Για να μην είναι θέμα μόνο μιας γενιάς (Με αφορμή τις εκλογές στη Ν. Αφρική)

Οι εκλογές της 29ης Μάη 2024 στη Ν. Αφρική σηματοδότησαν το τέλος μιας ολόκληρης εποχής: της μετά-απαρτχάιντ, που ξεκίνησε το 1994. Το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC), για πρώτη φορά στα 30 αυτά χρόνια, έχασε την απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων, παίρνοντας 40%. Ήταν, εν πολλοίς αναμενόμενο, όπως θα δούμε παρακάτω: όχι μόνο επειδή υπέστη μια διάσπαση από τον πρώην πρόεδρό του, Τζέικομπ Ζούμα, που διώκεται για περίπου 800(!) υποθέσεις διαφθοράς, το κόμμα του οποίου, υιοθετώντας τον ιστορικό τίτλο της παραστρατιωτικής ομάδας του κόμματος επί απαρτχάιντ, απέσπασε 14,5%. Τώρα, αφού απέκλεισε το ενδεχόμενο να συνασπιστεί με τον Ζούμα (ο οποίος, ουσιαστικά, το μόνο που ζητούσε ήταν αμνηστία για την υστεροφημία του – 82χρονος γαρ) και τους ρωσολάγνους «αριστερούς» με την ονομασία «Μαχητές της Οικονομικής Ελευθερίας» (για να δούμε και πόσο διαφορετικές είναι οι έννοιες από χώρα σε χώρα), που έκαναν ως και κανονικές καταλήψεις δρόμων απαιτώντας εθνικοποιήσεις, και πήραν 9,52%, το ANC αναγκάζεται να κάνει συμμαχία με το βασικό κόμμα των Λευκών, τη νεοφιλελεύθερη Δημοκρατική Συμμαχία (DA), που πήρε 21,81%.

«Να σώσουμε την Ν. Αφρική», λέει το κεντρικό σύνθημα της DA. (φωτό)

