Μια μαρξιστική-λενινιστική κριτική στην ψυχολογία Gestalt (R. L. Gley, Κ.Κ. Η.Π.Α., 1939)

R.L. Gley

Η Ψυχολογία Γκεστάλτ

Τη στενή σύνδεση που υπάρχει μεταξύ των θεωρητικών προόδων στην ψυχολογία και των προοδευτικών κοσμοαντιλήψεων μπορεί κανείς να δει επίσης μελετώντας τη σημερινή θέση της ψυχολογίας Γκεστάλτ και της ψυχανάλυσης.

Η ψυχολογία Γκεστάλτ, η οποία εμφανίστηκε στη Γερμανία λίγο πριν τον πόλεμο, συνιστούσε εκεί μια μορφή εξέγερσης εναντίον των περιορισμών που έθετε η παλιά ψυχολογία. Ο αμερικανικός συμπεριφορισμός, ο οποίος αντανακλούσε στην ψυχολογική θεωρία την ορθολογικότητα της μεγάλης βιομηχανίας, επιτέθηκε στην παλιά ψυχολογία ειδικά για το βαθμό του ιδεαλιστικού αντικειμένου της, αλλά συνέχιζε την ατομικιστική της μεθοδολογία: συνέχιζε να μελετά δράσεις, όπως η παλιά ψυχολογία μελετούσε «πνευματικές απεικονίσεις» ως απομονωμένα φαινόμενα τα οποία έπρεπε να «μελετούνται το ένα μετά το άλλο, ξεχωριστά το ένα από το άλλο, αυστηρά, σταθερά, αντικείμενα μελέτης που δίνονται ως τέτοια μια και καλή»* (*Ένγκελς-Αντιντύρινγκ, σ.27φ «Για το μεταφυσικό τρόπο σκέψης».βλ. επίσης το 1ο άρθρο της σειράς).

Η ψυχολογία Γκεστάλτ, από την άλλη, παρέμεινε αρχικά εντός των ορίων των παλιών υποκειμενικών συμφερόντων (αυτοπεριοριζόμενη σχεδόν αποκλειστικά στη μελέτη της οπτικής αντίληψης), αλλά προέβη σε επίθεση πρωτίστως εναντίον της ατομικιστικής μεθόδου που ήταν κοινή τόσο στην παλιότερη ψυχολογία όσο και το νέο συμπεριφορισμό. Επομένως, αρχικά, το χαρακτηριστικό που την διέκρινε ήταν μια προσπάθεια να ξεφύγει από τους περιορισμούς του μηχανιστικού υλισμού, της οποίας μέθοδος είναι ο ατομικισμός (σ.μετ: η μελέτη ξεχωριστών μονάδων).

Αυτή η εξέγερση αντανακλούσε μια μικροαστική διαμαρτυρία εναντίον της μηχανιστικοποίησης της κοινωνικής ζωής.

cpusa 1939

Συγκέντρωση του Κ.Κ. ΗΠΑ. το 1939

Στοιχεία Διαλεκτικής

Η λέξη Γκεστάλτ, που πολύ συχνά μεταφράζεται ως διαμόρφωση, χαρακτηρίζει ένα οργανωμένο όλον του οποίου τα μέρη δεν μπορούν να κατανοηθούν εκτός της σχέσης του ενός με τα άλλα, και κατέχουν μια «ιδιότητα Γκεστάλτ», η οποία δεν είναι χαρακτηριστικό των άλλων τμημάτων, αλλά μόνο όλων των τμημάτων μαζί, στη δεδομένη τους οργάνωση.

Ο Μαξ Βαρτχάιμερ, ο ιδρυτής της ψυχολογίας Γκεστάλτ, δήλωσε ότι η θεωρία του θα μπορούσε να περιοριστεί στην απλή δήλωση ότι «υπάρχουν φυσιολογικές περιστάσεις όπου ό,τι συμβαίνει στο σύνολο δεν εξαρτάται από τη φύση των μερών και τον τρόπο συνδυασμού τους, αλλά, αντιθέτως, ό,τι συμβαίνει σε οποιοδήποτε μέρος του συνόλου καθορίζεται από τους εσωτερικούς δομικούς νόμους της ολότητάς του». Μια αναπαράσταση που συχνά χρησιμοποιείται είναι ότι μια μελωδία δεν εξαρτάται από τις συγκεκριμένες νότες που παίζονται, αλλά από τη σχέση που υπάρχουν μεταξύ αυτών. Και ο Βαρτχάιμερ δηλώνει ότι, ο κόσμος ολόκληρος μπορεί να θεωρηθεί ως μια συμφωνία, στην οποία οι εκτελέσεις των μεμονωμένων μουσικών δεν είναι χαοτικές, αλλά διαταγμένες η μία σε σχέση με την άλλη, σύμφωνα με συγκεκριμένα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του συνόλου. Με έναν τέτοιον ορισμό, η θεωρία Γκεστάλτ εκδηλώνει κάποια διαλεκτικά στοιχεία.

