Tag Archives: Πάνος Λαμπράκης (Λαδιάς)

Για το βιβλίο του Μ. Πασιάκου για τον πρώην κλαρίτη και αργότερα στέλεχος του ΕΛΑΣ, του ΔΣΕ και του αντιρεβιζιονιστικού αγώνα Ν. Κιάμο

Έστω και με καθυστέρηση άνω του έτους από την κυκλοφορία του, βρέθηκε το βιβλίο του Μιχάλη Πασιάκου από την ακριτική Σαγιάδα Θεσπρωτίας για τον Νικόλα Κιάμο, και για πολλούς λόγους αξίζει μια αναφορά, τόσο λόγω περιεχομένου όσο και των συνθηκών στις οποίες γράφτηκε. Παράλληλα, με αφορμή το έργο του συγγραφέα, γράφονται και κάποιες γενικότερες σκέψεις.

Το εξώφυλλο του βιβλίου για τον Νικόλα Κιάμο, με φωτογραφία από την εποχή του ΕΛΑΣ

Ο Νικόλας Κιάμος από το Τσαγγάρι Σουλίου (1900-1973), για τους γνώστες της ιστορίας της σύγχρονης Ηπείρου δεν χρειάζεται πολλά λόγια, τουλάχιστον για την αρχική ιδιότητά του: από ένας τυπικός ληστής της ύστερης οθωμανικής περιόδου (ή, για την ακρίβεια, της μεταβατικής δεκαετίας μετά την απελευθέρωση της Θεσπρωτίας το Φλεβάρη του 1913), έχοντας γνωρίσει στη φυλακή τον Νίκο Ζαχαριάδη και ασπαζόμενος, στα 40 του, τις κομμουνιστικές ιδέες, αναδείχτηκε στέλεχος του 24ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, αργότερα βρέθηκε στο Μπούλκες, μετέπειτα ξεχώρισε ως στέλεχος της 8ης μεραρχίας του ΔΣΕ (στη θρυλική 159 ταξιαρχία στο Σούλι), ενώ στην Τασκένδη κυριολεκτικά «τερμάτισε» την, αν μη τι άλλο, πληθώρα εμπειριών που ένας άνθρωπος θα μπορούσε να ζήσει, φτάνοντας, μέσα από τη συμμετοχή του στις οργανώσεις του ΚΚΕ που αναγνώριζαν ως νόμιμο ηγέτη του τον Νίκο Ζαχαριάδη, να συγκρουστεί ανοιχτά από το 1955-‘56 με τον ρωσικό μεγαλοκρατισμό και αργότερα ιμπεριαλισμό, και να καταλήξει στη Σιβηρία, ως διακεκριμένος αγωνιστής των οργανώσεων με επικεφαλής τους Ράφτη (Νεμέρτσικα)-Κυργιάννη (Λακαρέα)-Πάνο Λαμπράκη (Λαδιά), οι οποίοι εξορίστηκαν στη Σιβηρία (ο δε Κυργιάννης, μετά την καταγγελία της εισβολής Μπρέζνιεφ στην Κίνα το 1969, και σε ψυχιατρεία, μέχρι το 1975, υφιστάμενος – δεμένος χειροπόδαρα – βίαιη σίτιση και χορήγηση ψυχοφαρμάκων, καθώς και ξυλοδαρμούς από τρόφιμους) και Γιάννη Γκόγκο. Με δυο λόγια, σε μόλις 73 χρόνια (πέθανε το 1973, μη έχοντας καταφέρει να επαναπατριστεί), ο Κιάμος έζησε πλήρως δύο αιώνες.

Οι συνθήκες για τη συγγραφή βιβλίου με τέτοιο περιεχόμενο, όπως είναι ευνόητο, δεν θα μπορούσε να είναι εύκολες. Όχι λόγω της έδρας του συγγραφέα: αντίθετα, αυτή, ίσως, συνέβαλε στο άνοιγμα περισσότερων στομάτων και στην εύρεση περισσότερων τοπικών πηγών. Ωστόσο, το βιβλίο αναπόφευκτα είναι ανισοβαρές (κι αυτό δεν γράφεται ως κριτική, άλλωστε, δεν έχει νόημα αυτή πια), καθώς τα αρχεία των ύστερων διωκτών του Κιάμου (ρώσων ρεβιζιονιστών-ιμπεριαλιστών και ελλήνων ακολούθων τους), πέραν όσων έχουν διαρρεύσει, παραμένουν κλειστά. Έτσι, ο Μ. Πασιάκος αναγκάστηκε να ενώσει τα διάσπαρτα κομμάτια του παζλ της ζωής του Κιάμου, όπως αυτά υπήρχαν είτε σε ελληνικά κρατικά αρχεία και δημοσιεύματα του προπολεμικού Τύπου, είτε σε γραπτά συμμαχητών ή αντιπάλων του, είτε προφορικές και γραπτές μαρτυρίες πρωτογενείς ή δευτερογενείς, είτε το οικογενειακό ή πολιτικό του αρχείο, όσο διασώθηκε και αυτό.