Έτσι, το ANC ακολουθεί τη μοίρα πολλών άλλων, ακόμα και ριζοσπαστικότερων, εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, ιδίως της Αφρικής, που εκφυλίστηκαν, ως κυβερνητικά κόμματα, μετά τη λήξη της αποικιοκρατίας. Όμως, υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στη Ν. Αφρική. Αυτή συνίσταται όχι στο ότι το ANC δεν απέκτησε καθεστωτικά χαρακτηριστικά και, έξυπνα κινούμενο, για να μη ρισκάρει τα πάντα, δεν προέβη, όπως σε αντίστοιχες περιπτώσεις άλλα τέτοια κόμματα, σε νοθεία (στη γωνία το περίμεναν, άλλωστε, και οι δυτικοί ιμπεριαλιστές με τους σιωναζί για να του τη φέρουν), αλλά στο ότι, τώρα, οι λευκοί (μιλώντας χοντρικά, πάντα) είναι σε θέση να πάρουν τη ρεβάνς, καθώς κινήθηκαν πιο πονηρά: Δεν έφυγαν μαζικά από τη χώρα (στα καλύτερά τους τη δεκαετία του ’70 ήταν 5 εκατομμύρια και τώρα είναι 4,6) και περίμεναν απλώς λίγα χρόνια να «ξεδώσουν» αυτοί τους οποίους καταπίεζαν (ελλείψει επαναστατικού πολιτικού φορέα). Γνώριζαν ότι ξεκινάνε τη μετα-απαρτχάιντ εποχή όχι μόνο με διαφορά στο εισόδημα (13,5% του μέσου εισοδήματος των Λευκών ήταν το μέσο εισόδημα των μη λευκών – επί τη ευκαιρία, στην Παλαιστίνη είναι 12,9%), αλλά και με διαφορά στην ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου, καθότι είχαν περισσότερες προσβάσεις στην εκπαίδευση και σε διοικητικές θέσεις. Το ANC, επίσης, ήξερε πως μια μαζική αποχώρηση των Λευκών στην αρχική μεταψυχροπολεμική περίοδο, δηλαδή, σε καιρούς που δεν θα μπορούσε να βρει συμμάχους μεγάλες δυνάμεις ακόμα κι αν το ίδιο ήθελε να ξεπουληθεί (ας θυμηθούμε ότι, ακόμα και η Κίνα αδιαφόρησε στις επισιτιστικές δυσκολίες που αντιμετώπισε λόγω ξηρασίας και απώλειας εμπορικών εταίρων η Β. Κορέα την ίδια περίοδο), θα προκαλούσε αυτόματη κατάρρευση της χώρας. Συνεπώς, δεν προέβη σε ριζοσπαστικά αστικά μέτρα, όπως απαλλοτρίωση των μεγάλων εκτάσεων και επιχειρήσεων που κατείχαν οι λευκοί (που θα είχε, εν προκειμένω, νόημα μόνο αν συνοδευόταν και από μια επαναστατική εξουσία, η οποία θα απαγόρευε την έξοδο στους λευκούς και θα υποχρέωνε τους λευκούς ειδικούς να κάνουν τη δουλειά τους όπως πρέπει, όπως αντίστοιχα συνέβη με την Οκτωβριανή Επανάσταση), αλλά προσπάθησε με εντελώς γραφειοκρατικά-ρεφορμιστικά μέτρα να ανεβάσει το επίπεδο των μη λευκών με το να αναπτύξει μια γραφειοκρατία και μια «μεσαία τάξη» μη λευκών και με το να αναπτύξει μια στοιχειώδη επιβίωση για τους μη λευκούς: με νόμους είτε θετικών διακρίσεων στην απασχόληση μη λευκών, είτε ενίσχυσης της ιδιοκτησίας μεγάλων επιχειρήσεων από μαύρους και με έναν κρατικό κορβανά να θέλει να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα δεκαετιών απαρτχάιντ. Έτσι, έγινε κάτι αντίστοιχο με το Πασόκ της δεκαετίας του ‘80. Τα αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα για ένα καπιταλιστικό καθεστώς: αφενός, δυσανάλογη αποδυνάμωση μικρότερων επιχειρήσεων έναντι των μεγαλύτερων (λόγω υπαρκτής διαφοράς στην παραγωγικότητα εργασίας λευκών-μη λευκών) και φτωχοποίηση ως και κάποιων λευκών, αφετέρου, διαφθορά μη λευκών στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και εξώθηση των τελευταίων σε δανεισμό που, σε συνδυασμό με διεθνείς εξελίξεις, όπως η κρίση των νοτιοασιατικών τίγρεων ήδη από το 1997, σήμαινε εμπλοκή τους στον φαύλο κύκλο του χρέους. Ταυτόχρονα, πράγματι, μία «μαύρη μεσαία τάξη» μπορεί κανείς να πει ότι φτιάχτηκε, που συχνάζει στα mall (όπου είναι συγκεντρωμένη η εμπορική ζωή των πόλεων) ή σε wannabe χιπστερογειτονιές δυτικής Αττικής, ούτε καν Αθήνας (με ακραία, ωστόσο ακόμα, εγκληματικότητα έναντι των ξένων) και η Ν. Αφρική έχει το μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Όμως, αυτή η μεσαία τάξη, όσο μεγαλώνουν και οι ανάγκες (π.χ. για εξηλεκτρισμό), όσο και να αυξηθεί, δεν αρκεί για να δίνει αυτή την κατεύθυνση: ούτως ή άλλως, μη καθοδηγούμενη από κάποιον επαναστατικό πολιτικό φορέα, πρακτικά, τείνει να μιμείται τους λευκούς. Εξάλλου, η πρωτοκαθεδρία των λευκών σε όλους τους τομείς συνεχίζεται, ενώ, η ανάμειξη λευκών-μη λευκών και δη μαύρων, σε κοινωνικό επίπεδο προχωρά, αλλά, αργά, όπως ήταν αναμενόμενο, και παρότι δεν υπήρξε ιδιαίτερη βία από το ANC για την επίτευξη της απελευθέρωσης (χωρίς αυτή να έχει αποκλειστεί).

Η Δημοκρατική Συμμαχία θα σου «κάνει τη δουλειά». Από παλαιότερη εκστρατεία. (φωτό)

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η Ν. Αφρική έπεσε στην 3η θέση, όσον αφορά τις οικονομίες της Αφρικής, η ανεργία των νέων έφτασε το 50% και η προσφυγή σε σπασμωδικά και νεοφιλελεύθερα μέτρα, όπως η ίδρυση 15 ΕΟΖ, εννοείται πως δεν έφεραν αποτέλεσμα, η εγκληματικότητα ξεπέρασε κάθε όριο (υποβοηθούμενη και από την απουσία φωτισμού των δρόμων στο  μεγαλύτερο τμήμα του Γιοχάνεσμπουργκ – οι ξένοι δεν πάνε πουθενά χωρίς uber και για τη μικρότερη απόσταση), και οι υποδομές που είχε φτιάξει η αποικιοκρατία (π.χ. καλοί βασικοί δρόμοι, πόσιμο νερό στο Γιοχάνεσμπουργκ), που, έτσι κι αλλιώς, για να είναι προσβάσιμες και στους μη λευκούς, χρειάζονταν επέκταση, πρέπει τώρα και να ανανεωθούν. Στην όλη κατάσταση, πρέπει να προστεθεί και η τρις ημερησίως διακοπή ρεύματος (που μόνο την προεκλογική περίοδο δεν σημειωνόταν – κάτι που εξόργισε ακόμα περισσότερο τον λαό), η οποία αποδίδεται και στην αθρόα εισροή μεταναστών και προσφύγων από Ζιμπάμπουε κ.α., που έχει, κατά πολλούς, εν είδει αστικού μύθου, διπλασιάσει τον πληθυσμό της χώρας, κάτι που έχει πυροδοτήσει ως και ρατσισμό (!) και αντιμεταναστευτικά κόμματα (!) των ντόπιων μαύρων έναντι των άλλων.