Ωστόσο, δεν αποσαφηνίζει τη σχέση του μέρους με το σύνολο. Τείνει να εκθειάζει το τελευταίο, και αποτυγχάνει να αντιληφθεί πραγματικά την αλληλοδιείσδυση των μερών και του συνόλου. Όπως θα δούμε αργότερα, υποτάσσει τη σύγκρουση των μερών σε μια υποτιθέμενη αρμονία του συνόλου. Κάτι τέτοιο εμποδίζει να φτάσουμε σε μια σωστή εκτίμηση της δυναμικής της ανάπτυξης. Κάτι τέτοιο επίσης εμπεριέχει τον κίνδυνο να τρυπώσει ο ιδεαλισμός, μέσω μιας μεταφυσικής χρήσης των κατηγοριών «όλον» και «μέρος».

Η προσπάθεια της ψυχολογίας Γκεστάλτ να ξεφύγει από τους περιορισμούς του μηχανιστικού υλισμού πέτυχε μερικώς. Στο βαθμό που πέτυχε κάτι τέτοιο, οι ψυχολόγοι της σχολής Γκεστάλτ μπόρεσαν να προβούν σε συμβολές μεγάλης σημασίας με το πειραματικό τους έργο. Με μελέτες της οπτικής αντίληψης (Βαρτχάιμερ, Κόφκα, Ρούμπιν), οδηγήθηκαν στην αναγνώριση του διαλεκτικού χαρακτήρα ανάπτυξης- το ποιοτικό «άλμα». Αυτό το ίδιο χαρακτηριστικό βρέθηκε ξανά κατά τη διερεύνηση της μάθησης (Κούλερ). Έτσι, η επίλυση ενός προβλήματος δεν εξαρτάται από τη συσσώρευση μικρών τμημάτων μάθησης, ανάλογα με τα διάφορα στοιχεία του προβλήματος, αλλά μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα ξαφνικής αλλαγής στην αντίληψη της κατάστασης ως συνόλου, βάσει πιθανώς μικρών αλλά καθοριστικών ποσοτικών αλλαγών.

max-wertheimer

O Max Wertheimer (πηγή)

Στην ορολογία της σχολής Γκεστάλτ, το «άλμα» αυτό αποκαλείται «κλείσιμο» της αντίληψης, ή εμφάνιση μιας νέας «μορφής» από το «έδαφος». Στην κατάσταση της μάθησης, αυτό το «κλείσιμο» αποκαλείται επίσης «επίγνωση».

Μια ιστορική περίσταση που συνέβαλε ευρέως στην επιτυχία της ψυχολογίας Γκεστάλτ και η οποία, από αυτή την άποψη, έκανε εφικτή τη δημιουργία του όλου κινήματος Γκεστάλτ, ήταν η ταυτόχρονη ανάπτυξη, κατά την περίοδο αυτή, της φυσικής της σχετικότητας. Αυτή η νέα φυσική αμφισβήτησε την παλιά «κλασική» φυσική στο ίδιο μεθοδολογικό έδαφος, αρνούμενη ότι είναι εφικτό να μελετάται ένα φαινόμενο σε βάθος απλώς μελετώντας κάθε μέρος του απομονωμένα. Ο Κούλερ, που είχε σπουδάσει με δάσκαλο τον Πλανκ (το δάσκαλο του Αϊνστάιν), ήταν ο κύριος υπεύθυνος για την ανάπτυξη της θεωρίας Γκεστάλτ βάσει αυτής της γραμμής*(*Αυτή η σχέση της ψυχολογίας Γκεστάλτ με τη φυσική της σχετικότητας έχει συχνά αναγνωριστεί. Βλ., π.χ. Τζ. Χάμφρεϊ «Η θεωρία του Αϊνστάιν και η ψυχολογία Γκεστάλτ: μια παράλληλος», Αμερικανική Επιθεώρηση Ψυχολογίας, ν.35,1924).

Η θεωρία Γκεστάλτ πρέπει, επομένως, να αναγνωριστεί ως ένα κίνημα που βρίσκεται μακριά από τον τύπο του μηχανιστικού υλισμού ο οποίος είχε βασιστεί στη φυσική του 18ου αιώνα. Ωστόσο, οι ψυχολόγοι της σχολής Γκεστάλτ πήραν τη θέση ότι παρότι η παλιά, κλασική φυσική (και η αντίστοιχη θεωρία στην ψυχολογία) ήταν ατελής και μη ολοκληρωμένη, η νέα φυσική, η οποία είχε διορθώσει τα ελαττώματά της, συνιστούσε μια κατάλληλη θεωρητική βάση για την ψυχολογία. Σε όλα τα κείμενα που βασίζονται στη Γκεστάλτ, μπορεί κανείς να βρει επαναλαμβανόμενες προσπάθειες υποστήριξης της θέσης τους με τη χρήση αναλογιών και παραδειγμάτων που αντλούνται από το πεδίο της φυσικής. Η πρώτη και σαφώς εκτεταμένη απόπειρα τέτοιου είδους ήταν το βιβλίο του Κέλερ «Φυσικά Γκεστάλτ». Σε αυτό το βιβλίο (για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Πέτερμαν), ο συγγραφέας «φιλοδοξεί να αποκτήσει επιστημονική υπηκοότητα» για την ιδέα του Γκεστάλτ, αποδεικνύοντας ότι τα φαινόμενα Γκεστάλτ συμβαίνουν στα πεδία της φυσικής και της φυσικoχημείας.