Παρά την διαφορετικότητα, ως προς την ποιότητα και την έκταση, των πηγών του, και την αναπόφευκτη ανομοιογένεια τους που καθιστά την ένωσή τους σχεδόν συρραφή και, ως ένα σημείο, δεν επιτρέπουν στον μη εξοικειωμένο αναγνώστη να συνάγει μια θετική ή αρνητική αποτίμηση της ζωής του Κιάμου (άσχετα αν αυτό ήταν ή όχι πρόθεση του συγγραφέα), κάτι το έτσι κι αλλιώς δύσκολο λόγω των δύο διαμετρικά αντίθετων ζωών που αυτός κατά σειρά είχε, εντούτοις, στο βιβλίο επιτυγχάνεται να αποτυπωθεί η ζωή και η δράση του Κιάμου, ιδίως την προπολεμική περίοδο, σε μια εποχή που η περιοχή της Θεσπρωτίας/Σουλίου άλλαζε (το τελευταίο συνάγεται από το βιβλίο και το καθιστά ακόμα πιο ενδιαφέρον). Περιγράφεται (σε διαφορετική, όπως προαναφέρθηκε, έκταση) η ζωή του ως βοσκού, που αναγκάστηκε να σκοτώσει, η φυγή του στο βουνό ως κρυμμένου, η παράδοσή του, η ανταλλαγή της ποινής του με το κυνηγητό άλλων ληστών, ιδίως μουσουλμάνων Τσάμηδων, και κατά κάποιους η διά της βίας προπαγάνδιση της φυγής των μουσουλμάνων της Θεσπρωτίας ως Τούρκων, η ταπείνωση αστυνομικών από πλευράς του παρά τη συνεργασία, ο εξαναγκασμός του σε εκ  νέου φυγή, η κήρυξη της Ηπείρου σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για την καταστολή του φαινομένου της ληστείας, η κατά κάποιους συμμετοχή του σε απαγωγή πλούσιου αλβανού μουσουλμάνου μειονοτικού, που αναπόφευκτα έλαβε διεθνείς διαστάσεις, η νέα ζωή του ως εμπόρου αλλά και η παγίδευσή του από ανταγωνιστές του εμπόρους, η φυλάκισή του σε ισόβια, η γνωριμία του με τους κομμουνιστές, η απόδραση, η άρνηση των λιρών του Ζέρβα, που προσπαθούσε να τον πάρει στον ΕΔΕΣ από τον ΕΛΑΣ, με τη συγκλονιστική δήλωση: «Να του πεις [του Ζέρβα] να το βάλει καλά στο μυαλό του: Ο Κιάμος τώρα δεν πουλιέται ούτε για εξακόσιες λίρες, ούτε για έξι χιλιάδες, ούτε και για όλο το θησαυρό του κόσμου» (αφού, όπως έγραφε στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα, «εγώ είχα ανάγκη από δικαιοσύνη, όλα τα άλλα ταχα χορτάσει από μικρός»), η δράση του στο καταταλαιπωρημένο από τις 3 διαλύσεις από τον ΕΔΕΣ 24ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ, το Μπούλκες, ο νέος ένοπλος αγώνας, για το ρίζωμα του οποίου στην Ήπειρο ως και ο Κιάμος αναφέρει το μεγάλο μέγεθος των ταλαιπωριών που (και ο ίδιος) υπέστη, λόγω και του λεγκαλισμού που χαρακτήριζε πολλά στελέχη του κινήματος, καθώς και η ηρωική δράση του στο Σούλι. Όπως προειπώθηκε, η ζωή του στην Τασκένδη αναπόφευκτα δεν ήταν δυνατό να αναλυθεί ιδιαίτερα. Ωστόσο, και μόνο η αναφορά στις λέξεις «Σοβιετική Ένωση», της όλο και πιο αυτοματοποιημένης παραγωγής και του όλο και πιο υψηλού τα πρώτα χρόνια παραμονής του Κιάμου πολιτισμού, καθιστά αυτομάτως χτυπητή τη διαφορά της με την πρωτόγονη ζωή και εργασία στο Σούλι. Εξάλλου, το έλλειμμα αυτό αντισταθμίζεται από τέσσερα σημαντικά αρχεία: την κριτική του Κιάμου σε διάφορα στελέχη, το αυτοβιογραφικό του σημείωμα, το κάλεσμά του στους αντιρεβιζιονιστές για ενότητα και το κάλεσμά του στους ρεβιζιονιστές ιθύνοντες του Συλλόγου των προσφύγων εκεί μετά το πραξικόπημα του ’67, με την χαρακτηριστική εισαγωγή: «τι κάνετε, τι κάθεστε;», με την παράκληση για οργάνωση έμπρακτης βοήθειας στον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό, αφού αυτοί είχαν και το μαχαίρι και το πεπόνι (ήταν αυτοί που δεν άφηναν την «ομάδα Ράφτη-Λακαρέα» να αποχωρήσει για την Κίνα με τελικό προορισμό την Αλβανία και την Ελλάδα για πολιτικό αγώνα). Είναι πολύ κρίμα που δεν υπάρχει ντοκουμέντο από την καταδίκη του σε εξορία ή αναφορά στη ζωή κατά τη διάρκειά της. Παράλληλα, πάντως, οι πολλές φωτογραφίες με φίλους και την οικογένειά του μας μεταφέρουν στην περίοδο εκείνη της ζωής του.

