφόρους του, καθώς για αυτούς είναι ένα προσωπικό «αποκούμπι», χωρίς προοπτική «επανόδου» τους «σε αγώνες». Όμως, η έτσι κι αλλιώς (προ Κασελάκη) μεταπολιτική αυτού του κόμματος (μεταπολιτική, γιατί 1)έχει μόνο τα δ.σ. των μαζικών του οργανώσεων να λειτουργούν και δεν εμπλέκει κόσμο στην εκπόνηση πολιτικής και σε μάχες με συγκεκριμένα στο συσχετισμό με τον αντίπαλο αποτελέσματα – όχι «παρακαταθήκες», 2) γιατί πουλά «συγκίνηση», λόγω μπραντ νέημ, 3) γιατί παίζει με καταστάσεις «luben») θα δείξει, σύντομα, τα όριά της, τόσο γιατί οι «συγκινούμενοι» πεθαίνουν πια (ακόμα και οι β’ γενιάς με αναμνήσεις από τους γονείς που έζησαν τα ηρωικά χρόνια της δεκαετίας του ’40), όσο και επειδή η ίδια η χρησιμότητά του στο κομματικό σύστημα θα μειωθεί, καθώς, ακόμα κι αν στραφεί εκεί κι άλλος κόσμος, και το ίδιο το σύστημα το επιλέξει περίπου όπως κάποτε τον Σύριζα, η έλλειψη περιεχομένου του κελύφους θα φανεί.

Ας δούμε, όμως, και τον λοιπό «οπορτουνιστικό» χώρο. Το Μέρα25 έχασε 53.980 ψήφους σε σχέση με το Μάη του ’23. Αυτό αποτελεί ένδειξη του ότι ο τεχνοκρατισμός, που επί μνημονίου αναδείχτηκε και αυτός ως λύση (αλλά έστελνε επίσης κόσμο στο σπίτι, αφού το πρόβλημα θα το έλυναν οι «ειδικοί», εν προκειμένω, ο «ειδικός») έχει όρια, αφού ένας κόσμος που αγωνίστηκε (όπως αγωνίστηκε), ενώ πνίγεται κι όταν δεν έχει λουμπενοποιηθεί ή μεταναστεύσει, δεν έχει όρεξη επί 15 χρόνια να λύνει εξισώσεις και γρίφους. Ένα πράγμα ο εκ των ων ουκ άνευ στοιχειοθετημένος λόγος και άλλο η (ίσως επιτηδευμένα) κοινωνιολογίζουσα-«επιστημονική» γλώσσα. Ένα πράγμα η συγκροτημένη κομματική οργάνωση, που στόχο έχει να ανεβάζει το επίπεδο των μελών και, με τη σειρά τους, αυτά της κοινωνίας ενώ δίνουν συγκεκριμένες μάχες (και όχι γενικά «πόλεμο», «ταξικό» ή με κάποια «χρεογραφειοκρατία») και άλλο η «αμεσοδημοκρατία» (της, όπως πάντα, ενός ανδρός αρχής) των προαποφασισμένων προτάσεων, των παράλληλων μονολόγων και της καλλιέργειας εγωισμών.