kohler_wolfgang

Ο Wolfgang Köhler (πηγή)

Ο Τζ.Φ.Μπράουν εκφράζει αυτή την τάση πιο ξεκάθαρα όταν, υπερασπιζόμενος τη θεωρία Γκεστάλτ, γράφει: «Η τελική αποδοχή της θεωρίας του Κούλερ θα σήμαινε ότι η ψυχολογία μπορεί να ειδωθεί ως μια φυσική επιστήμη, πραγματικά ως ένας κλάδος της φυσικής». Λίγες σελίδες πιο μετά, σημειώνει: «Απαιτώντας μια επιστημονική ψυχολογία να χρησιμοποιεί τις μεθόδους της φυσικής, διατηρούμε τα μεθοδολογικά πλεονεκτήματα του μηχανισμού του 19ου αιώνα δίχως να δεσμευόμαστε σε έναν τύπο θεωρίας ο οποίος έχει ξεπεραστεί ο ίδιος στη φυσική» * (*Ψυχολογία και Κοινωνική Τάξη, σ.σ.479, 486). Έτσι, μεταφέρει τη βάση της ψυχολογίας από την παλιά φυσική στη νέα φυσική- όχι στην κοινωνία. Ούτε ο Μπράουν ούτε κανένας από τους ψυχολόγους Γκεστάλτ δεν αναγνωρίζουν το γεγονός ότι κανένα σύστημα φυσικής, όσο διαλεκτικό και αν είναι, δεν μπορεί ποτέ να παρέχει την πλήρη θεωρητική βάση για μια κοινωνική επιστήμη.

Μια τέτοια απόπειρα πρέπει πάντα να έχει ως αποτέλεσμα την απόσπαση των αυτόνομων νόμων των κοινωνικών επιστημών από αυτές, και την καθυπόταξή τους στις φυσικές επιστήμες. Ωστόσο, οι έννοιες που είναι κατάλληλες για τη φυσική δεν μπορούν ποτέ να είναι επαρκείς ώστε να εκφράζουν τους νέους νόμους που τίθενται σε ισχύ στο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων. Παρακάτω θα δούμε μερικά παραδείγματα του πόσο αυτός ο τύπος περιορισμού καταδικάζει την ψυχολογία Γκεστάλτ να παραβλέπει σημαντικές πτυχές συμπεριφοράς, οι οποίες δεν μπορούν να διατυπωθούν με όρους φυσικής.

ikoffka001p1

O Kurt Koffka (πηγή)

Η ψυχολογία Γκεστάλτ παραμένει, επομένως, μια μορφή μηχανιστικού υλισμού, με το να επιδιώκει με κάθε τρόπο να περιορίσει τα φαινόμενα της συμπεριφοράς στις έννοιες μιας επικαιροποιημένης μηχανικής. Μπορούμε να πούμε ότι έχει εξελιχθεί σε έναν νέο τύπο μηχανιστικού υλισμού. Παρά τις σφοδρές της επιθέσεις εναντίον του μηχανιστικού υλισμού του 18ου και του 19ου αιώνα, δεν είναι τίποτε παραπάνω από μηχανιστικός υλισμός του 20ού αιώνα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, παρότι έχει συμβάλλει σημαντικά σε κάποιους τομείς της ψυχολογίας (και δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε ότι, στην εποχή της, η παλιά θεωρία της μηχανιστικής ένωσης έκανε επίσης σημαντικές συμβολές), παρέμεινε στείρα αναφορικά με τα προβλήματα της κοινωνικής ψυχολογίας.

Η ιστορία είναι «ξένη»

Το βασικό μειονέκτημα της θεωρίας Γκεστάλτ είναι η αγνόηση εκ μέρους της του ιστορικού στοιχείου. Αυτό αναγνωρίζεται ανοιχτά από το Λιούιν, ο οποίος είναι ο πρωτοπόρος της εφαρμογής της Γκεστάλτ στην κοινωνική ψυχολογία.

Ο Λιούιν σημειώνει ότι υπάρχουν δύο είδη αιτιότητας, τα οποία είναι και τα δύο σημαντικά για την ψυχολογία. Σύμφωνα με τη «συστηματική» σκοπιά, «η «αιτία» του συμβάντος εντοπίζεται στις ιδιότητες του στιγμιαίου χώρου της ζωής», ενώ σύμφωνα με την «ιστορική» σκοπιά, εντοπίζεται στην αλυσίδα των γεγονότων τα οποία έχουν δημιουργήσει μια συγκεκριμένη κατάσταση. Όλες αυτές οι θεωρητικές του αντιλήψεις έχουν έναν «συστηματικό» χαρακτήρα- που κατευθύνεται προς την κατανόηση της δυναμικής της στιγμιαίας κατάστασης. Όπως λέει, προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα «πώς;», όχι στο ερώτημα «γιατί;».