Ο Κιάμος με στολή αξιωματικού του ΔΣΕ

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να υπάρξουν δυο λόγια και για τον συγγραφέα του βιβλίου, Μιχάλη Πασιάκο, ο οποίος στο διάστημα που μεσολάβησε από την έκδοση του βιβλίου στις αρχές του 2023, πέθανε, μόλις στα 60 του. Πρόλαβε, ωστόσο, να αφήσει ένα μεγάλο έργο λαογραφίας και ένα εξίσου μεγάλο ανολοκλήρωτο, δυστυχώς, έργο ιστοριογραφίας της Θεσπρωτίας. Ενδεικτικά, αναφέρονται, πρώτον, ένα ογκώδες υλικό για τον ΔΣΕ στη Μουργκάνα. Δεύτερον, μια βιογραφία του Τσίλη Μάστορα, θείου και «συναδέλφου» (αρχικά) αλλά και κομματικού συντρόφου (αργότερα) του Κιάμου, εξίσου, αν όχι περισσότερο, θρυλικού. Και μόνο με αυτά τα χαρακτηριστικά έργα, καταλαβαίνει κανείς πόσο πλήττεται με το θάνατο του Πασιάκου η υπόθεση του να αναδειχτεί ο συνολικότερος χαρακτήρας της Θεσπρωτίας, που φυσικά και δεν είναι η Θεσπρωτία «της Ελένης Γκατζογιάννη» και της λίρας του Ζέρβα, όσο κι αν αυτά έχουν «καθιερωθεί». Τρίτο, όμως, ενδεικτικό έργο που έμεινε στη μέση, αλλά αξίζει να αναφερθεί είναι η βιογραφία του Μουσά Ντέμη, επιφανούς μουσουλμάνου Τσάμη, προοδευτικού, που είχε δώσει και παιδιά του στο 4ο τάγμα του 15ου συντάγματος του ΕΛΑΣ, στο οποίο συμμετείχαν και μουσουλμάνοι. Όπως καταλαβαίνει κανείς, με αυτό το έργο εγκαινιαζόταν μια προσπάθεια να αναδειχτεί και μάλιστα χωρίς υπερβολές η (άγνωστη στους επιζώντες σήμερα Θεσπρωτούς) μιας τρίτης, προοδευτικής συνιστώσας της μουσουλμανικής αλβανικής μειονότητας της Θεσπρωτίας, της οποίας η αποκρυστάλλωση, με τη σειρά της, έμεινε κι αυτή στη μέση κατά την αποκρυστάλλωση της εν λόγω μειονότητας σε εθνική μειονότητα, μακριά από την οθωμανική επιρροή (που παρέμενε ένα είδος συνιστώσας, συρρικνούμενο, φυσικά), αφενός, καθώς και την αντιδραστική αλβανική επιρροή, αφετέρου. Αυτή η τρίτη συνιστώσα, όχι ότι δεν κοιτούσε προς τα Τίρανα ως σημείο αναφοράς του αλβανικού έθνους, όχι ότι δεν είχε θεμιτή επαφή με αυτά, ιδίως για θέματα διεθνούς προστασίας της μειονότητας, η οποία βρέθηκε στο έλεος «ελληνόψυχων πατριωτών» του ΕΔΕΣ με «αγνά», δηλαδή αποκλειστικά οικονομικά κίνητρα, αλλά επουδενί δεν ήταν αυτό που λέμε «έπαιρνε γραμμή» από τα Τίρανα, απλούστατα, γιατί έβλεπε στη φιλία με τον ελληνικό λαό την εγγύηση για την επιβίωση της μειονότητας. Από αυτή την άποψη, το έργο του Πασιάκου υπερέβαινε τα όρια της προσφοράς στη Θεσπρωτία και έφτανε το πανεθνικό επίπεδο, καθώς έθετε τις ελληνοαλβανικές σχέσεις σε μια υγιή βάση. Να δούμε πώς και ποιος θα ολοκληρώσει αυτό το έργο που έμεινε στη μέση, αλλά και πώς θα διαδοθεί το έργο του.

Ο Μιχάλης Πασιάκος

Με αφορμή, ωστόσο, το θάνατο του Πασιάκου, αξίζει να αναφερθεί και κάτι γενικότερο: σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν άνθρωποι που καταγράφουν τη μικροϊστορία και τη λαογραφία του τόπου τους αφιλοκερδώς. Αναπόφευκτα, εμφορούνται από διάφορες πεποιθήσεις, που σπάνιο είναι να μην έχουν επηρεαστεί είτε από την καθεστωτική προπαγάνδα είτε από τη ρεβιζιονιστική, είτε από οικογενειακές εμπειρίες είτε από παγιωμένα τοπικά («γκατζογιαννικά») στερεότυπα. Επίσης, σπάνιο είναι να μην έχουν μολυνθεί και από το μικρόβιο του ατομικισμού που πάντοτε διασπείρει ένα αστικό, πολλώ δε μάλλον το δικό μας το εξαρτημένο, καθεστώς (Ευτυχώς, ο Πασιάκος είχε υπόψη τους κινδύνους αυτούς). Εντούτοις, ποιος από όλους μας δεν έχει τέτοιες ιδιότητες, στον έναν ή τον άλλον βαθμό; Τον άνθρωπο δεν το διαμορφώνει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων (Μαρξ); Στοίχημα, λοιπόν, για την όποια κομμουνιστική οργάνωση υπάρξει μελλοντικά στην Ελλάδα, είναι να αναπτύξει επαφές με τέτοιους ανθρώπους, να τους κερδίσει στην υπόθεσή της, παρά τα όποια κατάλοιπα. Έχουν ένα μεράκι αυτοί οι άνθρωποι, που στο μεγαλύτερο μέρος εκτρέπεται και μαγαρίζεται. Στόχος μας, από την άλλη, είναι η ανάπτυξη στο έπακρο των δυνατοτήτων των ανθρώπων και η αξιοποίησή τους υπέρ των άλλων ανθρώπων στο σύντομο πέρασμά τους από αυτό τον πλανήτη. Στην τελική, μπορούν κι αυτοί να μας βοηθήσουν στην ανάδειξη των πραγματικών διαστάσεων του λαϊκού ξεσηκωμού για Ανεξαρτησία και Δημοκρατία τη δεκαετία του ’40 ανά χωριό, ένα έργο που δεν αποτελεί απλώς χρέος στην αλήθεια και την ιστορία κάθε τόπου, αλλά και συμβολή στην εξοικείωση των νεότερων γενιών με τον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο και τις δυσκολίες που αυτός ενέχει. Σε κάθε περίπτωση, αφού έχουν πεθάνει οι περισσότεροι μαχητές ή αυτόπτες μάρτυρες εκείνης της πιο ηρωικής, αλλά και καθοριστικής για πολλά περιόδου, οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να μας βοηθήσουν στην εύρεση πιθανών ντοκουμέντων και γραπτών μαρτυριών, στη σύνταξη ανά χωριό ονομαστικών καταλόγων και μικρών έστω βιογραφικών κειμένων για αγωνιστές και σε άλλα τέτοια καθήκοντα, που δεν πρέπει να αφήνουμε για «την επόμενη φορά» που θα επισκεφτούμε το χωριό.