Αυτή η πτώση δεν μπορεί να αποδοθεί στην εμφάνιση της «Νέας Αριστεράς» που δεν πήρε ούτε 100.000 ψήφους, πληρώνοντας την από εποχής ΣΥΝ αλαζονεία των στελεχών της, τα οποία δεν έκαναν αυτοκριτική, όχι για την διακυβέρνησή τους, αλλά ούτε καν για τον τρόπο με τον οποίο αυτοκτονικά συμφώνησαν να διεξαχθούν εκλογές που ανέδειξαν τον Κασελάκη («ο κ. Κασελάκης εκλέχτηκε δημοκρατικά», έλεγαν για να δικαιολογήσουν την αποχώρησή τους γιατί «πορεύεται αντιδημοκρατικά», όπως «ατακαδόρικα» συνέχιζαν). Όσο, όμως, κι αν δεν μπορούν να ξεχαστούν από τους λιμοκτονούντες ή τους εξαναγκασθέντες σε μετανάστευση τα χιλιάρικα το μήνα που έπαιρναν τα διορισμένα χαμηλόβαθμα στελέχη της για 5 χρόνια, παραμένουν (αφού έχουν πια μια γνώση κυβερνητικής διαχείρισης) εφεδρεία για το σύστημα – το οποίο, αυτό τον καιρό, τους έχει αναθέσει το ρόλο σάκου του μποξ – και δεν πρέπει να θεωρούνται τελειωμένοι. Κι ο Σαμαράς τελειωμένος φαινόταν το ’96 και για 8 χρόνια (μέχρις ότου ξαναμπήκε ευρωβουλευτής).

Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για την Πλεύση Ελευθερίας, που έχασε 35.114 ανθρώπους σε σχέση με το Μάη του ‘23 (άσχετα αν τότε δεν είχε μπει στη Βουλή). Η μεταπολιτική, το προσωποπαγές σχήμα, η πλήρης προσαρμογή στις ανάγκες του συστήματος, οριακά αφήνουν ψήγματα προοδευτικότητας και επικυρώνουν την εικόνα της αποστροφής στον όλο χώρο του πρώην Σύριζα.

Συνολικά, πάντως, αυτά τα τρία κόμματα έφτασαν τις 333.991 ψήφους, και μια ένωσή τους θα εξασφάλιζε άνετη εκλογή τους, όχι μόνο χτες, που το εκλογικό όριο του 3% ήταν 119.283 ψήφοι, αλλά και σε «κανονικές» εκλογές. Ακόμα και μία συνιστώσα να λείπει, πάλι το όριο περνιέται. Συνεπώς, μόνο κάτι προσωπικές κόντρες παραμένουν, Πλεύση-Μέρα25 είναι μάλιστα και «αμεσοδημοκράτες» (και «τεχνοκράτες»), ενώ και οι τρεις στοχοποιούν τον Τσίπρα, και, έτσι, όπως οι του πάλαι ποτέ Αρ. Ρεύματος «κατάπιαν» το ευρώ τους για να μπουν στο ευρωψηφοδέλτιο του Μέρα25, δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι οι άλλοι θα είναι πιο «συνεπείς» στην προσωπική τους κόντρα, ιδίως αν παίζεται το αν μπουν στη Βουλή (και με την καθίζηση Μητσοτάκη, είναι σχεδόν βέβαιο ότι αντικειμενικά θα πιεστούν εκλογικά όλοι τους). Σε αυτούς, θα πρέπει να προσθέσουμε και τα «οικολογικά» ψηφοδέλτια (Κόκκαλης, Πράσινοι), που εξασφάλιζαν σχεδόν 70.000 ψήφους, περισσότερους από τις 50.000 του Μάη του 2023. Προσοχή, όμως: δεν μπορούν να αθροιστούν αυτές οι 400.000 ψήφοι στον Σύριζα (ούτε θα σωζόταν ο Σύριζα αν τις είχε – οι απώλειες τέτοιου κόμματος δεν πρέπει να υπολογίζονται με βάση τον Μάη του ’23, δηλαδή «μόλις» 591.488 χαμένες ψήφους–), ούτε τώρα, ούτε στις επόμενες εκλογές. Κι αυτό γιατί το πολιτικό σύστημα δεν έχει ανάγκη μόνο από δύο πυλώνες στο κομματικό του σύστημα (έστω και υπό τη μορφή «1+1/2+1/2»), αλλά ταυτόχρονα και από παραφυάδες (όπως όταν έδινε 80% στον δικομματισμό, είχε και άλλους δυο να παίζουν το ρόλο του «σκληρού» και του «μαλακού»). Και το πολιτικό σύστημα, στον Κασελάκη, ανέθεσε να ξύσει τον πάτο του βαρελιού, προσπαθώντας να τραβήξει έναν απολιτίκ κόσμο (πράγμα που δεν επιτεύχθηκε), όχι να πάρει ψήφους από άλλους (π.χ. από Πασόκ, που, με τη σειρά του, δεν έχασε απλώς λόγω Λοβέρδου, αλλά γιατί ο ρόλος της «ήρεμης δύναμης» που δεν λέει τίποτα, ο οποίος συνίστατο στο να ρίξει κι άλλο τους τόνους στο κομματικό σύστημα και την κοινωνία, έχει κι αυτός όρια, όταν ζητούμενο πια είναι μια νέα πρόταση που θα εμπνεύσει ή έστω θα συμβάλλει επιτέλους σε έναν πιο γερό 2ο πυλώνα του κομματικού συστήματος).