Ο Λιούιν μας ζητά να πιστέψουμε ότι αυτή η έγνοια για τη συστηματική αντίληψη της αιτιότητας «δεν υπονοοεί μια αγνόηση ή υποτίμηση των ιστορικών προβλημάτων στην ψυχολογία». Και, πράγματι, γνωρίζουμε από συγκεκριμένες πτυχές του δικού του πειραματικού έργου, όπως και από διάφορες επεξηγήσεις που δίνει, ότι γνωρίζει τη σημασία τους. Όμως το να γνωρίζει, κατά έναν αφηρημένο τρόπο, τη σημασία των ιστορικών δυνάμεων και να αποδίδει πραγματική προσοχή σε αυτές, από τη μια, και το να δημιουργεί ένα σύστημα το οποίο μπορεί να αντανακλά πραγματικά την αξία τους στην Ψυχολογία, από την άλλη, είναι δύο διαφορετικά πράγματα.

kurt lewin

O Kurt Lewin (πηγή)

Αυτό φαίνεται πολύ ξεκάθαρα όταν ο Λιούιν πραγματεύεται τη διαφορά μεταξύ «ψυχολογικού χώρου» (ο όρος που δίνει για την ατομική εμπειρία) και «φυσικού χώρου». Ο «ψυχολογικός χώρος» του ατόμου, επισημαίνει, έχει ένα «σύνορο», έξω από το οποίο «ξένες επιρροές» επιδρούν σε αυτόν.

«Αυτές οι επιρροές απ’ έξω μπορούν να έχουν έναν σαφώς κοινωνικό χαρακτήρα. Η ανακοίνωση νέων κανονισμών για τους μικροπωλητές, για την ανακούφιση από την ανεργία, για φόρους, μπορούν να αλλάξουν εντελώς το πεδίο δράσης ενός μικροπωλητή, ενός ανέργου, ή του φορολογούμενου… Το καθήκον της δυναμικής ψυχολογίας έγκειται στο να συνάγει μονομερώς τη συμπεριφορά ενός δεδομένου ατόμου από την ολότητα των ψυχοβιολογικών γεγονότων που υπάρχουν στο χώρο της ζωής σε μια δεδομένη στιγμή. Σε αυτό επίσης ανήκουν όλα εκείνα τα γεγονότα στα σημεία του συνόρου τα οποία επηρεάζουν το πρόσωπο στην παρούσα στιγμή, αλλά τα οποία οφείλουν την ύπαρξή τους μερικώς σε ξένα γεγονότα»* *(Κέρτ Λιούιν, Αρχές Τοπολογικής Ψυχολογίας (1936), σ.71 (τα italics δικά μου-R.L.G.).

Με αυτή τη δήλωση, ο Λιούιν, επιβεβαιώνοντας την υπεροχή της συγκεκριμένης στιγμής, ξεκάθαρα δείχνει ότι η ψυχολογία Γκεστάλτ ελαχιστοποιεί τους αποφασιστικούς αναπτυξιακούς, ιστορικούς παράγοντες.

Ομοίως, κλείνει τη συζήτησή του για «Μερικές Κοινωνικές Ψυχολογικές Διαφορές Μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερμανίας» **(** Για το χαρακτήρα και την προσωπικότητα, νο.4, 1935-1936, σ.σ.265-293) με την ακόλουθη δήλωση:

«Η περιγραφή πραγματεύεται μόνο την τρέχουσα κατάσταση χωρίς αναφορά στη διάρκειά της ή στην ιστορία της. Η προσπάθεια να αποκαλυφθούν κάποιες λογικές αλληλοσυσχετίσεις μεταξύ ορισμένων συγκεκριμένων χαρακτηριστικών κοινωνικών ομάδων και των μελών τους ως κοινωνικών όντων δεν απαντά σε ιστορικές ερωτήσεις αιτιότητας, αλλά πραγματεύεται αποκλειστικά «συστηματικά» ερωτήματα δυναμικών αλληλοσυσχετίσεων».

Έτσι, ο Λιούιν παραδέχεται ότι η ψυχολογία Γκεστάλτ δεν πραγματεύεται τα σημαντικά ζητήματα της ιστορικής αιτιότητας. Όμως προσπαθεί να απαλλαγεί από αυτά τα προβλήματα απλώς ως ένα άλλο, διαφορετικό καθήκον. Δεν αναγνωρίζει ότι η πλήρης παραμέληση της ενασχόλησης με αυτό το καθήκον από μόνη της είναι ένα σοβαρό ελάττωμα- μια ακύρωση της ψυχολογίας Γκεστάλτ.

Το «λάθος» του Μαρξ

Αυτό το ελάττωμα ο Μπράουν το εκθειάζει ως αρετή. Αρχίζει να επικρίνει το μαρξισμό, ακριβώς επειδή είναι ιστορικός. Λέει: «Πιστεύω ότι η έμφαση του διαλεκτικού υλισμού στον ιστορικό υλισμό ως μέθοδο είναι απαραίτητη μόνο μέχρι να δημιουργηθούν κατάλληλα δυναμικά υποδείγματα. Αφού αυτά δεν υπήρχαν τον καιρό του Μαρξ και του Λένιν, η επιμονή τους στον ιστορικό υλισμό μπορεί να κατανοηθεί αρκετά καλά»* (*Τζ.Φ.Μπράουν, Ψυχολογία και Κοινωνική Τάξη, σ.486).