Οι όροι έχουν αντιστραφεί. «Εξουσία στο λαό» (λογοπαίγνιο με την ίδια λέξη, που σημαίνει και ηλεκτρικό ρεύμα) δίνουν οι άλλοτε υποστηρικτές του απαρτχάιντ. (φωτό)

Έτσι, το DA, που κινήθηκε με προεκλογικά συνθήματα για «σωτηρία» της χώρας, και παρότι ουδέποτε ψηφιζόταν μόνο από λευκούς, έρχεται τώρα δυναμικά να ορίσει την ατζέντα, κυρίως την εσωτερική (αν και επικρίνει κάποιες ακραίες φιλορωσικές θέσεις του ANC, δεν θέτει – παρότι πέρσι ακουγόταν ότι οι ΗΠΑ θα πίεζαν – θέμα παραμονής στα BRICS, αφού και οι ίδιοι οι λευκοί δεν θέλουν να ‘ναι τελευταίοι στην πόλη, αλλά να τα ‘χουν ως διαπραγματευτικό χαρτί έναντι των «ομόδερμών» τους στη Δύση). Μπορεί να ειπωθεί, για την ακρίβεια, ότι η κατάσταση έχει χαρακτηριστικά «παλινόρθωσης»: όχι με την επαναφορά του απαρτχάιντ, αλλά με την έννοια ότι, τώρα, που σιγά-σιγά οι γενιές που έζησαν το απαρτχάιντ αποσύρονται (και ήταν αυτές που στην κυριολεξία κουβαλήθηκαν σε πλάτες και με καροτσάκια για να ψηφίσουν ANC), οι ίδιοι οι απόγονοι των θυμάτων μιας προηγούμενης κατάστασης διακηρύττουν ότι «το πάρτι τελείωσε». Στο Γιοχάνεσμπουργκ δεν είναι δύσκολο πια να συναντήσει κανείς ταξιτζήδες απόφοιτους π.χ. σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών να σου λένε άφοβα (ίσως και λόγω των φουσκωμένων και τεχνοκρατικών μυαλών από τη σχολή) ότι ψιλοέχει δίκιο με όσα λέει το DA, η μόνη ελπίδα τους πια για να μην πάνε στο εξωτερικό. Η έμμεση «λευκοφοβική» ρητορική του ANC δεν τους λέει τίποτα, την ακούνε βερεσέ, αν δεν τη θεωρούν γραφική ή και ρατσιστική.

Οι όροι έχουν αντιστραφεί. «Ρατσιστές» δεν είναι πια οι άλλοτε καταπιεστές, αλλά το άλλοτε κόμμα του Μαντέλα. Από παλαιότερη εκστρατεία του DA. (φωτό)

Για άλλη μια φορά, λοιπόν, στην παγκόσμια ιστορία, βλέπουμε ότι, στη δεύτερη κιόλας γενιά από μια «αλλαγή» (κάθε είδους), η παλινόρθωση καραδοκεί. Είτε στη Σοβιετική Ένωση, όπου, μεταπολεμικά (φυσικά και λόγω του ύπουλου ρεβιζιονισμού και του δυσανάλογα μεγάλου θανάτου κομμουνιστών στον πόλεμο), η 2η γενιά μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, δεν μπόρεσε ούτε καν να καταλάβει ότι πρέπει να αντισταθεί στην παλινόρθωση, είτε στην Κίνα, που την αντιπάλευε μαζικά και οργανωμένα ως και την τελευταία μέρα του θανάτου του Μάο, είτε στην Ελλάδα, που, με το που άρχισε να πεθαίνει η γενιά της Αντίστασης και αυτή που έζησε την ωμή αμερικανοκρατία, σήκωσαν κεφάλι οι γερμανόσποροι και η Μεταπολίτευση, στα 50 της χρόνια, είναι η πλέον συκοφαντημένη περίοδος στην Ιστορία της χώρας, όλα αναδεικνύουν ότι η παλινόρθωση, ενίοτε όχι πάντα με την ίδια μορφή, είναι πολύ εύκολο να επικρατήσει, ιδίως όταν δεν υπάρχει η άμεση εμπειρία της προηγούμενης κατάστασης.