Παρατίθεται το ντοκουμέντο που σε πρωτότυπη μορφή υπάρχει και στο βιβλίο (παρμένο από την εφημερίδα «Ανασύνταξη», φ. 161, 1-15/7/2003), στο οποίο ο Κιάμος καλεί σε ενότητα αντιρεβιζιονιστών (που είχε κλονιστεί το 1959, όσον αφορά την τακτική να κατονομαστεί ή όχι η σοβιετική επέμβαση, όπως είχε, πράγματι, κατονομαστεί στην 5η Ολομέλεια του 1955) στη σωστή, όμως, βάση (για τις δυσκολίες της αντιρεβιζιονιστικής ενότητας, βλ. επίσης εισαγωγή εδώ):

Γράμμα του Νίκου Κιάμου προς την καθοδήγηση των ζαχαριαδικών (13/3/1959)

Σύντροφοι,

Πλατιά-φαρδιά γίνεται συζήτηση από δυο πλευρές, μια από μέρος των εννέα (σ.parapoda: των γραμματέων των ΚΟ των πολιτειών που στάθηκαν στο πλευρό του Ν. Ζαχαριάδη και της επανάστασης) και μια άλλη, από μέρος μας, ορισμένων στελεχών της δικιάς μας πλευράς (σ.parapoda: εννοεί τους «Ραφτικούς», που επιθυμούσαν να κατονομάζεται η σοβιετική επέμβαση).Οι τελευταίοι καταφέρονται εναντίον των πρώτων ότι δεν ενεργούν καλά, ότι γίνανε ορισμένα επιβλαβή λάθη, ότι οι ενέργειες αποβλέπουν σε ατομικά ανεβάσματα και ένα σωρό άλλα πράγματα που γίνεται κανείς έξω φρενών, όταν τα πάρει υπόψη του.

Από την πρώτη μερίδα, δηλαδή τους εννέα, γίνεται άλλη συζήτηση, ότι οι δεύτεροι δημιουργούν φράξια, ότι θέλουν να ρίξουν τους εννέα και να αναλάβουν αυτοί αυτά τα μεγαλεία των εννέα και πολλά άλλα φαντασιώδικα και χαμένα πράματα.

Νομίζω ότι όλα αυτά από την μια και από την άλλη πλευρά θα πρέπει να τα αφήσετε στην πάντα και σαν καλοί σύντροφοι να καθίσετε κάτω να συζητήσετε και να λύσετε τις διαφορές που σας απασχολούν μήπως οι μεν πάρουν την εξουσία ή μήπως οι άλλοι γίνουν αρχηγοί. Το χωριό μας καίγεται, λέει η παροιμία, και μεις στολιζόμαστε και καμαρώνουμε. Ο νους μας όλο στο κεχρί τρέχει και όχι στην υπόθεση που μας βασανίζει. Αν υπάρχουν ορισμένες διαφορετικές αντιλήψεις για τη δουλειά που γίνετε, να καθίσετε να συζητήσετε, να βρείτε ποιο είναι το σωστό και να αφήσετε κατά μέρος τους εγωισμούς και τις φαντασίες.

Μια που η βάση σάς εμπιστεύτηκε αυτή την υπόθεση, σαν πιο ικανούς και έμπιστους, μην παίζετε σε βάρος αυτών των κομμουνιστών που είναι πιστοί σε αυτό που ξεκίνησαν.

Ο Νικόλας Κιάμος σε μεγαλύτερη ηλικία

Δεν είναι ντροπή ούτε υποτιμητικό να συμβουλεύεστε και άλλον κόσμο, στελέχη που έχουν πείρα, μόρφωση και αρκετές ικανότητες, για να μπορέσετε να βοηθηθείτε να κάνετε καλύτερες και σωστότερες ενέργειες. Δεν είναι σωστό οι φράσεις «το θέλεις ή δεν το θέλεις, έτσι θα γίνει». Εδώ πρέπει να βρούμε το σωστό, να πείσουμε εκείνον που επιμένει σε κάτι που δεν είναι σωστό, χωρίς να το ρίχνουμε στο «εμείς είμαστε και ό,τι πούμε εμείς θα γίνει» ή «το θέλετε ή δεν το θέλετε». Αυτά δεν στέκουν και δεν ταιριάζουν στον σημερινό μας αγώνα.