Ο Μπράουν λέει ότι ο Μαρξ ήταν αρκετά σωστός αποδίδοντας μεγάλη επιρροή της ταξικής θέσης του ατόμου στη συμπεριφορά του «όταν υπάρχει η ταξική πάλη». Όμως, προσθέτει, υπάρχουν κάποιες στιγμές όπου οι παράγοντες της εθνικότητας και της ένταξης σε κάποια εκκλησία είναι σημαντικότεροι στον καθορισμό της συμπεριφοράς του και σε τέτοιες στιγμές δεν μπορούμε να πούμε ότι η ταξική πάλη υπάρχει πραγματικά. Ισχυρίζεται ότι για τέτοιες μη επαναστατικές περιόδους, οι αντίπαλοι του Μαρξ, οι οποίοι αρνούνται την ύπαρξη των τάξεων, είναι πιο σωστοί από αυτόν** (**Πρβλ. όπ.π., σ.σ.169ff).

Ο Μπράουν προσπαθεί να δώσει αναλύσεις Γκεστάλτ αυτών των δύο διαφορετικών καταστάσεων: της «επαναστατικής» και της «μη επαναστατικής». Η ουσιαστική διαφορά την οποία εντοπίζει μεταξύ αυτών είναι ότι στη μια ο «χαρακτήρας της ένταξης σε ένα έθνος» είναι ο κυρίαρχος παράγοντας, ενώ στην άλλη ισχύει το αντίθετο: «Μια επαναστατική κατάσταση είναι αυτή στην οποία ένας επαρκής αριθμός μελών των εργατών και των υπαλλήλων συμμετέχουν στην ταξική πάλη για να δώσουν στο χώρο μια κατάσταση σύγκρουσης, και στην οποία ο χαρακτήρας της ένταξης σε ένα έθνος ή σε μια εκκλησία έχει αμελητέα επιρροή»*** (***στο ίδιο,σ.183).

Θα αφήσουμε το ζήτημα του λάθους σε αυτό τον ορισμό, ο οποίος υποθέτει έναν έμφυτο ανταγωνισμό μεταξύ πατριωτικού και ταξικού κινήτρου ο οποίος, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει. Ο κομμουνισμός έχει κάνει αρκετά ξεκάθαρη τη θέση του ότι ο πραγματικός εθνικός πατριωτισμός βρίσκει τον μεγαλύτερο στόχο του στους αγώνες για την ευημερία του λαού. Τέτοιοι αγώνες μπορούν να διεξαχθούν μόνο από τις ιστορικά προοδευτικές τάξεις. Τέτοιος πραγματικός πατριωτισμός βρίσκει την ανώτερή του έκφραση στη Σοβιετική Ένωση. Με την ιστορική πράξη της ένωσης των ανθρώπων με τη γη στην οποία κατοικούν και εργάζονται, συντρίβει ταυτόχρονα «τη φυλακή των εθνών». Στις καπιταλιστικές χώρες, η εργασία και οι εκμεταλλευόμενοι άνθρωποι συνολικά εμφορούνται σήμερα από πραγματικό πατριωτισμό, καθώς συσπειρώνονται στο λαϊκό και δημοκρατικό μέτωπο εναντίον των μονοπωλιστών οι οποίοι λεηλατούν τις χώρες. Οι Χίτλερ, Φράνκο και Μουσολίνι κομπάζαν για τον ανταγωνισμό μεταξύ του «εθνικού πνεύματος» και του ταξικού πολέμου: όμως αναμένουμε καλύτερα πράγματα από κάποιον που, όπως ο Μπράουν, αναγνωρίζει τον αντικοινωνικό και αντεπιστημονικό χαρακτήρα του φασισμού.

Το σημαντικό σημείο στη συζήτησή μας είναι ότι ο Μπράουν αποτυγχάνει πλήρως να αναγνωρίσει την ιστορική συνέχεια μεταξύ των καταστάσεων τις οποίες αυτός δημιουργεί. Δεν παρέχει καμία εξήγηση για το πώς η μια κατάσταση μετατρέπεται στην άλλη. Αυτό ακριβώς είναι το σημείο όπου χρειάζεται «δυναμική ανάλυση» και την οποία ο Μαρξ παρέχει. Ο Μαρξ πρόβλεψε την επαναστατική κατάσταση αναδεικνύοντας τα αίτια της δράσης της ταξικής σύγκρουσης σε καιρό μη επαναστατικής κατάστασης. Δεν πραγματεύεται μια στιγμιαία κατάσταση αλλά, όπως το θέτει και ο Ένγκελς, «τις μεγάλες κινητήριες δυνάμεις οι οποίες δρουν στα μυαλά των ενεργούντων μαζών και των ηγετών τους».