Το ζήτημα, λοιπόν, της αναπλήρωσης της απώλειας της άμεσης εμπειρίας είναι μια από τις μεγάλες προκλήσεις για όσους θέλουν έναν καλύτερο κόσμο. Όχι τυχαία, ο ίδιος ο Στάλιν επεσήμαινε την άμεση εμπειρία ως μία από τις τρεις λενινιστικές αρχές τακτικής των κομμουνιστών και ο Ν. Ζαχαριάδης επέπληττε το 1968 τους αντιρεβιζιονιστές πολιτικούς πρόσφυγες για τη μηδενική τους δουλειά στις νέες γενιές (που, τελικά, σχετικά μαζικά, αρκετοί από τους σημερινούς επαναστάτες προσέγγισαν τις θέσεις τους, αλλά όχι τους ίδιους, αφού αυτοί είχαν πεθάνει πια). Ακόμα «χειρότερα», όχι τυχαία, στη μαοϊκή Κίνα, με βάση και το πάθημα της Σοβιετικής Ένωσης το ‘56, υποδεικνυόταν ότι ακόμα και τα εργατόπαιδα της πρώτης γενιάς μπορούν να εκφυλιστούν, και μόνο η μαζική κινητοποίηση με όρους πολιτιστικής επανάστασης μπορεί να σώζει την κατάσταση.

Τι μπορεί, λοιπόν, να είναι αυτό που θα κάνει τις νεότερες γενιές να επαγρυπνούν να μη χάσουν αυτό που για αυτές είναι δεδομένο και δεν διανοούνται ότι μπορεί να μην είναι; Το ζήτημα είναι τόσο σημαντικό όσο και το να πείσεις κάποιον ότι αξίζει να παλέψει για την αλλαγή. Θα περιοριστούμε στις περιπτώσεις της πραγματικής αλλαγής, άρα, στο πώς αποφεύγεται η παλινόρθωση του καπιταλισμού. Οι τρόποι όξυνσης της μαζικής ταξικής πάλης από πλευράς λαϊκών μαζών, για την αποφυγή της παλινόρθωσης, όπως και η διαχείριση των μη ανταγωνιστικών αντιθέσεων, για την αποφυγή χαρίσματος ολόκληρων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων αλλά και προλετάριων στον ταξικό αντίπαλο, είναι δύο σημεία στα οποία το κομμουνιστικό κίνημα του 20ου αιώνα δεν έδωσε απάντηση ή δεν τα κατάφερε και είναι από τα θέματα στα οποία πρέπει να παραχθεί θεωρία. Οι νεπαλέζοι μαοϊστές, στις αρχές του αιώνα, άσχετα από τον εκφυλισμό του κινήματός τους (για άσχετους λόγους, πρωτίστως διεθνούς συγκυρίας και έλλειψης στηρίγματος και δη αλληλεγγύης) πρότειναν κάποια πράγματα. Ο ανταγωνιστικός πολυκομματισμός (που οι ίδιοι οι μπολσεβίκοι συνεδριακά αποφάσισαν ότι δεν απορρίπτουν από θέση αρχής), το ανταγωνιστικό ψηφοδέλτιο ή έστω οι πολλαπλές υποψηφιότητες (θέση για τις οποίες τα ψηφοδέλτια μετά το σοβιετικό σύνταγμα του 1936 περιείχαν, αλλά δεν εφαρμόστηκαν), πιθανώς, μπορούν όχι μόνο να επιτρέψουν τη δημιουργία αντιρεβιζιονιστικού κόμματος ευκολότερα σε περίπτωση παλινόρθωσης (όπως έλεγαν οι νεπαλέζοι, σωστά υπενθυμίζοντας και τις δυσκολίες μετά το ‘56), και να ακυρώσουν άλλη μια συκοφαντία που εξαπολύουν οι αστοί και ο ιμπεριαλισμός για τον σοσιαλισμό, αλλά είναι ίσως κάποια στοιχεία που, χωρίς να θέτουν το ίδιο το σοσιαλιστικό καθεστώς σε αμφισβήτηση, είναι δυνατό να αυξήσουν την ενεργό συμμετοχή των «βολεμένων» πια μαζών στα κοινά. Όταν, άλλωστε, λέμε ότι η ταξική πάλη συνεχίζεται στον σοσιαλισμό, δεν πρέπει να το περιορίζουμε σε απλό σύνθημα, αλλά σημαίνει ότι πρέπει να δίνονται, για την επίτευξη συγκεκριμένων κάθε φορά στόχων, πολιτικές μάχες, όχι μόνο στη σφαίρα της οικονομίας που μετατρέπονται σε πολιτικές (π.χ. ποσοστό και ποιότητα συνεταιριστικοποίησης της γεωργίας).