Τέλος, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί η περαιτέρω πτώση της Ανταρσύα, κατά άλλους 11.156 ανθρώπους. Το οργανωτικό μοντέλο Σύριζα με τις τοπικές οργανώσεις-χώρους ατομικής εκτόνωσης της «βάσης», τις συνεννοήσεις από τα πάνω, τα πισώπλατα μαχαιρώματα και τα ωμά αδειάσματα στην πράξη της «κοινής δράσης» δεν είναι ό,τι συγκρατεί κόσμο εν μέσω άμπωτης. Κι αυτό επιδεινώνει την κατάσταση, την ώρα μάλιστα που, σε καιρούς προώθησης της μεταπολιτικής από όλους τους βασικούς φορείς του κομματικού συστήματος, δεν είναι καλή η διακριτότητα του πολιτικού στίγματος (έναντι του «ΚΚΕ», αυτή τη φορά), όπως αυτό εκφράζεται πρωτίστως μέσα από μιντιακά προβεβλημένα συνδικαλιστικά στελέχη του δημοσίου (αναπαράγοντας τη διόλου απελευθερωτική λογική «πες τα Χρυσόστομε») π.χ. για την Υγεία, ή με τις θέσεις για την Ουκρανία, τις θέσεις και την ασυνέπεια στις κινητοποιήσεις για το Παλαιστινιακό κλπ., κι ενώ αναδεικνύονται και οι συνέπειες της μονιμοποίησης της διάσπασης της ΕΑΑΚ που δυσκολεύει πια ακόμα και την κυνική ανακύκλωση δυναμικού. Ομοίως, δεν θα πρέπει να μη σχολιαστεί η περιορισμένη για ευρωεκλογές αύξηση των ψήφων του Μ-Λ ΚΚΕ σε σχέση με τις εθνικές (πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια έμεινε σε τετραψήφιο αριθμό ψήφων – 6.836 ψήφοι – σε ευρωεκλογές, μακράν και των 9.639 ψήφων του 1994), πράγμα που δείχνει ότι ξαναγίνεται αισθητή η απομόνωσή του, μετά και τη διάλυση της τελευταίας (έστω και ακραία περιορισμένης εμβέλειας) πολιτικής του συνεργασίας, και πληρώνεται η αδιαφορία για πλατύτατες πολιτικές συνεργασίες με συγκεκριμένο στόχο – το αδύνατο σημείο του αντιπάλου –, οπότε και το όποιο διακριτό πολιτικό στίγμα (π.χ. με την ορθή εναντίωση κατά των «πλαισίων» στους συλλόγους, ή την αναφορά σε «Δημοκρατία» έστω και ως σύνθημα προπαγάνδας) χάνεται, ιδίως μετά και τα τελευταία «μασήματα» έναντι του ρωσικού ιμπεριαλισμού και των πεπραγμένων του στην Αφρική ή τη σχεδόν θετική παρουσίαση της διεύρυνσης των Brics.