Επειδή η ψυχολογία Γκεστάλτ περιορίζεται στην περιγραφή στιγμιαίων καταστάσεων, δεν είναι σε θέση να μας δώσει μια πλήρη περιγραφή της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Περιορίζει τον ορίζοντά της στο σημείο του να ασπάζεται μόνο όσα μπορούν να βρεθούν στην αποσπασματική συνείδηση μιας στιγμής. Μπορεί να ασχοληθεί με τη «στιγμιαία εκτόξευση ενός φλεγόμενου άχυρου το οποίο γρήγορα πέφτει» αλλά όχι με τη «διαρκή δράση που οδηγεί σε έναν μεγάλο ιστορικό μετασχηματισμό».

Αυτή η κοντόθωρη οπτική ήταν η φυσιολογική συνέπεια των συνθηκών υπό τις οποίες η ψυχολογία Γκεστάλτ ξεκίνησε. Ήταν συνολικά μια ψυχολογία «ατομικής εμπειρίας», η οποία δεν έδινε σημασία καθόλου στις κοινωνικές πτυχές της συμπεριφοράς. Η προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η θεωρία Γκεστάλτ ως η βάση μιας κοινωνικής ψυχολογίας (μια προσπάθεια η οποία συμβαίνει εξαιτίας των οξυμένων ταξικών αγώνων) καθιστά προφανείς τις ελλείψεις της. Είναι ακριβώς όταν έρχεται σε επαφή με την ιστορία, όταν αναμετράται με μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, που το λάθος της να είναι μη ιστορική καθίσταται πλέον προφανές. Όμως ο τρόπος για να ξεπεραστεί αυτό το λάθος δεν θα βρεθεί από καποιον που έχει ένα ενδιαφέρον ακαδημαϊκό, παρατηρητή σε παγκόσμια γεγονότα. Μπορεί κανείς να έχει μια πραγματική εκτίμηση του δημιουργικού χαρακτήρα της συμπεριφοράς μόνο αν συμμετέχει στα προοδευτικά ρεύματα της ιστορίας του καιρού του. Οι συμβολές της ψυχολογίας Γκεστάλτ δεν θα αξιοποιούνται πλήρως μέχρις ότου ενταχθούν σε ένα διαλεκτικό-υλιστικό σύστημα, το οποίο (συνδεδεμένο, όπως πρέπει να είναι, με προοδευτικούς πολιτικούς αγώνες), θα δώσει τη δέουσα έμφασή τους στις ιστορικές δυνάμεις.

Εν τη απουσία μιας τέτοιας ανάπτυξης προς τα εμπρός, δηλαδή με το να μη λαμβάνει υπόψη τους ιστορικούς παράγοντες, υπάρχει κίνδυνος για την ψυχολογία Γκεστάλτ, όταν πραγματεύεται τα κοινωνικά προβλήματα, να ξεπέσει στον ιδεαλισμό. Σε σχέση με αυτό, μπορούμε να θυμηθούμε την κριτική την οποία ασκούσαν οι Μαρξ και Ένγκελς σε έναν εκ των «Πραγματικών Σοσιαλιστών» του καιρού τους οι οποίοι προσπαθούσαν να συνάγουν συμπεράσματα από αξιώματα για τη σχέση των ατόμων και των ολοτήτων, αποσπασμένα από τη συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα. Έγραφαν, συζητώντας ένα δοκίμιο από κάποιον R. Matthäi :

«Ο συγγραφέας μας αντιλαμβάνεται την κοινωνία, την «ολότητα της ύπαρξης» όχι ως την αλληλεπίδραση των συνιστωσών «ατομικών υπάρξεων», αλλά ως μια ξεχωριστή ύπαρξη η οποία έχει μια άλλη και ξεχωριστή αλληλεπίδραση με αυτές τις «ατομικές υπάρξεις». Αν υπάρχει κάποια αναφορά σε πραγματικά γεγονότα σε όλα αυτά είναι η ψευδαίσθηση της ανεξαρτησίας του κράτους έναντι της ιδιωτικής ζωής και η πίστη σε αυτή την δήθεν ανεξαρτησία είναι κάτι το απόλυτο. Όμως, στην πραγματικότητα, ούτε σε αυτό το σημείο ούτε πουθενά αλλού σε όλο το δοκίμιο θεωρείται ζήτημα της φύσης ή της κοινωνίας: είναι απλώς ένα ζήτημα μεταξύ δύο κατηγοριών, της ατομικότητας και της ολότητας, στις οποίες δίνονται διάφορα ονόματα και λέγεται ότι σχηματίζουν μια αντίθεση, η συμφιλίωση των οποίων θα ήταν εξαιρετικά επιθυμητή…

Αυτός ο ισχυρισμός για το άτομο στην κοινωνία δεν συνάγεται από την πραγματική (σημ.R.L.G: δηλαδή, την ιστορική) ανάπτυξη της κοινωνίας, αλλά από μια λεγόμενη σχέση των μεταφυσικών κατηγοριών, της ατομικότητας και της ολότητας. Πρέπει μόνο να ερμηνεύσεις τα μεμονωμένα άτομα ως εκπροσώπους, ενσαρκώσης της ατομικότητας και την κοινωνία ως ενσάρκωση της ολότητας, και το κόλπο έχει ολοκληρωθεί».(Γερμανική Ιδεολογία, International Publishers, 1939, σ. 107f.)