Δεν είναι ντροπή ούτε υποτιμητικό το να γράφουμε στα γράμματά μας και σε όλες τις ενέργειες που κάνουμε το όνομα του αρχηγού μας Νίκου Ζαχαριάδη. Με το να γράφουμε ότι είμαστε με την Πέμπτη Ολομέλεια και ότι θέλουμε την παλιά μας ΚΕ, αυτό δεν θα πει τίποτε. Την ΚΕ μάς την έστειλαν όλη εδώ και τους είδαμε (σ.parapoda: Εννοεί ότι πολλά στελέχη της παλιάς ΚΕ, ακόμα και κάποιους που ήταν στην ανώτερη ηγεσία και θεωρούνταν ζαχαριαδικοί, πήγαν στην Τασκένδη να κάνουν κήρυγμα υπέρ της «6ης Ολομέλειας»). Εκείνος που δεν ήρθε ήταν ο αρχηγός μας Ζαχαριάδης. Αν και αυτός συμφωνούσε με τους άλλους, νομίζω ότι ούτε οι εννέα, ούτε οι εκατόν εννέα ούτε από τις οχτώ χιλιάδες κομμουνιστές που ήταν στην Τασκέντη θα μπορούσε κανένας να ανοίξει στόμα για ό,τι έγινε. Όποιος λέει ότι θα ‘κανε και θα ‘δινε και θα ‘παιρνε, είναι όλα παραμύθια και φαντασίες. Δεν είχαμε αρχηγό που να κοίταζε και να φοβόταν μη χάσει το αρχηγιλίκι, αλλά αρχηγό που αγωνίζονταν με όλη την δύναμή του για την λευτεριά και προκοπή του ελληνικού λαού. Αν ήθελε το 1946 γινόταν νόμιμος αρχηγός του ΚΚΕ, με πέντε-δέκα βουλευτές, και καθόταν στην Αθήνα και έκανε ό,τι κάνουν και τα άλλα κόμματα σε άλλες χώρες και εκείνο που θέλει και που ήθελε να κάνει ο Παρτσαλίδης-ΚΕ.

Όποιος δεν θέλει να προφέρει το όνομα του Νίκου Ζαχαριάδη, αυτός αποβλέπει κάπου αλλού, σκέπτεται πονηρά. Δηλαδή, εμείς μπορούμε να ζητάμε εκείνον τον δρόμο που μας έδειξε ο Ζαχαριάδης χωρίς να θέλουμε να πιστέψομε ότι αυτός τον άνοιξε. Να παρουσιαστούμε κάτι παραπάνω και ότι εμείς κρατήσαμε αυτή την κατάσταση και εσύ Ζαχαριάδη αν ήσουν έξυπνος θα έλεγες το πιστεύω σ’ έναν Θεόν πατέρα και θα ήσουν αρχηγός. Αφού εσύ δεν θέλησες να κάνεις αυτό, εμείς τώρα δε σε χαμπερίζομε. Ο Ζαχαριάδης πέθανε, όπως εκφράζονταν μερικά τρανά στελέχη. Νόμισαν ότι ήρθε ο καιρός τους να γίνουν αρχηγοί.

Αν σκεπτόμαστε έτσι, καταλαβαίνετε τι χωριό μπορούμε να φτιάσουμε.

Έτσι, εγώ ο αγράμματος, που πιστεύω δεν θα με παραξηγήσετε γι’ αυτό, κάνω αυτή την πρόταση για να συναντηθείτε το συντομότερο για να λύσετε τις διαφορές που έχετε, να ξεκαθαρίσετε τους λογαριασμούς που σας απασχολούν και να μιλήσετε και στον κόσμο, για να σταματήσει το κουτσομπολιό και οι σκέψεις που βασανίζουν κάθε κομμουνιστή. Άρχισαν κιόλας να λεν, θα τους μουτζώξουμε και αυτούς. Θα κάνουμε ατομικά γράμματα και θα διαψεύσομε κάθε ενέργειά τους, ότι έγιναν όλα εν αγνοία μας, ότι εμείς δεν υποταζόμαστε σε κανέναν. Εγώ θα γράψω, λέει ο άλλος, ότι περιμένω τον αρχηγό μου Νίκο Ζαχαριάδη να μου δείξει το δρόμο που θα πάω, και ένα σωρό άλλα, όπως του κατεβάζει του κάθε ενός.

Αν αρχίσουμε έτσι, καταλαβαίνετε τι μπορεί να γίνει και υπεύθυνοι για όλα αυτά θα είστε εσείς και από την μια μεριά και από την άλλη.

Με σ.χαιρετισμούς

Ν. Κιάμος

Τασκέντη 13.3.1959

Για το βιβλίο «Γράμματα στα αδελφά κόμματα (1958-1966)» και τον περιορισμό του αντιρεβιζιονιστικού αγώνα σε ιστορικό ζήτημα

Κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο με τίτλο «Γράμματα στα αδελφά κόμματα (1958-1966)». Το βιβλίο επιμελήθηκε ένας εγγονός του Πάνου Λαμπράκη («Λαδιά») από τη Σκουληκαριά Άρτας, απόφοιτου της σχολής ανθυπολοχαγών του ΕΛΑΣ και ταγματάρχη του ΔΣΕ που, το 1956 άρχισε το μεγάλο αγώνα εναντίον του χρουσιωφικού ρεβιζιονισμού και ακολούθως του μπρεζνιεφικού σοσιαλιμπεριαλισμού. Ο Λαμπράκης, μάλιστα, συντάχθηκε το 1959 με την Ομάδα ζαχαριαδικών με επικεφαλής τους Ράφτη (Νεμέρτσικα)-Λακαρέα, η οποία – βασισμένη στη σχετική υπόδειξη Ζαχαριάδη, από το 1955, ότι οι «σοβιετικοί» ρεβιζιονιστές θα έκαναν ζημιά σε όλο το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, και αναδεικνύοντας το σημείο 6 της απόφασης της 5ης ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ για τα γεγονότα της Τασκένδης, το οποίο αποτελεί την επίσημη κήρυξη πολέμου στο χρουσιωφικό ρεβιζιονισμό – τα έβαλε ακόμα πιο ανοιχτά και με το μπρεζνιεφικό σοσιαλιμπεριαλισμό. Πολλά μέλη αυτής της ομάδας (περίπου 500 άτομα μαζί με τις οικογένειές τους), επιδιώκοντας μάλιστα τη φυγή τους στην ΛΔ Κίνας που είχαν ως πολιτική αναφορά (με τελικό προορισμό τη ΛΔ Αλβανίας και την Ελλάδα), υπέστησαν τις πλέον σκληρές διώξεις από τους ρεβιζιονιστές-σοσιαλιμπεριαλιστές, ακόμα και μετά τη μεταπολίτευση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κώστα Κυργιάννη (Λακαρέα) που, μετά την εξόρισή του από τον Χρουσιώφ-Μπρέζνιεφ και τους έλληνες οπαδούς τους (1962-1968), όταν στα πλαίσια της μαρξιστικής-λενινιστικής οργάνωσης των πολιτικών προσφύγων στην ΕΣΣΔ κατήγγειλε τη σοσιαλιμπεριαλιστική εισβολή στην Κίνα το 1969, κλείστηκε επί Κολιγιάννη (1969-1972) σε ψυχιατρικές πτέρυγες φυλακών και επί Φλωράκη (1972-1975) σε «ειδικό για εγκληματήσαντες ψυχασθενείς» ψυχιατρείο.

Η έκδοση ενός βιβλίου με επιστολές που έστελναν οι αντιρεβιζιονιστές πολιτικοί πρόσφυγες σε αδελφά κόμματα για τα όσα υφίσταντο οι ίδιοι και το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα θέτει κάποια ζητήματα από μόνη της. Πρώτα από όλα, η έκδοση αυτή καθ’ εαυτή δεν ήταν δεδομένη. Ο αντιρεβιζιονιστικός χώρος έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα από βιολογικούς «συγγενείς» των αντιρεβιζιονιστών 1ης γενιάς. Ως γνωστόν, οι τελευταίοι δεν είχαν από πίσω τους κρατική χρηματοδότηση για να εκδίδουν εύκολα τα γραπτά τους, ενώ η δύσκολη ζωή μετά τον επαναπατρισμό (ελλείψει, μάλιστα, πολιτικού φορέα «υποδοχής» τους), έσβησε τις όποιες ελπίδες για έκδοσή τους. Έτσι, πολλά βιβλία έμειναν σε επίπεδο χειρογράφων, άλλα αρχεία (όπως αυτό του Λακαρέα), πουλήθηκαν από τους συγγενείς – κι αυτή είναι η καλύτερη περίπτωση, γιατί υπάρχουν και άλλοι που, λόγω των σημερινών τους πεποιθήσεων, τα παρακρατούν και δεν επιθυμούν την έκδοσή τους, ενώ βάσιμοι είναι οι φόβοι και για παραποίησή τους με τη μερική καταστροφή τους. Ακόμα και τα γραπτά του ίδιου του Λαδιά δεν είναι πια σε ένα ενιαίο αρχείο. Η ιδιότητα, λοιπόν, του βιολογικού συγγενούς πολιτικού πρόσφυγα, πολλώ δε μάλλον αντιρεβιζιονιστή 1ης γενιάς, δεν είναι ακριβώς κάτι που πρέπει να προβάλλεται. Μάλλον αιτία για αυτοκριτική για τα χρόνια που χάθηκαν (και χάνονται) πρέπει να’ναι. «Να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις» ήταν ανέκαθεν το μόττο των αντιρεβιζιονιστών, άλλωστε. Από αυτή την άποψη, και ασχέτως των κινήτρων του επιμελητή της έκδοσης (π.χ. απόδοση τιμής στον παππού του;), ασχέτως του περιεχομένου (κάποια γράμματα είναι ήδη δημοσιευμένα, άλλα – π.χ. χαιρετιστήρια για την Πολιτιστική Επανάσταση – δεν υπάρχουν, ενώ ούτε το 1966 σταμάτησε η επικοινωνία με αδελφά κόμματα), η πρωτοβουλία είναι καταρχήν σε θετική κατεύθυνση.