Οι όροι έχουν αντιστραφεί. «Μια Νότια Αφρική για όλους» υπόσχονται οι άλλοτε υποστηρικτές του απαρτχάιντ. (φωτό)

Το βάρος πέφτει στα ίδια τα πρωτοπόρα εργατικά, σοσιαλιστικά ή κομμουνιστικά κόμματα: σε αυτά εναπόκειται να μη δέσουν το γάιδαρό τους βασιζόμενα στην τυπική συνταγματική κατοχύρωση της «πρωτοπορίας» τους, αλλά να καταφέρνουν κάθε φορά να είναι πρωτοπόρα στην πράξη. Σε αυτά εναπόκειται να πείσουν τις μάζες, με τον λόγο τους και όχι με διοικητικά μέτρα που, ενίοτε, μπορούν να στραφούν ενάντια και στον ίδιο τον λαό, μετατρέποντας τις μη ανταγωνιστικές αντιθέσεις σε ανταγωνιστικές. Δικό τους είναι το πρόβλημα. Διαφορετικά, είναι σε διάσταση από τις μάζες ή και σε αντίθεση από αυτές (ενίοτε, χωρίς καν να το πάρουν χαμπάρι). Σε αυτό το ιστολόγιο έχει γραφτεί, ρητώς ή με άλλα λόγια, επανειλημμένα: όταν η κοινωνία δεν ασχολείται με την πολιτική, αποκτηνώνεται. Και ενασχόληση με την πολιτική δεν είναι το άθροισμα «τσιτατολογία συν ιδεολογική ζύμωση συν ακτιβισμός». Δικτατορία του προλεταριάτου σημαίνει, στην καλύτερη, πλήρης νίκη, όχι οριστική. Και το να δίνεις μάχες όχι τυπικές, διατήρησης φυσιογνωμίας μετώπου, αλλά πραγματικές, μόνο ακμαίο διατηρεί το φρόνημα του «στρατού». Όπως ένας στρατός κάνει ασκήσεις, κι ας χάνει σφαίρες ή πόρους, το ίδιο και η δικτατορία του προλεταριάτου: δεν ρισκάρει αυτομάτως πολλά με το να «επιτρέπει» να δίνονται μαζικές οι πολιτικές μάχες που, έτσι κι αλλιώς, δίνονται. Τα θετικά είναι περισσότερα από τα όποια αρνητικά. Βήμα, άλλωστε, σε παλινορθωτές δινόταν έτσι κι αλλιώς και στα κομμουνιστικά έντυπα, εν αγνοία μάλιστα των μαζών ή και των επιφανέστερων κομμουνιστών. Καλύτερα κάποια πράγματα να γίνονται ανοιχτά. Όχι ότι και κρυφά δεν θα επιδιώξει ο αντίπαλος να κινηθεί. Όμως, η ανοιχτή κινητοποίησή του, εντός κάποιων ορίων, φυσικά, σημαίνει ευκολότερα τον συναγερμό στις μάζες και τα πρωτοπόρα τους κόμματα, αν αυτά παραμένουν όντως πρωτοπόρα και δεν το κάνουν αυτό ως υποχώρηση, ευρισκόμενα σε άμυνα πια. Ταυτόχρονα, οι καθοδηγούμενες από το πολιτικό κόμμα της πρωτοπόρας τάξης συνεχείς πολιτιστικές επαναστάσεις έναντι του τεχνοκρατισμού, που παλινορθώνει τον καπιταλισμό από την πίσω πόρτα, έναντι της γραφειοκρατίας και του εφησυχασμού, ακόμα κι αν στρέφονται σε τμήμα άλλοτε πρωτοπόρων ή και οργανωμένων δομών τους που έχουν μετατραπεί σε τσιφλίκια τους, δεν είναι ποτέ κακές.

Όλα τα παραπάνω γράφονται με ένα τεράστιο «ίσως». Το ιστολόγιο παραμένει ανοιχτό σε όποιον(-α) θα ήθελε να συμβάλλει σε αυτό το σημείο παραγωγής θεωρίας.

Tagged: , ,

Σχολιάστε