Πράγματι, αυτό ακριβώς είναι ό,τι έκαναν μερικοί οπαδοί της θεωρίας Γκεστάλτ. Ο Γουίλερ, για παράδειγμα, ο οποίος έκανε την πρώτη απόπειρα να πραγματευτεί περιεκτικά τα προβλήματα της ψυχολογίας ειδωμένα από τη θεωρία Γκεστάλτ, γράφει: «Το όλον κυβερνά τις δραστηριότητες των μερών. Η ελευθερία των προσώπων περιορίζεται από τα ήθη και τους νόμους των ομάδων. Η συμμόρφωση σημαίνει ελευθερία»**(Ρ.Χ. Γουίλερ, Οι νόμοι της ανθρώπινης συμπεριφοράς, σ.215 f).

Αυτό το αντιδραστικό συμπέρασμα μπορεί να είναι μια ιδεαλιστική παραποίηση της θεωρίας Γκεστάλτ. Όμως είναι ένας τύπος παραμόρφωσης ο οποίος είναι πιθανό να συμβεί όταν η απόπειρα να πραγματευτεί κανείς με κοινωνικά φαινόμενα γίνεται ωσάν να επρόκειτο για φυσικά φαινόμενα και αποσπώντας τα από την ιστορία. Υπό τέτοιες συνθήκες, η συγκεκριμένη πραγματικότητα της ανθρώπινης πάλης χάνεται και αντικαθίσταται από μια φόρμουλα. Ο Γούιλερ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον ισχυρισμό του για την υποταγή της ψυχολογίας στη φυσική:

«Δεν μπορεί πλέον να λέγεται ότι επειδή ο άνθρωπος είναι πιο σύνθετος στη μορφή από μια χημική ένωση υπόκειται σε διαφορετικούς νόμους: γιατί λειτουργικά ο πρώτος είναι όσο σύνθετος είναι και η δεύτερη. Δεν μπορεί πλέον να λέγεται ότι επειδή ο άνθρωπος είναι ένα σκεπτόμενο ον με συνείδηση, η συμπεριφορά του είναι διαφορετικής τάξης από αυτή ενός απλώς δομημένου βαρυτικού συστήματος. Από το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει μνήμη, δεν μπορεί να λέγεται ότι συμπεριφέρεται σύμφωνα με μια αρχή ιδιάζουσα προς τη συνείδηση. Από το γεγονός ότι ο άνθρωπος επιδεικνύει διορατικότητα, δεν μπορεί να λέγεται ότι η συμπεριφορά του περιλαμβάνει έναν παράγοντα χωρίς κάτι ανάλογο στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Από το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει θέληση, δεν μπορεί να λέγεται πλέον ότι είναι ελεύθερος ενώ ένα βαρυτικό σύστημα δεν είναι»(στο ίδιο, σ.92).

Όμως, οι φόρμουλες της φυσικής, οι οποίες είναι συγκεκριμένες εκφράσεις της πραγματικότητας όταν εφαρμόζονται στο δικό τους τομέα, είναι κενές μεταφυσικές φράσεις όταν εφαρμόζονται εκτός αυτής. Τέτοιος φυσικαλισμός όχι μόνο στερεί από την κοινωνική επιστήμη τους δικούς της αυτόνομους νόμους, όπως είδαμε παραπάνω: επιπρόσθετα, αυτός ο μηχανιστικός αναγωγισμός οδηγεί από την πίσω πόρτα στον ιδεαλισμό.

Ισορροπία vs. πάλη

Κλείνοντας τη συζήτησή μας για την ψυχολογία Γκεστάλτ, μπορούμε να δώσουμε ένα παράδειγμα του πώς μια μηχανιστική πτυχή της θεωρίας της θα διορθωθεί λαμβάνοντας ένα μάθημα από την ιστορία. Αυτό είναι η «αρχή της ισορροπίας».

Ο Κούλερ ανέπτυξε αυτή την αρχή σε μια προσπάθεια να δώσει φυσικαλιστική απάντηση στο ερώτημα του αν την ανάπτυξη των φαινομένων Γκεστάλτ τη διέπει κάποιος νόμος ή νόμοι. Τον καιρό εκείνο, ασχολούταν με την εξήγηση κάποιων οπτικών ψευδαισθήσεων. Υπέθεσε μια συγκεκριμένη αντιστοιχία στο πρότυπο (ισομορφισμός) μεταξύ της οπτικής εμπειρίας και της εγκεφαλικής φυσιολογικής διαδικασίας. Υπέθεσε επίσης ότι η εγκεφαλική διαδικασία κυβερνιόταν από μια τάση να δημιουργηθεί μια ισορροπία μεταξύ των διαφόρων «καθηκόντων» του νευρικού συστήματος. Πίστευε ότι κατ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να εξηγήσει πώς οι ψευδαισθήσεις έλαβαν χώρα.