Το κυριότερο ζήτημα, όμως, που τίθεται είναι η αντιμετώπιση του περιεχομένου των επιστολών και γενικότερα του αντιρεβιζιονιστικού αγώνα της πλειοψηφίας των ελλήνων κομμουνιστών. Η υπόθεση αυτή δεν είναι απλώς ένα ιστορικό ζήτημα, αλλά πολιτικό και επίκαιρο. Για την ακρίβεια, ο περιορισμός του αντιρεβιζιονιστικού αγώνα σε ιστορικό ζήτημα, σε ζήτημα «δικαίωσης» κάποιων, ρίχνει νερό στο μύλο του ρεβιζιονισμού, χαντακώνει, δηλαδή, την υπόθεση δημιουργίας νέου κομμουνιστικού κόμματος και, εντέλει, κηλιδώνει αυτή την προσπάθεια χιλιάδων αντιρεβιζιονιστών, που κάθε άλλο παρά έψαχναν την προσωπική «δικαίωσή» τους εν είδει γινατιού (όπως παρουσιάζουν το Ζαχαριάδη οι οπαδοί της εκδοχής της «αυτοκτονίας»). Καταρχάς, δεν πρέπει να ξεχνάμε την ιστορία της προσπάθειας περιορισμού του αγώνα αυτού σε ιστορικό ζήτημα: ενώ η στάση Τουλούδη ξεθύμαινε και η πραγματική αποκατάσταση του Ζαχαριάδη και του αντιρεβιζιονιστικού αγώνα των περισσότερων ελλήνων πολιτικών προσφύγων, λάμβανε χώρα εν πολλοίς ανεξάρτητα από το τι θα έκανε το σημερινό κόμμα ονόματι «ΚΚΕ», επιστρατεύτηκε για τον περιορισμό του αντιρεβιζιονιστικού αγώνα σε ιστορικό ζήτημα ένας συγγενής, γιος του Ζαχαριάδη, από τον ρεβιζιονισμό (και ίσως όχι μόνο), μέσω ενός τότε δημοσιογράφου του, του Πετρόπουλου (ο οποίος έχει φτάσει να αναρτά κολάζ με τον Ζαχαριάδη και τον έλληνα συνδολοφόνο του μαζί). Έτσι φτάσαμε στην αποκατάσταση του προσώπου (και όχι του πολιτικού) Νίκου Ζαχαριάδη το 2011 από τον πολιτικό φορέα που τον δολοφόνησε μαζί με τον μπρεζνιεφικό σοσιαλιμπεριαλισμό.

Ο περιορισμός του αντιρεβιζιονιστικού αγώνα σε ιστορικό ζήτημα, δηλαδή η αποπολιτικοποίηση του αγώνα και του Ζαχαριάδη, δεν μπορεί να γίνεται ούτε με επιχειρήματα όπως π.χ. ότι έτσι ρίχνει κανείς γέφυρες στους συσπειρωμένους στο ιδρυμένο το 1956 κόμμα ονόματι «ΚΚΕ». Κάθε άλλο. Τις κόβει. Γιατί όχι μόνο δεν τους ανεβάζει το πολιτικό κριτήριο, αλλά και τους κάνει πιο αλαζόνες. Δεν τους βοηθά να καταλάβουν όχι μόνο τι σημαίνει ρεβιζιονισμός, το βάθος του και τις συνέπειές του, αλλά ούτε και τι σημαίνει σοσιαλιμπεριαλισμός, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν να είναι αξιοποιήσιμοι από τον πιο ύπουλο ιμπεριαλισμό, διαπράττοντας λάθη που συκοφαντούν το κοινό όνομα στις πλατιές μάζες του λαού και δη της νεολαίας (έσχατο κατόρθωμα ο «αντικαπιταλιστικός» φιλοϊμπεριαλισμός: κριτική στον Πούτιν για τα αντικομμουνιστικά του και ταυτόχρονα παπαγαλία του στα περί περικύκλωσης της Ρωσίας).

Ας μιλήσουμε συγκεκριμένα. Η ζαχαριαδική παράταξη δεν έχει να επιδείξει μόνο τον ΔΣΕ (αντικείμενο εκθείασης κοινό πια με τους αρχιρεβιζιονιστές – από τότε που τον ξαναθυμήθηκαν, το 1996, καθώς και με τη νεολαία Σύριζα, και πολλά μέλη και στελέχη του Σύριζα), αλλά και όλα τα πλατιά πολιτικά μέτωπα (Παλλαϊκό, ΕΑΜ, Δημοκρατική Παράταξη, ΕΔΑ, Δημοκρατική Ένωση), που συκοφαντεί πια ο κύριος φορέας του ρεβιζιονισμού. Όταν, λοιπόν, μελετούμε μόνο τον ΔΣΕ (που βασικά, άσχετα αν ποτέ δεν είχε αποκηρυχθεί, η προσφυγή στον ένοπλο αγώνα επιβλήθηκε) και όχι τα πλατιά μέτωπα, με αποκορύφωμα τη Δημοκρατική Ένωση (που ήταν πρωτοβουλία του ΚΚΕ και, μάλιστα, αξιοποιώντας τις κινήσεις των άλλων), την οποία οι αντιρεβιζιονιστές στα κείμενά τους τόσο εκθείαζαν, καθότι επαναστάτες και αντισεχταριστές (ουδόλως αυτονόητο αυτό σήμερα, που παρουσιάζονται αυτά τα δύο ως αντιφατικά), τότε αφενός αποπολιτικοποιούμε και απαξιώνουμε μια θετική πολιτική εμπειρία που ανεβάζει το πολιτικό μας επίπεδο, αφετέρου δεν παλεύουμε αποτελεσματικά ενάντια στη λήθη (ένας συνεπαγόμενος από τον κύριο στόχο αγώνας, όχι ανεξάρτητος, πολλώ δε μάλλον αποκλειστικός).