Και τώρα, τι; Λεγόταν ήδη από το ’12-’14 το ότι, αν δεν δημιουργούταν οργάνωση υποδοχής του κόσμου την ώρα της άμπωτης, η κατάσταση θα ήταν σαν την ανατολική Ευρώπη μετά το ’89: φύλλο δεν θα κουνιόταν. Έτσι, αν όλα «πάνε καλά», ο πολιτικός κύκλος (όπως αυτός ορίζεται από τις επόμενες εκλογές) μπορεί να φτάσει ως και τα τρία χρόνια, αν στο μεταξύ δεν μεσολαβήσει κάποιο μεγάλο γεγονός, εθνικών διαστάσεων, μεγαλύτερο και των Τεμπών (αναφέρεται αυτό, μιας και οι σεχταριστές μας ασχολήθηκαν, ακόμα και τότε, αποκλειστικά με το κήρυγμα για τον καπιταλισμό, και άφησαν στο απυρόβλητο το αδύνατο σημείο του πολιτικού συστήματος και τον εναπομείνατα στυλοβάτη του, τον Μητσοτάκη, που βγήκε αλώβητος). Υπάρχει, βέβαια, πάντα και το ενδεχόμενο να υπάρξει και πτώση Μητσοτάκη μετά από ανακατατάξεις στον επιχειρηματικό τομέα: σήμερα κιόλας ανακοινώθηκε η αποχώρηση Μελισσανίδη από ΑΕΚ, ίσως και για να καταλαγιάσει σε μεγάλο βαθμό η οργή έναντι του Μητσοτάκη που έχει ο Μαρινάκης (αν και οι μεταπτώσεις στη σχέση τους δεν γίνεται παρά να συνεχίζονται), ο οποίος αγόρασε και το μπραντ νέημ της «Ελευθεροτυπίας», ίσως για να φτιάξει έναν κεντροαριστερό πυλώνα στα ΜΜΕ ως αντιστάθμισμα. Αυτό δεν γράφεται για να περιμένουμε σωτηρία από έναν έλληνα Πριγκόζιν, αλλά για να αναδειχτεί το θετικό: ότι, μετά από μια 3ετή (12-15) και μια 9ετή (15-24) εμπειρία, και έχοντας δει πού οδηγεί ο «ταξικισμός» και η «ιδεολογική ζύμωση συν ακτιβισμός», μπορεί να συγκροτηθεί πια ένας πολιτικός φορέας που θα κάνει έναν πολιτικό προγραμματισμό με συγκεκριμένους στόχους-μάχες (τις οποίες τακτικά και αυτοκριτικά θα απολογίζει) και θα εντοπίζει το κάθε φορά αδύνατο σημείο του αντιπάλου: ένας φορέας που, με σφυριά τις πλατιές πολιτικές συνεργασίες που είναι απαραίτητες (αλλιώς δεν θα δίνει μάχες, παρά μόνο θα κάνει «πόλεμο», «ταξικό», στη φαντασία του, βεβαίως) και το αυξανόμενο στους εργαζόμενους κύρος και αξιοπιστία, που θα έρθουν μέσα από οικοδόμηση συγκροτημένης οργάνωσης και όχι απλώς με μια συνεχή «παρουσία στα κινήματα» αλλά με σχέσεις με τον λαό (και αυτό προϋποθέτει στοιχειώδη ανοιχτότητα και σε οργανωτικό επίπεδο και σε επίπεδο έμπρακτης αποδοχής της εξωκομματικής κριτικής), θα χτυπά εκεί για να του προκαλέσει ρήγμα. Για τη δημιουργία ενός τέτοιου φορέα υπάρχει και το παρόν ιστολόγιο, ένα περίγραμμά του έχει ήδη σκιαγραφηθεί και το περαιτέρω συμπλήρωμα ή και αναίρεση πτυχών του περιγράμματος αυτού από κάθε ενδιαφερόμενο είναι καλοδεχούμενο.

Σχολιάστε