Αυτή η αρχή της ισορροπίας έχει εφαρμοστεί από τους ψυχολόγους της Γκεστάλτ σε όλα τα είδη συμπεριφοράς. Στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι όλη η συμπεριφορά έχει ερμηνευτεί ότι τείνει να μειώνει τις εντάσεις της περίστασης. Αυτό πρόκειται για ένα από τα θεμέλια της «ψυχολογίας ανυσμάτων» του Λιούιν, κατά την οποία η επιλογή από ένα άτομο μεταξύ πιθανών πορειών δράσεων περιγράφεται με όρους παρόμοιους αυτών που χρησιμοποιούνται στη μηχανική για την περιγραφή της κίνησης ενός φυσικού σωματιδίου προς μια θέση στην οποία οι δυνάμεις που δρουν πάνω του θα βρίσκονται σε ισορροπία.

Στο ακόλουθο απόσπασμα, βλέπουμε πώς η χρήση αυτής της αρχής οδηγεί στο να θεωρεί κάθε συμπεριφορά παθητική: «Τα φυσικά προτσές μπορούν συχνά, αν χρησιμοποιούμε συγκεκριμένες οπτικές γωνίες, να συναχθούν από την τάση προς την ισορροπία (όπως μπορούν και βιολογικά προτσές, γενικά, καθώς και φυσικά, οικονομικά και άλλα προτσές). Η μετάβαση από μια κατάσταση ηρεμίας προς ένα προτσές, όπως επίσης και η αλλαγή προς μια διαδικασία στασιμότητας, μπορεί να προκύψει από το γεγονός ότι η ισορροπία σε κάποια σημεία έχει διαταραχθεί και ότι τότε δημιουργείται ένα προτσές στην κατεύθυνση μιας νέας κατάστασης ισορροπίας(…)»(Κέρτ Λιούιν, Δυναμική Θεωρία της προσωπικότητας, 1935, σ. 58).

Αυτή η θεωρία οδηγεί στην υπόθεση ότι η ανάπτυξη και εξέλιξη οποιασδήποτε κατάστασης είναι πάντοτε προς μια άμβλυνση της σύγκρουσης και προς μια στατική διαμόρφωση της οργάνωσης του συνόλου. Η μόνη εξαίρεση προς αυτό είναι όταν μια διαταραχή προκύπτει, η οποία προέρχεται από μια εξωτερική πηγή. Είναι σίγουρα μια μεταφυσική θεωρία, η οποία θεωρεί τα υπόλοιπα ως κάτι το απόλυτο και βλέπει την κίνηση μόνο ως μια διαταραχή από τα υπόλοιπα. Δεν θα είναι εφικτή η διατήρηση μιας τέτοιας θεωρίας ενώπιον των σημαντικών προβλημάτων της πολιτικής ψυχολογίας, όπου υπάρχουν ξεκάθαρες ενδείξεις ότι η σύγκρουση των μερών (για παράδειγμα, η σύγκρουση των τάξεων που αποτελούν την κοινωνία), και ότι η εξέλιξη και η πιθανή επίλυση της σύγκρουσης αυτής περιλαμβάνει το πέρασμα από διάφορες φάσεις αυξανόμενης έντασης.

Η θεωρία ισορροπίας της ψυχολογίας Γκεστάλτ, προκύπτοντας από το ότι οι ψυχολόγοι Γκεστάλτ βασίζονται σε φυσικαλιστικές εξηγήσεις, έχει βαθύτερες, κοινωνικές ρίζες, στην ατμόσφαιρα του παραδοσιακού Γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού οπορτουνισμού, εντός του οποίου αναπτύχθηκε* (*Δεν είναι χωρίς σημασία το ότι ο Μαξ Βαρτχάιμερ, ο «πατέρας της ψυχολογίας Γκεστάλτ», ήταν και ο ίδιος σοσιαλδημοκράτης). Η επιδίωξη για μια «ισορροπία στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο έντασης» είνια η συμπεριφορά ειδωμένη από την οπτική γωνία ενός οπορτουνιστικού συμβιβασμού και του «κατευνασμού» της αντίδρασης, που άνοιξε το δρόμο για το Χιτλερισμό.

Αυτό που οι ψυχολόγοι της Γκεστάλτ παραλείπουν από τις αναλύσεις τους για την κοινωνική κατάσταση είναι το γεγονός της ύπαρξης μιας συνεχούς διαδικασίας πάλης εναντίον της υπάρχουσας δομής: αντιθέτως, υποθέτουν πλήρη υποταγή σε αυτή. Είναι το γεγονός ότι η συμπεριφορά, και όχι κάτι «ξένο», δημιουργεί νέες εντάσεις, που διαλύει την παλιά δομή. Αυτή η δύναμη της συμπεριφοράς να τροποποιεί και να μετασχηματίζει το περιβάλλον και πράττοντας έτσι, να μετασχηματίζει τον εαυτό της, θα βρει πραγματική αναγνώριση στην ψυχολογία μόνο όταν ο ίδιος ο ψυχολόγος κατανοήσει το ότι η επιστήμη του είναι ένα εργαλείο του ιστορικού κινήματος για κοινωνική βελτίωση και κοινωνικό μετασχηματισμό.

 
Μηνιαίο περιοδικό του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ
The Communist, Ιούλης 1939, τόμος 18ος, νο.7

Tagged: , , , , , , , , , , , , ,

Σχολιάστε