Επίσης, η ζαχαριαδική παράταξη δεν έχει να επιδείξει μόνο κάποια αντίσταση σε φραξιονιστές στην Τασκένδη: τέτοιους, φραξιονιστές, ως και ο «Ρ» τους ονομάζει πια (ως και τη στάση των κρατικών και κομματικών αρχών του Ουζμπεκιστάν αναφέρει – «ιστορικό ζήτημα» γαρ). Μπορεί για αντικειμενικούς λόγους να μην κατέστη εφικτό να αναπτυχθεί από τους ίδιους τους αντιρεβιζιονιστές πολιτικούς πρόσφυγες μια θεωρία για την εμφάνιση και την επικράτηση του ρεβιζιονισμού στο κομμουνιστικό κίνημα, όμως, έχουν προσφέρει, συν τοις άλλοις, την μελέτη των τρόπων επέμβασης κάθε υπερδύναμης στο πολιτικό σύστημα μιας χώρας και την άμεση-ανοιχτή καταγγελία μιας υπερδύναμης που καμώνεται την πιο προοδευτική – μακριά από συναισθηματισμούς (που θα ήταν πιο δικαιολογημένοι από εμάς, αφού με τους ρεβιζιονιστές πρώην συντρόφους τους είχαν δεσμούς αίματος) και τακτικισμούς (που επίσης θα ήταν πιο δικαιολογημένοι, αφού απειλούταν η ίδια τους η ζωή). Οι άνθρωποι ήταν πολιτικά όντα, όχι «αγύριστα κεφάλια». Δεν τα έβαλαν απλώς με τον ρεβιζιονισμό (και, από τα πρώτα χρόνια, όχι απλώς «αναθεωρητισμό» – άλλος κοινός πια με τους ρεβιζιονιστές όρος-στόχος επίθεσης), αλλά, ακολούθως, και με τον σοσιαλιμπεριαλισμό. Όταν, λοιπόν, οι έλληνες αντιρεβιζιονιστές πολιτικοί πρόσφυγες έφτασαν να καταγγείλουν την μπρεζνιεφική εισβολή στην Κίνα, δεν τους τιμούμε αν είτε υποτιμούμε τη σημασία της εισβολής αυτής ή την Κίνα, είτε δεν μελετούμε καν τον σοσιαλιμπεριαλισμό ως τέτοιον (παρότι οι αντιρεβιζιονιστές τον είχαν μελετήσει και στιγματίσει). Είναι, βέβαια, άλλης τάξης ζήτημα αν δυσκολευόμαστε να υιοθετήσουμε έναν άλλο όρο με τον οποίο χαρακτήριζαν τους Μπρέζνιεφ-Φλωράκη (φασίστες), καθώς πλέον τον χρησιμοποιούν ως και οι ακροκεντρώοι υποκριτές. Ναι, οι αντιρεβιζιονιστές της 1ης γενιάς ήξεραν ότι το έργο τους είναι δύσκολο, γιατί είχαν καθήκον να εξηγήσουν στις πλατιές μάζες τον ρεβιζιονισμό χωρίς ταυτόχρονα να «πυροβολήσουν τα πόδια τους». Όμως δεν τα μάσαγαν, στα πλαίσια κάποιου στόχου για επανένωση με τους παλιούς τους συντρόφους που ακολούθησαν τον ρεβιζιονισμό, που όσο περνούσαν τα χρόνια καθίστατο όλο και πιο απόμακρος (ή εφικτός μόνο σε ρεβιζιονιστική βάση). Αντίθετα, όταν εδώ στην Ελλάδα υπερτονιζόταν ο φόβος μην πυροβολήσουν τα πόδια τους, πράγμα που πήγαινε πίσω διάφορες οργανωτικές πρωτοβουλίες και δημόσιες εμφανίσεις, τότε ήταν που έπαιρνε το προβάδισμα ο ρεβιζιονισμός. Με αποτέλεσμα να κερδηθούν από το ρεβιζιονισμό τα περισσότερα παιδιά αντιρεβιζιονιστών 1ης γενιάς που συμπαθούν τον κομμουνισμό και, πρωτίστως, οι νέες γενιές του ελληνικού λαού να γνωρίζουν ότι «κομμουνιστής» είναι βασικά ο ρεβιζιονιστής και απολογητής του σοσιαλιμπεριαλισμού και, σήμερα, του ρώσικου ιμπεριαλισμού…

Ας είμαστε, λοιπόν, ξεκάθαροι. Περιορισμός του ζητήματος των αντιρεβιζιονιστών της Τασκένδης σε ιστορικό ζήτημα δεν χρειάζεται να γίνεται και εκτός του επίσημου φορέα του ρεβιζιονισμού. Μπορεί, φυσικά, να γίνεται, αρκεί… «να μη χτυπηθεί το κόμμα». Εδώ έρχεται και δένει το περιορισμένο τιράζ πρωτοβουλιών σαν το εν λόγω βιβλίο, που εύκολα «τυλίγονται», όχι μόνο από συλλέκτες αλλά και το ρεβιζιονισμό (Έχουμε περάσει σε πιο εξελιγμένο στάδιο από την εποχή που βιβλία σαν του Μήτσου Πάνου ή το τελευταίο του Κεπέση προκαλούσαν ταραχή). Αντίθετα, αν μπορεί να γίνεται λόγος για «δικαίωση» των αντιρεβιζιονιστών της Τασκένδης, ίδρυση νέου Κ.Κ. θα είναι αυτή. Τίποτε άλλο. Αυτός ήταν ο στόχος τους σε οργανωτικό επίπεδο (με ή χωρίς τα μέλη και φίλους του σημερινού «ΚΚΕ» – κάτι το δευτερεύον, και το οποίο έπεται), και φυσικά όχι ως αυτοσκοπός, αλλά με πολιτικό πλαίσιο:  μεταξύ άλλων στοιχειωδών προϋποθέσεων για να είναι κανείς επαναστάτης – τον αντισεχταρισμό και τα πολιτικά μέτωπα με ανεξάρτητη υπόσταση, και τον πλήρη και όχι μονόφθαλμο (πολλώ δε μάλλον για… συναισθηματικούς λόγους) αντιιμπεριαλισμό: εν ολίγοις, την με κάθε τρόπο αποφυγή του να αποτελούμε αντικείμενο αξιοποιήσης από τον ιμπεριαλισμό. Πράγματα, δηλαδή, εξαιρετικά επίκαιρα.